
Βασικές έννοιες της ψυχογλωσσολογίας
Η σχέση μεταξύ των όρων γλώσσα, ομιλία και επικοινωνία είναι ως ένα βαθμό ιεραρχική.
Η ομιλία συνιστά μία εκδήλωση της γλώσσας, ενώ η γλώσσα αποτελεί ένα ιδιαίτερα σημαντικό συστατικό της ανθρώπινης επικοινωνίας (Crystal & Varley, 1998). Ο όρος επικοινωνία περιλαμβάνει τόσο την ομιλία όσο και τη γλώσσα.
Η επικοινωνία ορίζεται ως η εμπρόθετη μεταβίβαση και η πρόσληψη κάθε είδους μηνύματος μέσω γλωσσικών αλλά και μη γλωσσικών συμπεριφορών, όπως οι χειρονομίες, το βλέμμα, οι εκφράσεις του προσώπου ή η στάση του σώματος. Κάθε μήνυμα που μεταβιβάζεται, ανεξάρτητα από την πρόθεση του ατόμου, χαρακτηρίζεται ως πληροφοριακό (π.χ. το φτάρνισμα μεταδίδει την πληροφορία ότι το άτομο μπορεί να είναι κρυωμένο).
Η γλώσσα είναι ένα από τα μέσα επικοινωνίας και περιλαμβάνει τα ακόλουθα θεμελιώδη χαρακτηριστικά: (α) αποτελεί συμβολικό σύστημα το οποίο χαρακτηρίζεται από δημιουργικότητα, εφόσον από έναν πεπερασμένο αριθμό φωνημάτων παράγεται και κατανοείται άπειρος αριθμός λέξεων, (β) συνιστά τη γνώση αυτού του συμβολικού συστήματος, και (γ) πρόκειται για αφηρημένο κοινωνικό φαινόμενο το οποίο πραγματώνεται μόνο μέσω της γλωσσικής συμπεριφοράς. Η ομιλία συνιστά την πραγμάτωση της γλώσσας μέσω του φωνητικού/ακουστικού καναλιού.
Τα συστατικά του γλωσσικού συστήματος
Τα βασικά συστατικά του γλωσσικού συστήματος είναι η φωνολογία, η σημασιολογία, η γραμματική και η πραγματολογία.
Φωνολογία
Η θεμελιώδης μονάδα ανάλυσης του φωνολογικού επιπέδου είναι το φώνημα. Το φώνημα είναι η μικρότερη ηχητική μονάδα που διαφοροποιεί μεταξύ τους τις λέξεις ενός συγκεκριμένου γλωσσικού συστήματος. Για παράδειγμα οι λέξεις [soma], [koma], ^oma], [xoma] διαφέρουν μόνο ως προς ένα φώνημα (το αρχικό σύμφωνο), ενώ η αντικατάσταση αυτού του φωνήματος επιφέρει αλλαγή στη σημασία, δημιουργεί δηλαδή μία άλλη λέξη. Διαφορετικές γλώσσες αλλά και διαφορετικές διάλεκτοι της ίδιας γλώσσας χρησιμοποιούν διαφορετικά φωνήματα, μολονότι ορισμένα φωνήματα όπως το /m/ και το /b/ είναι κοινά στις περισσότερες γλώσσες του κόσμου. Ένα φώνημα μπορεί να πραγματώνεται με δύο ή περισσότερους διαφορετικούς τρόπους, ανάλογα με το φωνητικό περιβάλλον στο οποίο εμφανίζεται. Οι διαφορετικοί αυτοί τρόποι πραγμάτωσης του φωνήματος ονομάζονται αλλόφωνα. Για παράδειγμα, το φώνημα /k/ πραγματώνεται με δύο διαφορετικά αλλόφωνα: το ουρανικό [c] πριν από [e] και [i] π.χ. καιρός [ceros] και το υπερωικό [k] πριν από τα υπόλοιπα φωνήματα ή στο τέλος λέξης π.χ. καλός [katos].
Ωστόσο, τα αλλόφωνα δε διαφοροποιούν μεταξύ τους λέξεις. Ένα άλλο συστατικό του φωνολογικού επιπέδου είναι τα υπερτεμαχιακά στοιχεία. Όπως δηλώνει και ο όρος, τα υπερτεμαχιακά στοιχεία συνήθως εκτείνονται σε μονάδες πιο σύνθετες από το φώνημα όπως οι συλλαβές, οι λέξεις ή οι φράσεις. Τα υπερτεμαχιακά στοιχεία είναι ο δυναμικός τόνος (stress), ο μουσικός τόνος (pitch) και ο επιτονισμός (intonation) και διαμορφώνονται από μεταβολές στο ύψος, την ένταση, την ταχύτητα ή το ρυθμό της ομιλίας. Στα Ελληνικά ο δυναμικός τόνος διαφοροποιεί μεταξύ τους λέξεις που αποτελούνται από τα ίδια φωνήματα (π.χ. [fili] [fili], για τις λέξεις ‘φίλη’ και ‘φιλί’). Ο επιτονισμός αποτελεί εξαιρετικά σημαντικό στοιχείο της επικοινωνίας, εφόσον μεταβιβάζει πληροφορίες για τα συναισθήματα και τις προθέσεις του ακροατή σχετικά με το υπό συζήτηση θέμα ή το πλαίσιο της συνομιλίας. Πολλές φορές μάλιστα, το μήνυμα που εμπεριέχεται στον επιτονισμό έρχεται σε αντίθεση με το νόημα που εκφράζεται μέσω των λέξεων (Cruttenden, 1986; Crystal, 1979).
Η ομιλία είναι συνεχής και συνεπώς τα όρια των λέξεων και των φωνημάτων δεν σηματοδοτούνται από παύσεις. Επιπλέον, η ίδια γλωσσική έκφραση προφέρεται διαφορετικά από διαφορετικούς ομιλητές ανάλογα με το φύλο, την ηλικία ή την ψυχική διάθεση (Crystal & Varley, 1998; Laver, 1994; Φιλιππάκη-Warburton, 1991). Παρόλ’ αυτά, ο ακροατής αντιλαμβάνεται την ομιλία στη γλώσσα του ως αποτελούμενη από ξεχωριστά τεμάχια συνδυασμένα σε μία αλυσίδα. Οι προηγούμενες παρατηρήσεις οδηγούν στο συμπέρασμα ότι η διάκριση των φωνημάτων και των λέξεων στην ομιλία βασίζεται σε αφηρημένους κανόνες, οι οποίοι διαμορφώνονται με βάση τα χαρακτηριστικά ενός συγκεκριμένου γλωσσικού συστήματος.
Σημασιολογία
Η πλέον οικεία αλλά και βασική μονάδα του σημασιολογικού επιπέδου είναι η λέξη. Αν σε μία πρόταση αλλάξει μία λέξη, αλλάζει και το νόημα ολόκληρης της πρότασης π.χ. «το παιδί τρώει μήλο», «το παιδί τρώει πορτοκάλι». Οι λέξεις αντιπροσωπεύουν αντικείμενα, καταστάσεις ή πρόσωπα της φυσικής, κοινωνικής ή ψυχολογικής πραγματικότητας και ουσιαστικά αποτυπώνουν τις έννοιες που χρησιμοποιούνται από μία γλωσσική κοινότητα. Οι έννοιες των λέξεων εξελίσσονται και αναδομούνται ανάλογα με τις μεταβολές στο φυσικό περιβάλλον και την κοινωνική οργάνωση του εκάστοτε πολιτισμικού πλαισίου. Επιπλέον, οι έννοιες μίας γλώσσας ταξινομούνται σε ποικίλες κατηγορίες (Φιλιππάκη- Warburton, 1991).
Γραμματική
Η γραμματική περιλαμβάνει τη μορφολογία και το συντακτικό. Η μορφολογία ασχολείται με τη μελέτη των μορφημάτων. Το μόρφημα είναι η ελάχιστη μονάδα του γλωσσικού συστήματος που αποτελεί φορέα νοήματος. Παραδείγματα μορφημάτων αποτελούν το ‘α’ που δηλώνει στέρηση στην αρχή της λέξης, το ‘ε’ που δηλώνει παρελθοντικό χρόνο και τα μορφήματα του πληθυντικού ‘-οι’ (άνθρωπ-οι) και ‘α’ (λουλούδι-α). Τα μορφήματα διακρίνονται σε ελεύθερα και δεσμευμένα. Τα ελεύθερα μορφήματα μπορούν να είναι αυθύπαρκτα και αποτελούν τα ίδια λέξεις π.χ. /apo/, /edo/, /ke/, ενώ τα δεσμευμένα δεν εμφανίζονται ποτέ αυτοδύναμα αλλά πάντα σε συνδυασμό με άλλα μορφήματα μέσα σε λέξεις. Οι γλώσσες του πλανήτη παρουσιάζουν σημαντικές διαφορές ως προς το μορφολογικό τους σύστημα. Ορισμένες γλώσσες, όπως η Αγγλική, περιέχουν πολλά ελεύθερα μορφήματα, ενώ και τα δεσμευμένα μορφήματα είναι ευδιάκριτα στις λέξεις. Αντίθετα, σε άλλες γλώσσες, όπως η Ελληνική, η διάκριση των φωνημάτων σε μία λέξη αποτελεί μία εξαιρετικά δύσκολη και περίπλοκη διαδικασία (Φιλιππάκη-Warburton, 1991).
Αν δυο προτάσεις περιέχουν τα ίδια μορφήματα και τις ίδιες λέξεις αλλά σε διαφορετική σειρά, τότε μεταβιβάζουν διαφορετικό νόημα π.χ. «το αγόρι έσπρωξε το κορίτσι», «το κορίτσι έσπρωξε το αγόρι». Το συντακτικό μελετά τους κανόνες σύμφωνα με τους οποίους οι λέξεις συνδυάζονται ώστε να σχηματιστούν μεγαλύτερες ενότητες που αποδίδουν ένα νόημα.
Πραγματολογία
Η γλώσσα χρησιμοποιείται πάντα σε ένα συγκεκριμένο κοινωνικό πλαίσιο. Το πλαίσιο αυτό επηρεάζει τόσο τη σημασία των λεγομένων όσο και το λεξιλόγιο, τις γραμματικές δομές και τις φωνολογικές μορφές που χρησιμοποιούνται. Η μελέτη της περίπλοκης σχέσης ανάμεσα στη γλώσσα και το περιβάλλον στο οποίο εκφέρεται, είναι έργο της πραγματολογίας. Τα συστατικά του πραγματολογικού επιπέδου είναι η γλωσσική πράξη (speech act), η αφήγηση (discourse) και ο διάλογος (conversation). Η γλωσσική πράξη αναφέρεται στην πρόθεση που εκφράζει ο ομιλητής όταν παράγει μια γλωσσική έκφραση καθώς και στις επιπτώσεις της έκφρασης αυτής στον ακροατή. Ο διάλογος αφορά στην ικανότητα του ατόμου να εναλλάσσεται στους ρόλους ακροατή-ομιλητή και να προσαρμόζει τα λεγόμενά του στα λεγόμενα του συνομιλητή του. Τέλος, η αφήγηση αναφέρεται στην ικανότητα οργάνωσης της ομιλίας, έτσι ώστε να παρουσιάζει συνοχή, συνέπεια και να ανταποκρίνεται στο επίπεδο κατανόησης του ακροατή (Barrett, 1999).
Η Αναπτυξιακή Ψυχογλωσσολογία διερευνά τους τρόπους με τους οποίους τα παιδιά αναπτύσσουν την ικανότητα να διακρίνουν και να παράγουν φωνήματα, να αντιλαμβάνονται και να χρησιμοποιούν τους κανόνες συνδυασμού των φωνημάτων, να κατανοούν τη σχέση της κάθε λέξης με το νόημά της (αναφορικότητα), να μαθαίνουν νέες λέξεις, να κατανοούν και να εφαρμόζουν τους κανόνες που διέπουν την ακολουθία των λέξεων στις προτάσεις (συντακτικό) και τη χρήση των μορφημάτων, να ανακαλύπτουν τις επικοινωνιακές λειτουργίες της γλώσσας και τα μέσα έκφρασής τους, να αναπτύσσουν τις δεξιότητες του διαλόγου και της αφήγησης, να οργανώνουν και να εκφράζουν τη σκέψη τους με τη βοήθεια της γλώσσας και τελικά να αποκτούν και να εκφράζουν γνώση για την ίδια τη γλώσσα (μεταγλώσσα) (Παπαηλιού, 2005).
Οι θεωρίες που καθοδηγούν τις μελέτες της Αναπτυξιακής Ψυχογλωσσολογίας μπορούν να ταξινομηθούν με βάση τις ακόλουθες διαστάσεις: εξειδικευμένη ικανότητα – γενική ικανότητα, έμφυτο – επίκτητο. Η έννοια της εξειδίκευσης αναφέρεται στην ύπαρξη συστημάτων τα οποία είναι υπεύθυνα για την επεξεργασία αποκλειστικά και μόνο γλωσσικών πληροφοριών (Chomsky, 1986; Eimas, 1975; Kuczaj, 1990; Markman, 1990; Nelson, 1988; Pinker, 1989). Στον αντίποδα των θεωριών που υποστηρίζουν ότι η ανάπτυξη της γλώσσας βασίζεται σε εξειδικευμένες ικανότητες, βρίσκονται οι θεωρίες που υποστηρίζουν ότι οι διεργασίες που διέπουν τη γλωσσική ανάπτυξη λειτουργούν και σε άλλα πεδία, όπως για παράδειγμα η λογικομαθηματική σκέψη (Bates et al., 1979; Piaget, 1952; Tomasello,
1992, 2000, 2001). Η διάσταση έμφυτο – επίκτητο αφορά στην προέλευση των διαδικασιών ή των αναπαραστάσεων που κατευθύνουν τη γλωσσική ανάπτυξη. Οι έμφυτες διαδικασίες ή αναπαραστάσεις ενυπάρχουν στο παιδί ως βιολογικό υπόστρωμα (Chomsky, 1986; Piaget, 1952), ενώ οι επίκτητες είναι προϊόν μάθησης (Tomasello, 1992, 2000, 2001). Η κάθε θεωρία γλωσσικής ανάπτυξης επιχειρεί να ερμηνεύσει ορισμένα μόνο γλωσσικά φαινόμενα, ενώ μέχρι σήμερα δεν έχει διατυπωθεί ένα μοντέλο το οποίο να ερμηνεύει επαρκώς την ανάπτυξη όλων των τομέων της γλώσσας.
Ωστόσο, τα ερευνητικά δεδομένα καταδεικνύουν ότι παρόλο που ορισμένες περιοχές του εγκεφάλου παρουσιάζουν μεγαλύτερη ετοιμότητα να δεχθούν γλωσσικά ερεθίσματα, η ανάπτυξη της γλώσσας απαιτεί την ομαλή λειτουργία διάφορων περιοχών του φλοιού και στα δύο ημισφαίρια και συνδέεται με ποικίλες κοινωνικο-γνωστικές λειτουργίες, όπως η επικοινωνία με άλλα άτομα και ο αυτοέλεγχος. Επιπλέον, οι μελέτες για την ανάπτυξη της γλώσσας πρέπει να λαμβάνουν υπόψη τους το γλωσσικό σύστημα που κατακτά το παιδί, δεδομένου ότι τα γλωσσικά συστήματα διαφέρουν σημαντικά μεταξύ τους και, ως εκ τούτου, η εκμάθησή τους μπορεί να απαιτεί τη συμβολή διαφορετικών ικανοτήτων.

