Παιδαγωγικά,  Ψυχολογία

Η αυτορρύθμιση στα παιδιά

Κατά τους πρώτους μήνες της ζωής τους, τα παιδιά έχουν μια περιορισμένη ικανότητα να ρυθμίσουν την συναισθηματική τους κατάσταση. Παρ’ όλο που μπορούν να καταφύγουν στο πιπίλισμα των δακτύλων τους ή μιας πιπίλας για να αποφύγουν ένα δυσάρεστο ερέθισμα, συνήθως αναζητούν στην παρέμβαση του τροφού για την εξισορρόπηση της συναισθηματικής τους κατάστασης.


Όσο μεγαλώνει η ηλικία, τόσο μεγαλώνει η ικανότητα του βρέφους να αντεπεξέρχεται στα ερεθίσματα.
Επίσης, η ανάπτυξη της αναπαραστατικής ικανότητας και της γλώσσας οδηγεί σε νέους τρόπους ρύθμισης των συναισθημάτων π.χ. μιλούν για το τι αισθάνονται πράγμα που τους βοηθά να αισθάνονται καλύτερα, αποφεύγουν ερεθίσματα που φοβούνται ότι θα τα αναστατώσουν (π.χ. κλείνοντας τα μάτια), καθησυχάζουν τους εαυτούς τους («η μαμά θα γυρίσει γρήγορα»), αλλάζουν τους στόχους τους (π.χ. αποφασίζοντας να σταματήσουν να παίζουν αν αποκλειστούν από ένα παιχνίδι).


Με την ηλικία, οι στρατηγικές αποφυγής της αιτίας που διαταράσσει την συναισθηματική ισορροπία του παιδιού μειώνονται και τη θέση τους παίρνουν γνωστικές στρατηγικές ξεπεράσματος του προβλήματος όπως αυτή της εκλογίκευσης στην περίπτωση κάποιας κακής βαθμολογίας (δεν πειράζει, θα μπορούσε να είναι και χειρότερα, θα υπάρξει και άλλο τεστ).


Κατά την εφηβεία, αναπτύσσεται ένα σύνολο στρατηγικών εξισορρόπησης που επιτρέπουν στον έφηβο να διαχειριστεί το καθημερινό του άγχος πολύ πιο αποτελεσματικά από ό, τι σε νεαρότερες ηλικίες.
Κατακτώντας κανόνες έκφρασης των συναισθημάτων

Εκτός από το να αυτορρυθμίζονται συναισθηματικά, τα παιδιά πρέπει να αποκτήσουν κανόνες έκφρασης των συναισθημάτων τους που καθορίζουν πότε, πού και πώς είναι σωστό να εκφράζουν συναισθήματα στον πολιτισμό τους.

Κανόνες έκφρασης συναισθημάτων

Ήδη, κατά τους πρώτους μήνες της ζωής τους, παίρνουν αρνητική ενίσχυση από την μεριά του τροφού στην έκφραση αρνητικών συναισθημάτων και θετική για την έκφραση θετικών συναισθημάτων (μίμηση τους από την μεριά του τροφού).


Σε μεγαλύτερες ηλικίες, μπορεί να παρέχεται άμεση καθοδήγηση από τους γονείς στα παιδιά για την έκφραση των συναισθημάτων τους (π.χ. έκφραση του θυμού ή της επιθετικότητας για αυτοάμυνα αλλά όχι κάτω από άλλες συνθήκες)


Επίσης, τα παιδιά μαθαίνουν να συμπεριφέρονται συναισθηματικά παρατηρώντας τους γονείς τους πώς ελέγχουν τις δικές τους συναισθηματικές εκφράσεις ή ακούγοντάς τους να μιλούν σε σχέση με αντιδράσεις σε καθημερινές εμπειρίες).


Παρ’ όλο που η διαμόρφωση της συναισθηματικής συμπεριφοράς του παιδιού εκ μέρους του τροφού ξεκινά νωρίς, η τροποποίηση αυτής της συμπεριφοράς γίνεται σταδιακά: τα παιδιά, πριν από την ηλικία των 3 ετών, δεν είναι ικανά να αποκτήσουν μια έκφραση που δεν ανταποκρίνεται στη συναισθηματική τους κατάσταση.


Είναι πολύ δυσκολότερο να καταπιέσουν αρνητικά συναισθήματα (θυμός, λύπη) από ό, τι θετικά (χαρά, έκπληξη) και πολύ πιο εύκολα ενώπιον κάποιας ενήλικής αρχής παρά ενώπιον ενός συνομηλίκου με τον οποίο η έκφραση αυτών των συναισθημάτων θα είχε το επιθυμητό αποτέλεσμα.

Κοινωνικές πιέσεις και δια-πολιτισμικές διαφορές

Οι κοινωνικές πιέσεις και οι δια-πολιτισμικές διαφορές έχουν εδώ μεγάλη σημασία. Πολλοί πολιτισμοί, για την επίτευξη αρμονικών σχέσεων, ενθαρρύνουν τα παιδιά να εκφράζουν θετικά συναισθήματα και να αποφεύγουν την έκφραση δυσάρεστων. Οι κοινωνίες που δίνουν προτεραιότητα στις συλλογικές ανάγκες έναντι των ατομικών δίνουν έμφαση σ’ αυτούς τους κανόνες.


Έτσι, οι Ιάπωνες και οι Ινδιάνοι της φυλής Hindu θεωρούν ότι η απόκρυψη των αρνητικών συναισθημάτων προς τα μέλη της οικογενείας, στενούς φίλους και άτομα υψηλότερου status είναι πιο σημαντικά και, εν συγκρίσει π.χ. με τους Αμερικανούς, είναι πολύ περισσότερο ελεγχόμενοι συναισθηματικά.


Εκτός από τον σεβασμό σ’ αυτούς τους κανόνες, η συνείδηση και η κατανόηση αυτών αναδύονται κατά την μέση παιδική ηλικία. Αρχικά, τα παιδιά υπακούουν στους κανόνες για να αποφύγουν την τιμωρία και να κερδίσουν την αποδοχή των άλλων ενώ αργότερα βλέπουν ότι κάθε κανόνας ακολουθείται από τα μέλη της κοινότητας μέσα στην οποία ζει και έτσι οδηγείται στo να καταλάβει την αξία της ως ενός πολιτισμικού δεδομένου σχετικού με την έκφραση των συναισθημάτων.