
Από τον Συμπεριφορισμό στις σύγχρονες εφαρμογές
Ο συμπεριφορισμός, που αναπτύχθηκε από τον Ivan Pavlov και τον John Watson, υποστηρίζει ότι η ανθρώπινη συμπεριφορά είναι το αποτέλεσμα ερεθισμάτων και αντιδράσεων (Ε-Α). Η κλασική εξάρτηση περιγράφει τη διαδικασία μέσω της οποίας ένα ουδέτερο ερέθισμα, όπως ένας ήχος, συνδυάζεται με ένα φυσικό ερέθισμα, όπως η τροφή, για να προκαλέσει μια νέα, εξαρτημένη αντίδραση. Στα πειράματα του Pavlov, ένας ήχος συνδυάστηκε με την παρουσία τροφής, με αποτέλεσμα οι σκύλοι να εκκρίνουν σάλιο μόνο στο άκουσμα του ήχου.
Ο John Watson εφάρμοσε την κλασική εξάρτηση στους ανθρώπους, κάνοντας πειράματα με το νήπιο “μικρό Albert”. Κατάφερε να προκαλέσει εξαρτημένες αντιδράσεις σε πολλά αντικείμενα, χρησιμοποιώντας ένα ουδέτερο ερέθισμα για να προκαλέσει φόβο. Η κλασική εξάρτηση αναδεικνύει τη σημασία του χρόνου και της επανάληψης στην απόκτηση της εξαρτημένης συμπεριφοράς.
Η συντελεστική εξάρτηση, που αναπτύχθηκε από τον Edward Thorndike και τον Burrhus F. Skinner, επικεντρώνεται στην εκμάθηση μέσω δοκιμής και λάθους. Ο νόμος του αποτελέσματος του Thorndike υποστηρίζει ότι οι αντιδράσεις που έχουν θετικές συνέπειες είναι πιο πιθανό να επαναληφθούν. Ο Skinner ανέπτυξε την έννοια του “λειτουργικού κουτιού”, στο οποίο τα ζώα έμαθαν να εκτελούν συμπεριφορές για να λάβουν ενίσχυση, όπως τροφή. Η συντελεστική εξάρτηση βασίζεται στην ενίσχυση των επιθυμητών συμπεριφορών και στην αποτροπή των ανεπιθύμητων μέσω της τιμωρίας.
Η κλασική και η συντελεστική εξάρτηση έχουν βρει εφαρμογές σε πολλούς τομείς, όπως η εκπαίδευση και η κλινική ψυχολογία. Η κλασική εξάρτηση χρησιμοποιείται για την εκπαίδευση μαθητών και ζώων, ενώ η συντελεστική εξάρτηση εφαρμόζεται στη διαμόρφωση συμπεριφορών μέσω θετικών και αρνητικών ενισχύσεων. Τα προγράμματα αμοιβών και η προγραμματισμένη μάθηση, που βασίζονται σε αυτές τις θεωρίες, έχουν αποδειχθεί αποτελεσματικά στη διδασκαλία νέων δεξιοτήτων.
Παρά τη μεγάλη επιρροή του συμπεριφορισμού, η θεωρία αυτή έχει δεχτεί κριτική επειδή αγνοεί τις βιολογικές προδιαθέσεις για μάθηση και εστιάζει μόνο στα εξωτερικά κίνητρα. Η έμφαση στην ενίσχυση και την τιμωρία μπορεί να παραβλέπει τα βαθύτερα αίτια των συμπεριφορών, περιορίζοντας την ανάπτυξη εσωτερικών κινήτρων, όπως η επιθυμία για μάθηση.
Στη σύγχρονη εποχή, οι θεωρίες αυτές έχουν επεκταθεί πέρα από την εκπαίδευση και χρησιμοποιούνται σε διάφορα πεδία, όπως η συμπεριφορική θεραπεία και οι τεχνολογίες εκμάθησης. Ωστόσο, εγείρονται ηθικά ζητήματα σχετικά με τη χρήση της ενίσχυσης και της τιμωρίας στη διαμόρφωση συμπεριφορών, ιδίως όταν πρόκειται για παιδιά ή άτομα που δεν έχουν πλήρη επίγνωση της διαδικασίας.
Η μάθηση, όπως παρουσιάζεται μέσα από τις θεωρίες της κλασικής και της συντελεστικής εξάρτησης, είναι ένα περίπλοκο και πολυδιάστατο φαινόμενο. Ενώ οι συμπεριφοριστικές προσεγγίσεις έχουν συμβάλλει στην κατανόηση και εφαρμογή της μάθησης, είναι σημαντικό να λαμβάνονται υπόψη και οι εσωτερικοί παράγοντες που επηρεάζουν τη διαδικασία.
Βιβλιογραφία
- Pavlov, I. P. (1927). Conditioned reflexes: An investigation of the physiological activity of the cerebral cortex. Oxford University Press.
- Skinner, B. F. (1938). The behavior of organisms: An experimental analysis. Appleton-Century.
- Thorndike, E. L. (1911). Animal intelligence: Experimental studies. The Macmillan Company.
- Watson, J. B., & Rayner, R. (1920). Conditioned emotional reactions. Journal of Experimental Psychology.
- Tolman, E. C. (1948). Cognitive maps in rats and men. Psychological Review.

