
Ο ρόλος της γλωσσικής αναπτυξης του παιδιού
Η απόκτηση της γλωσσικής κατανόησης και έκφρασης είναι βασικά αναπτυξιακά καθήκοντα της πρώιμης παιδικής ηλικίας. Βραχυπρόθεσμα, οι καλά ανεπτυγμένες γλωσσικές ικανότητες βοηθούν τα παιδιά να διαπραγματεύονται τις αλληλεπιδράσεις τους με συνομηλίκους και ενήλικες για να εκπληρώσουν μια σειρά από προσωπικές και ευρετικές λειτουργίες (π.χ. χαιρετισμός, αναζήτηση πληροφοριών, αίτημα για ενέργειες, κτλ).
Μακροπρόθεσμα, τα γλωσσικά επιτεύγματα των παιδιών κατά τη διάρκεια της προσχολικής ηλικίας αποτελούν σημαντικό θεμέλιο για τα μετέπειτα επιτεύγματά τους στην ανάγνωση, ιδιαίτερα στην αναγνωστική κατανόηση. Διαχρονικές μελέτες δείχνουν ότι υπάρχει σημαντική συνέχεια μεταξύ της προσχολικής ηλικίας στις γλωσσικές ικανότητες και τη κατανόηση ανάγνωσης στις τελευταίες τάξεις του δημοτικού (Storch & Whitehurst, 2002). Αντίθετα, οι πρώιμες καθυστερήσεις στη γλωσσική ανάπτυξη μπορεί να είναι προγνωστικές για μεταγενέστερες δυσκολίες στην επίδοση στην ανάγνωση (Catts, Fey, Tomblin, & Zhang, 2002) και αντιπροσωπεύουν έναν σημαντικό πρόδρομο της δυσλεξίας για παιδιά με γενετικούς κινδύνους για αναγνωστική αναπηρία (Gallagher , Frith, & Snowling, 2000).
Η γλωσσική ανάπτυξη των μικρών παιδιών επιταχύνεται από την έκθεσή τους σε συναισθηματικά θετική λεκτική εισροή από ενήλικες, ιδιαίτερα τους γονείς τους στο περιβάλλον του σπιτιού. Για τα παιδιά που συμμετέχουν σε προσχολικά προγράμματα εκτός σπιτιού, η γλώσσα που ακούνε τα παιδιά να μιλούν οι δάσκαλοί τους στις τάξεις προσχολικής ηλικίας έχει επίσης μεγάλη σημασία για τα αναπτυξιακά τους επιτεύγματα στη γλώσσα.
Συνεπώς, οι συνιστώμενες πρακτικές για παιδαγωγούς προσχολικής ηλικίας τονίζουν σταθερά την αξία της διευκόλυνσης συχνών, πλούσιων και ανεπίσημων συνομιλιών μεταξύ δασκάλων και παιδιών ως τρόπου τόνωσης της γλωσσικής ανάπτυξης των παιδιών (π.χ. Snow, Burns, & Griffin, 1998). Οι συνιστώμενες πρακτικές τονίζουν επίσης τη σημασία της προώθησης συνομιλιών μεταξύ ομοτίμων (βλ. Schuele, Rice, & Wilcox, 1995), καθώς οι ειδικοί έχουν προτείνει ότι η πρώιμη κατάκτηση της γλώσσας των παιδιών μπορεί να διεγείρεται θετικά από την έκθεση στη γλώσσα των συνομηλίκων τους (π.χ. Schechter & Bye, 2007).

