Η διαδικασία της επιγένεσης των γλωσσικών προβλημάτων από τη ΔΕΠ- Υ
Είναι πλέον ευρύτατα αποδεκτό ότι η πρόσκτηση του γλωσσικού συστήματος βασίζεται σε ορισμένες προ-γλωσσικές ικανότητες, οι οποίες με τη σειρά τους προϋποθέτουν την άρτια λειτουργία των μηχανισμών της προσοχής και του αυτο¬ελέγχου. Οι προ-γλωσσικές ικανότητες που συνιστούν προϋποθέσεις για την ανάπτυξη της γλώσσας είναι η επικέντρωση της προσοχής στην ανθρώπινη φωνή και το ανθρώπινο πρόσωπο, η εναλλαγή ρόλων ακροατή – ομιλητή, η φωνητική μίμηση, η ακουστική διάκριση φωνημάτων και λέξεων και ο αλληλοσυντονισμός της προσοχής.
Επικέντρωση της προσοχής στην ανθρώπινη φωνή
Ηχογραφήσεις με συστήματα προηγμένης τεχνολογίας καταδεικνύουν ότι η ομιλία της μητέρας φτάνει στη μήτρα. Παρόλο που οι υψηλές συχνότητες δεν είναι παρούσες ή έχουν μειωμένη ένταση, οι φασματικές ιδιότητες της ομιλίας της μητέρας που ηχογραφήθηκαν μέσα στη μήτρα είναι πανομοιότυπες με τις φασματικές ιδιότητες που ηχογραφήθηκαν εκτός μήτρας (Benzaquen et al., 1990; Querleu et al., 1988).
Το γεγονός αυτό, σε συνδυασμό με το ότι τα έμβρυα ήδη από το τέλος του τετάρτου μήνα της κύησης διαθέτουν τους απαραίτητους νευρολογικούς μηχανισμούς για ανταπόκριση τον ήχο (Hepper, 1992), έχει ως αποτέλεσμα την εξοικείωσή τους με τη φωνή της μητέρας τους, η οποία μάλιστα είναι και φορέας γλωσσικών χαρακτηριστικών. Οι ικανότητες αυτές έχουν ως αποτέλεσμα τα βρέφη, ακόμη και λίγες ώρες μετά τη γέννησή τους, να στρέφονται προς την ανθρώπινη ομιλία και να προτιμούν τους γλωσσικούς από μη γλωσσικούς ήχους (Cooper & Aslin, 1990) αλλά και να προτιμούν τη φωνή της μητέρας τους έναντι της φωνής του πατέρα ή μίας ξένης γυναίκας (DeCasper et al., 1980, 1986).
Επικέντρωση στην ανθρώπινη φωνή
Σχετικές πειραματικές μελέτες αποκαλύπτουν ότι τα βρέφη, λίγα λεπτά μετά τη γέννησή τους, προτιμούν να κοιτάζουν σχέδια που απεικονίζουν το ανθρώπινο πρόσωπο παρά σχέδια ίδιου βαθμού περιπλοκότητας που απεικονίζουν τα χαρακτηριστικά του ανθρώπινου προσώπου αλλοιωμένα ή απλά το περίγραμμα του ανθρώπινου προσώπου (Fantz, 1963; Goren et al., 1975; Johnson et al., 1992). Επιπλέον, τα νεογνά προτιμούν να κοιτάζουν το πρόσωπο της μητέρας τους παρά το πρόσωπο μίας άλλης μητέρας (Bushnell et al., 1989). Το ανθρώπινο πρόσωπο είναι φορέας συναισθημάτων αλλά και η πηγή της ανθρώπινης φωνής. Οι κινήσεις του προσώπου (ιδιαίτερα του στόματος και των ματιών) κατά τη διάρκεια της ομιλίας προκαλούν εγρήγορση στα βρέφη και έλκουν την προσοχή τους, αυξάνοντας έτσι δραματικά την πιθανότητα να επικεντρωθούν σε διάφορες διαστάσεις της ομιλίας (Locke, 1993).
Εναλλαγή ρόλων ακροατή — ομιλητή
Ακόμη και τα νεογνά εκδηλώνουν την τάση να μη φωνοποιούν όταν μιλάει ο επικοινωνιακός σύντροφος και να «παίρνουν το λόγο» μόνον όταν αυτός παύσει, ενώ η συγκεκριμένη ικανότητα αναπτύσσεται σταθερά τουλάχιστον μέχρι την ηλικία των 5 μηνών (Papousek & Papousek, 1989) και είναι αποτέλεσμα συντονισμένης δραστηριότητας όχι μόνο της μητέρας αλλά και του βρέφους (Murray & Trevarthen, 1986). Όπως σημειώνει ο Kaye (1977), «η εναλλαγή ρόλων ακροατή ομιλητή δεν αποτελεί απλά χαρακτηριστικό της γλώσσας, αλλά προϋπόθεση για την κατάκτηση της γλώσσας» (σ.94).
Αντίθετα με τις νοηματικές γλώσσες, όπου τα σήματα μπορούν να αλληλοεπικαλύπτονται χωρίς να χάνεται η ευκρίνειά τους, η ομιλία προϋποθέτει ότι οι μετέχοντες εναλλάσσονται στους ρόλους ακροατή και ομιλητή, εφόσον κάποιος δεν μπορεί να προσέχει το συνομιλητή του και να μιλάει ταυτόχρονα. Η έμφυτη τάση για εναλλαγή ρόλων ακροατή – ομιλητή (Raye & Wells, 1980) παρέχει ένα ρυθμικό πλαίσιο για περίπλοκες μορφές κοινωνικής αλληλεπίδρασης κατά τις οποίες ανταλλάσσονται πληροφορίες, προθέσεις και συναισθήματα που με τη σειρά τους είναι απαραίτητα για τη δημιουργία νοήματος. Η ομαλή εναλλαγή ρόλων ακροατή – ομιλητή διευκολύνει επίσης τη φωνητική μάθηση ενθαρρύνοντας το βρέφος να παρακολουθεί αλλά και να μιμείται τις εκφράσεις του επικοινωνιακού συντρόφου. Από την άλλη πλευρά, επιτρέπει στον επικοινωνιακό σύντροφο να ελέγχει την ποιότητα και τη σημασιολογική αξία των φωνοποιήσεων του βρέφους και άμεσα να τις ενισχύει, να τις εμπλουτίζει ή να τις διορθώνει.
Φωνητική μίμηση
Η μίμηση αποτελεί έναν από τους σημαντικότερους και πιο περίπλοκους μηχανισμούς πρόσκτησης του γλωσσικού συστήματος. Η μίμηση προϋποθέτει εναρμόνιση των ικανοτήτων της προσοχής και της μνήμης αλλά και συναισθηματική αλληλεπίδραση με έναν ευαισθητοποιημένο επικοινωνιακό σύντροφο, η οποία χαρακτηρίζεται από συγκεκριμένη ποιότητα. Είναι ιδιαίτερα εντυπωσιακό το γεγονός ότι η ικανότητα μίμησης γλωσσικών ήχων αλλά και κινήσεων που συνδέονται άμεσα με την παραγωγή γλώσσας, όπως το άνοιγμα του στόματος ή η προβολή της γλώσσας, είναι ήδη παρούσα κατά τη γέννηση (Kugiumutzakis, 1993).
Ακουστική διάκριση φωνημάτων
Η ικανότητα διάκρισης φωνημάτων παρατηρείται ακόμη και στα έμβρυα. Ο Lecanuet και οι συνεργάτες του (1989) αποκάλυψαν ότι τουλάχιστον από το τρίτο τρίμηνο της κύησης τα έμβρυα μπορούν να διακρίνουν τον ήχο [babi] από τον ήχο [biba]. Επίσης, έχει διαπιστωθεί ότι τα νεογνά είναι ικανά να διακρίνουν φωνήματα τα οποία ανήκουν σε διαφορετικές κατηγορίες π.χ. διακρίνουν το /p/ από το /b/ (Eimas et al., 1971). Η κατηγορική διάκριση επιτυγχάνεται ακόμη και όταν μία φράση εκφέρεται από διαφορετικούς ομιλητές ή από τον ίδιο ομιλητή αλλά με διαφορετική ταχύτητα.
Το εύρημα αυτό υποδηλώνει ότι τα νεογνά διαθέτουν μια έμφυτη ικανότητα να διακρίνουν τις παραμέτρους που είναι κρίσιμες για την κατηγορική διάκριση των φωνημάτων (Kuhl, 1987; Ramus et al., 2000). Ιδιαίτερα εντυπωσιακό είναι και το εύρημα που έχει κατ’ επανάληψη επιβεβαιωθεί από πολλές μελέτες, ότι σε αντίθεση με τους ενήλικες, τα βρέφη μέχρι την ηλικία των 6 μηνών μπορούν να διακρίνουν ακόμη και φωνήματα τα οποία δε χρησιμοποιούνται στη μητρική τους γλώσσα (Plunkett & Schafer, 1999; Werker & Tees, 1984). Από την ηλικία των 6 μηνών και εξής, η ικανότητα αυτή περιορίζεται και αναπτύσσονται περαιτέρω οι ικανότητες διάκρισης των φωνημάτων της μητρικής γλώσσας (Werker & Dejardins, 1995; Werker & Tees, 1984).
Ακουστική διάκριση λέξεων
Η ανάπτυξη του λεξιλογίου προϋποθέτει κατ’ αρχήν ότι το παιδί είναι ικανό να αναγνωρίζει και να προσδιορίζει τα φωνητικά πρότυπα στα οποία θα αποδώσει σημασία. Η περιπλοκότητα του προβλήματος της διάκρισης των λέξεων στην ομιλία αναδεικνύεται καλύτερα αν αναλογιστούμε πόσο δύσκολα διακρίνονται οι λέξεις μίας ξένης γλώσσας, όταν ο ακροατής δεν είναι εξοικειωμένος με αυτή. Στην καθημερινή ομιλία οι λέξεις σπάνια διαχωρίζονται μεταξύ τους με παύσεις. Ακόμη όμως και όταν ζητείται από τους γονείς να διδάξουν στα παιδιά τους συγκεκριμένες λέξεις, αυτές παρουσιάζονται μεμονωμένα μόνο στο 20% των περιπτώσεων (Woodward et al., 1994).
Η ακουστική διάκριση των λέξεων συνίσταται σε μία διαδικασία αναγνώρισης κατά την οποία ένα γλωσσικό ερέθισμα συγκρίνεται με ένα σύνολο περίπλοκων αναπαραστάσεων της μορφής των λέξεων ενός γλωσσικού συστήματος που έχει διαμορφώσει το βρέφος (Plunkett & Schafer, 1999). Επιπλέον, η ακουστική διάκριση των λέξεων βασίζεται σε ορισμένες ενδείξεις όπως ο τονισμός της αρχικής συλλαβής, οι επιτρεπτές ακολουθίες φωνημάτων εντός των λέξεων, η θέση των αλλοφώνων και η παρουσία μίας λέξης σε διαφορετικά γλωσσικά περιβάλλοντα (π.χ. «το γάλα», «ένα μπουκάλι γάλα», «πίνει γάλα τώρα») (Brent & Cartwright, 1996; Saffran et al., 1996). Ωστόσο, η αναγνώριση τέτοιου είδους ενδείξεων προϋποθέτει τη συσσώρευση ενός κρίσιμου όγκου γλωσσικών πληροφοριών από τη μητρική γλώσσα και αυτός πιθανόν είναι ο λόγος που η ικανότητα διάκρισης των λέξεων στην ομιλία εμφανίζεται περίπου στην ηλικία των 7 μηνών, δηλαδή λίγο πριν την παραγωγή των πρώτων λέξεων στο τέλος του πρώτου χρόνου (Brent & Cartwright, 1996; Saffran et al., 1996).
Αλληλοσυντονισμός της προσοχής
Ο αλληλοσυντονισμός της προσοχής (joint attention) (εφεξής ΑΣΠ) ορίζεται ως η ενσυνείδητη επικέντρωση της προσοχής του βρέφους και του ενήλικα στο ίδιο αντικείμενο, καθώς και η επίγνωση του κάθε επικοινωνιακού συντρόφου για την κατεύθυνση της προσοχής, τις προθέσεις και τα συναισθήματά του άλλου ως προς το συγκεκριμένο αντικείμενο. Ο ΑΣΠ επιτυγχάνεται είτε με πρωτοβουλία του παιδιού είτε με πρωτοβουλία του ενήλικα (Baldwin, 1995; Trevarthen & Hubley, 1978; Tomasello, 1995). Στο επίπεδο της συμπεριφοράς, ο ΑΣΠ εκδηλώνεται με την εναλλαγή του βλέμματος του παιδιού από τον ενήλικα στο αντικείμενο ενδιαφέροντος και αντίστροφα, την παρακολούθηση του βλέμματος ή των χειρονομιών του ενήλικα σε σχέση με ένα αντικείμενο και το δείξιμο, την παρουσίαση ή την προσφορά αντικειμένου. Η ικανότητα ΑΣΠ πρωτοεμφανίζεται στην ηλικία των 9 μηνών (Trevarthen & Hubley, 1978), ενώ κατά το δεύτερο χρόνο οι μη λεκτικές συμπεριφορές προοδευτικά αντικαθίστανται με λέξεις (Adamson et al., 2004). Πολλές σχετικές έρευνες υποστηρίζουν ότι ο ΑΣΠ διευκολύνει την ανάπτυξη του λεξιλογίου αλλά και άλλων τομέων της γλώσσας (για επισκόπηση βλ. Akhtar & Gernsbacher, 2007).
Τα εγγενή ελλείμματα στην ικανότητα προσοχής και αυτοελέγχου έχουν ως αποτέλεσμα τα βρέφη να δυσκολεύονται να προσλάβουν τα ερεθίσματα που είναι απαραίτητα για τη διάκριση των φωνημάτων αλλά και τη διαμόρφωση των κανόνων που καθορίζουν τα όρια των λέξεων και των μορφημάτων.
Οι δυσκολίες στη διάκριση των φωνημάτων και των λέξεων έχουν ως αποτέλεσμα να απομνημονεύονται λιγότερες λέξεις ή να απομνημονεύονται εσφαλμένα και έτσι το μέγεθος του λεξιλογίου να είναι περιορισμένο. Με βάση τα ευρήματα που υποστηρίζουν ότι η ανάπτυξη του συντακτικού εξαρτάται άμεσα από την ανάπτυξη του λεξιλογίου (Bates & Goodman, 1997), μπορεί να διατυπωθεί το συμπέρασμα ότι το φτωχό λεξιλόγιο έχει ως συνέπεια την παραγωγή ελλιπών προτάσεων.
Επιπλέον, τα παιδιά με τέτοιου είδους προβλήματα δεν μπορούν να διατηρήσουν την προσοχή τους για όσο διάστημα απαιτείται, προκειμένου να σχεδιάσουν, να οργανώσουν και να ολοκληρώσουν μία αφήγηση, να παρακολουθήσουν μία αφήγηση και να εξάγουν τις σημαντικές πληροφορίες, αλλά και να παραμείνουν προσηλωμένα σε μία συζήτηση, διατηρώντας την ομαλή εναλλαγή ρόλων ακροατή – ομιλητή.