
Ρατσισμός, εθνικισμός και μισαλλοδοξία
Ο ρατσισμός αποτελεί μία έκφραση της ανθρώπινης συμπεριφοράς, ένα φαινόμενο που έχει απασχολήσει αρκετούς επιστημονικούς κλάδους, όπως την ανθρωπολογία, τη βιολογία, τη φιλοσοφία, την ψυχολογία και την κοινωνιολογία. H προκατάληψη και ο ρατσισμός σχετίζονται σε μεγάλο βαθμό, καθώς η προκατάληψη αποτελεί ένα κοινωνικό φαινόμενο του ρατσισμού.
Ετυμολογικά, οι όροι «ράτσα» και «ρατσισμός» προέρχονται από την ισπανική λέξη «raza» και την πορτογαλική λέξη «raca», οι οποίες έχουν ως ρίζα τους την αραβικής προέλευσης λέξη «ras» που σημαίνει «κεφάλι». Ο όρος, επομένως, αποδίδεται στους Άραβες, καθώς ο νομαδικός τρόπος ζωής που είχαν υιοθετήσει, επέβαλε στον καθένα από αυτούς να γνωρίζει την καταγωγή του και να την έχει μέσα στο «κεφάλι» του, έτσι ώστε με τον τρόπο αυτό να ξεχωρίζει από τις άλλες φυλές (που έχουν άλλο «κεφάλι»).
Επομένως, από τις απαρχές εμφάνισης του όρου αυτού, υποδηλωνόταν μία άρνηση και υποβάθμιση της ετερότητας των άλλων. Είναι εμφανές δηλαδή ότι από πολύ παλιά υπήρχε επίγνωση της ανομοιομορφίας του ανθρώπινου γένους, με αποτέλεσμα τη διαίρεση των ανθρώπων σε φυλές. Τη διαίρεση αυτή, όμως, ακολούθησε η μισαλλοδοξία και η εχθρότητα απέναντι στο ξένο, στο διαφορετικό, με δυσμενείς συνέπειες τόσο για τη συνεργασία όσο και για την ενότητα ανάμεσα στους διαφόρους λαούς. Ο κάθε λαός εξύψωνε και εγκωμίαζε την υπεροχή της δικής του φυλής, πλάθοντας έτσι στη φαντασία του μία προνομιούχα υπόσταση, μία ανύπαρκτη υπεροχή και ανωτερότητα.
Η διατύπωση ενός ορισμού για το ρατσισμό κοινώς αποδεκτού από όλους τους ανθρώπους δεν εντοπίζεται στη σχετική βιβλιογραφία. Αυτό είναι πιθανό να οφείλεται στις διαφορετικές μορφές του ρατσισμού κατά την ιστορική του πορεία και εξέλιξη. Η διαπίστωση αυτή οδήγησε τον D.Milner το 1981 στη συγκέντρωση όλων εκείνων των στοιχείων για τη προσέγγιση του όρου αυτού στο μεγαλύτερο δυνατό βαθμό. Σύμφωνα με τον D.Milner, τα βασικά στοιχεία που ορίζουν και οριοθετούν τη φυλετική προκατάληψη αναφέρουν ότι αυτή:
α) είναι μία άκαμπτη στάση που δύσκολα διαφοροποιείται και μεταβάλλεται,
β) βασίζεται σε μία λανθασμένη και άκαμπτη γενίκευση,
γ) αποτελεί προκατειλημμένη κρίση,
δ) είναι μια στάση που προδιαθέτει το άτομο να δράσει ευνοϊκά ή δυσμενώς απέναντι σε μία ομάδα, και
ε) είναι λανθασμένη γιατί ο προκατειλημμένος άνθρωπος παρεκκλίνει από ιδανικούς κανόνες.
Ρατσιμός και Εθνικισμός
Στενή είναι και η σχέση του ρατσισμού με τον εθνικισμό. Ο E. Balibar αναφέρει ότι στη σημερινή εποχή ο ρατσισμός δε σχετίζεται με την ύπαρξη βιολογικών «φυλών». Αντίθετα, ο ρατσισμός αποτελεί ένα ιστορικό και πολιτιστικό προϊόν των ίδιων των ανθρώπων. Συνδέει το ρατσισμό με τον εθνικισμό, καθώς κατά την προσπάθεια ορισμού του δεύτερου συναντώνται δυσκολίες χωρίς τα ρατσιστικά κινήματα και τις συναφείς με το ρατσισμό θεωρίες.
Η συσχέτιση αυτή του ρατσισμού με τον εθνικισμό δικαιολογείται από το γεγονός ότι οι διάφορες ρατσιστικές ιδεολογίες διαμόρφωσαν σταδιακά την εθνική ταυτότητα των σύγχρονων κρατών. Με τον τρόπο αυτό κατασκευάστηκε μία ενιαία αντίληψη για τους πολίτες ενός κράτους, η οποία τους διαφοροποιεί από τους ξένους, τους ετέρους. Οι πολίτες ενός κράτους παρουσιάζονται με κοινές αντιλήψεις, κοινές παραδόσεις και κοινές πολιτιστικές, ιστορικές και –συχνά- θρησκευτικές καταβολές, με αποτέλεσμα να τρέφουν μίσος και εχθρότητα για τους άλλους λαούς, οι οποίοι υποθετικά χαρακτηρίζονται από διαφορετικά γνωρίσματα και διαφορετική νοοτροπία.
Το αίσθημα ανωτερότητας και υπεροχής συντηρείται και προφυλάσσεται στα όρια του κράτους, με συνέπεια την έξαρση ρατσιτικών φαινομένων και την υιοθέτηση εθνικιστικών συμπεριφορών. Η παραγωγή μιας ρατσιστικής ιδεολογίας αποτελεί έργο των διανοούμενων και των οργανώσεων που συστηματοποιούν τα λανθάνοντα άγχη των ανθρώπων. Οι κυρίαρχες τάξεις κατασκευάζουν θεωρίες, οι οποίες είναι άμεσα κατανοητές από τις μάζες και έχουν προσαρμοστεί σε ένα χαμηλό επίπεδο ευφυίας, προκειμένου να ανταποκρίνονται στους στόχους χειραγώγησής τους. Με την πρακτική αυτή, δημιουργούνται ρατσιτικές ιδεολογίες, σχηματίζεται και εδραιώνεται το θεωρητικό υπόβαθρο του ρατσισμού.
Σήμερα το νομικό πλαίσιο των κρατών, διάφορα δημοκρατικά κινήματα και μη κυβερνητικοί οργανισμοί σε όλο τον κόσμο καταδικάζουν τις ρατσιστικές συμπεριφορές και πολιτικές και επικρίνουν τη δυσμενή μεταχείρηση ενός ατόμου λόγω εθνικότητας, φυλής ή θρησκευτικών πεποιθήσεων. Όμως, εμφανής είναι η παρουσία του «νεορατσισμού» στις σημερινές κοινωνίες. Πρόκειται, σύμφωνα με τον E. Balibar, για μία νέα μορφή ρατσισμού, η οποία στρέφεται κυρίως ενάντια στους μετανάστες και τους ξένους εργαζομένους. Οι μετανάστες γίνονται θύματα ρατσισμού και ξενοφοβίας από τους γηγενείς αλλά κυρίως από τις ομάδες του πληθυσμού που χαρακτηρίζονται από ανεργία και οικονομική ανασφάλεια.

