Η ιστορία της μικρής Μαρμότας
Μια φορά κι έναν καιρό, στη χώρα των σκίουρων ζούσε μία μικρή σκιουρίτσα που είχε γεννηθεί με μία σοβαρή αναπηρία. Ναι, πραγματικά σοβαρή. Ήταν εντελώς παράλυτη από τη μία πλευρά: πόδια, χέρια, μπράτσα, δεν μπορούσε να πιάσει με το χέρι της ούτε ένα φουντουκάκι και να το βάλει στο στόμα. Ούτε να μιλήσει καλά μπορούσε.
« Είναι πραγματικά ανάπηρη» έλεγαν όλοι γύρω της, οι γονείς της και όλοι όσοι την συναντούσαν.
« Η αναπηρία της είναι πολύ βαριά, θα έχει μία δύσκολη ζωή, θα πρέπει να τη βοηθούν πολύ….». Τέτοια λόγια άκουγε να ψιθυρίζουν γύρω της.
Φίλοι, γονείς, γείτονες, στο σχολείο, όλοι θεωρούσαν ότι έχει σοβαρό πρόβλημα, ότι χρειάζεται υποστήριξη. Δεν ήξεραν πώς να χειριστούν την κατάσταση. Συχνά φοβόντουσαν πολύ για εκείνη.
Ένα σωρό φόβους τη φόρτωναν, χωρίς καλά καλά να το ξέρουν κι αυτοί πως τη φορτώνουν.
Η μικρή σκιουρίτσα δεν το άντεχε όλο αυτό, είχε μεγάλες εκρήξεις θυμού, έκανε χαζομάρες για να αποδείξει ότι μπορούσε, ότι ήταν κι αυτή ικανή. Και μπορείτε βεβαίως να μαντέψετε ότι αυτό δεν έφτιαχνε την κατάσταση. Η μαμά της ήταν σε απελπισία. Ήθελε να κάνει τόσα για τη μικρή της σκιουρίτσα που λάτρευε.
Αυτό που δεν τους είχε πει κανείς, είναι ότι στη χώρα των σκίουρων είναι σημαντικό να μη συγχέεται το άτομο με την αναπηρία του. Και ότι για να αποφευχθεί αυτή η σύγχυση μπορούσαμε να ζητήσουμε από τη μικρή σκιουρίτσα να βρει ένα αντικείμενο που θα αντιπροσώπευε την αναπηρία της.
Όταν της έκαναν αυτή την πρόταση βρήκε αμέσως ένα στρογγυλό πλαστικό μενταγιόν … που το φόραγε με ένα δερμάτινο λαστιχάκι γύρω από το λαιμό της.
«Έτσι», μπόρεσε να πει στους γονείς της, «δεν θα με συγχέετε με την αναπηρία μου!»
Στη συνέχεια, διάλεξε ένα όνομα για την αναπηρία της και αποφάσισε να τη λέει Ζοέ. Κάποια πρωινά όταν σηκώνοταν από το κρεβάτι έλεγε «Η Ζοέ κοιμήθηκε καλά απόψε, ξεκουράστηκε πολύ καλά μαζί μου. Θα την πάρω μαζί μου στο σχολείο και περνώντας θα της δείξω τη μικρή λιμνούλα όπου θα την πάω για μπάνιο το καλοκαίρι.»
Αυτό όλο ήταν μία σημαντική αλλαγή για τους γονείς της. Από τη στιγμή που άρχισαν να μη συγχέουν πια την κορούλα τους με την αναπηρία της, ανακάλυψαν ότι εκείνοι είχαν μία αναπηρία σε σχέση με την αναπηρία της μικρής τους σκιουρίτσας. Κατάλαβαν ότι είχαν πραγματικά μία δική τους δυσκολία, ότι δεν ήξεραν πως να διαχειριστούν αυτή την αναπηρία που είχε αναστατώσει τη ζωή τους.
Έτσι αποφάσισαν κι εκείνοι να διαλέξουν ένα αντικείμενο για να αντιπροσωπεύει.. δηλαδή να συμβολίζει, τη δική τους αναπηρία. Ο καθένας έδωσε ένα όνομα στην αναπηρία του. Η μαμά την ονόμασε Αρθούρο και ο μπαμπάς Νονό. Το έκαναν αυτό για να μην συγχέουν πια το παιδί τους με την αναπηρία του, αλλά και για να δείξουν ότι παραδέχονται πως ο καθένας τους έχει τη δική του αναπηρία.
Πρέπει να σας πω λοιπόν ότι όταν η Ζοέ (η αναπηρία της σκιουρίτσας) συναντιόταν με τον Αρθούρο (την αναπηρία της μαμάς) υπήρχαν μικροσυγκρούσεις! Ο καθένας επέμενε στην άποψη του.
Κι έτσι η Ζοέ έλεγε «Εσύ πρέπει να φροντίσεις τον εαυτό σου. Κάθε φορά που με κοιτάς στενοχωριέσαι κι αυτό εμένα με θυμώνει αφάνταστα, λες και είμαι εγώ υπεύθυνη για σένα. Συνεχώς αισθάνεσαι ένοχη γι αυτό που συνέβη και η ενοχή σου με κάνει να νιώθω πως φταίω, και τελικά δεν το αντέχω όλο αυτό…»
Και ο Αρθούρος απαντούσε «Ναι αλλά αν δεν είχες εσύ εμφανιστεί στη ζωή αυτού του παιδιού θα ήταν λιγότερο δυστυχισμένη. Θα μπορούσε να παίζει άνετα με τα άλλα παιδιά. Θα μπορούσε να πάει στο κανονικό σχολείο, τα άλλα παιδιά δεν θα την κορόιδευαν».
Και η Ζοέ απαντούσε ακλόνητη «Τα υπόλοιπα σκιουράκια είναι σαν εσένα, δεν θέλουν να δουν ότι έχουν κι αυτά τη δική τους αναπηρία. Ενοχλούνται από την παρουσία μου γιατί δεν ξέρουν πως να φερθούν, δεν μπορούν να μου συμπεριφερθούν όπως σε όλα τα παιδιά. Δυσκολεύονται να είναι δημιουργικοί, να βρουν νέους τρόπους για να επικοινωνήσουν μαζί μου. Τους χαλάω την ησυχία!»
Όπως και να έχει το πράγμα, από τότε που η σκιουρίτσα δεν συγχέεται πια με τη Ζοέ, την αναπηρία της, και που οι γονείς της παραδέχτηκαν ότι η αναπηρία είναι και δική τους αντί να τη φορτώνουν στο παιδί, πάει πολύ καλύτερα το πράγμα. Μπορείτε να τη ρωτήσετε, θα σας πει πόσο ανακουφισμένη είναι και πόσο πιο ανάλαφρη αισθάνεται, πιο ελεύθερη, πιο ευτυχισμένη.