Παιδαγωγικά,  Ψυχολογία

Η κοινωνική μάθηση του Bandura

Η θεωρία του Bandura ανήκει στην προσέγγιση της γνωστικής ανάπτυξης μέσω της κοινωνικής μάθησης. Αρχικά ή θεωρία αυτή κατατάχθηκε στη συμπεριφοριστική προσέγγιση λόγω της έμφασης στη διαμορφωτική επίδραση του κοινωνικού περιβάλλοντος στη μαθησιακή διαδικασία. Παρόλα αυτά, η συμβολή της ήταν σημαντική για την αντιπαράθεση επιχειρημάτων απέναντι στις ιδέες του συμπεριφορισμού που περιοριζόταν στην αποκλειστική ενασχόληση με τις διαδικασίες της εξαρτημένης ή της συντελεστικής μάθησης.

Χωρίς να αμφισβητεί ο Bandura την αξία του μηχανισμού της μάθησης μέσω των ενισχύσεων φανέρωσε και κατά τρόπο ερευνητικό πολλές άλλες διεργασίες που παίζουν διαμεσολαβητικό ρόλο στη διαδικασία της μάθησης από τη διαμόρφωση των κινήτρων που κινητοποιούν τη συμπεριφορά μέχρι και το βαθμό της αποτελεσματικότητας του ατόμου κατά την επιδίωξη των στόχων του. Εκείνο που τον έκανε γνωστό στη δεκαετία του ’60, ήταν η μελέτη της έμμεσης μάθησης (vicarius learning) με την οποία έδειξε ότι τα παιδιά μαθαίνουν και χωρίς τη μορφή της εξαρτημένης ή λειτουργικής μά- θησης (που καθοδηγείται από ορισμένους εκπαιδευτικούς ή κοινωνικούς φορείς με βάση κάποιο προγραμματισμό άντλησης της επιθυμητής συμπεριφοράς), μέσα από την απλή, ενεργό παρατήρηση των άλλων ατόμων, που λειτουργούν ως πρότυπα (models).

Τα πειράματα του Bandura – αλλά και όσων βασίστηκαν στη θεωρία του, είναι γνωστά για τις ιδιοφυείς προσομοιώσεις πολύπλοκων κοινωνικών καταστάσεων και σχέσεων, που έδιναν τη δυνατότητα στους αναπτυξιακούς ψυχολόγους να σημειώσουν σημαντική πρόοδο στη μελέτη των διεργασιών της κοινωνικοποιητικής μάθησης. Οι Bandura, Ross και Ross (1963), για παράδειγμα, μπόρεσαν να εξετάσουν τις συχνά νεφελώδεις έννοιες τριών θεωριών ταύτισης μεταβάλλοντας τα χαρακτηριστικά και τη συμπεριφορά των μοντέλων στα οποία εκτίθεντο τα παιδιά.

Μια σειρά μελετών επίσης, στις οποίες τα παιδιά παρακολουθούσαν επιθετικά μοντέλα, έδειξε με εντυπωσιακή σαφήνεια ότι αυτή η εμπειρία μπορεί να οδηγήσει σε αύξηση της επιθετικότητας των ίδιων των παιδιών αντί να λειτουργήσει ως μέσο κάθαρσης (μέσω της ταύτισης). Έδειξαν, επίσης, ότι μπορεί να υπάρχει γνώση ακόμη και με την απουσία εκτέλεσης μιας συμπεριφοράς και ότι τα παιδιά μπορεί να έχουν πλήρη γνώση της φύσης και των συνεπειών μιας δεδομένης συμπεριφοράς χωρίς ποτέ να την έχουν εκτελέσει, γεγονός που μειώνει τη δυνατότητα γενίκευσης του συμπεριφοριστικού «νόμου» της ενίσχυσης.