Παιδαγωγικά,  Ψυχοθεραπεία,  Ψυχολογία

Παιχνίδι και Δημιουργικότητα

Μπορούν το παιχνίδι και η δημιουργικότητα να μας βοηθήσουν να κατανοήσουμε καλύτερα την ανθρώπινη ανάπτυξη;

Το παιχνίδι και η δημιουργικότητα είναι σημαντικές πτυχές της ανθρώπινης ανάπτυξης. Η εξέταση του παιχνιδιού και της δημιουργικότητας εντός του περιεχομένου της θεωρίας επιρροής μπορεί να βελτιώσει την κατανόηση της προέλευσης και των μηχανισμών δράσης τους.

Σχεδόν κάθε ψυχοδυναμική θεωρία περιλαμβάνει το παιχνίδι και τη δημιουργικότητα στο εννοιολογικό της πλαίσιο. Για παράδειγμα, η δημιουργικότητα θεωρείται ως ένας από τους πέντε μετασχηματισμούς του ναρκισσισμού (Kohut, 1966). Το παιχνίδι και η δημιουργικότητα σχετίζονται επίσης με θέματα όπως η μάθηση, η εκπαίδευση και η κλινική εργασία της ψυχανάλυσης και της ψυχοθεραπείας.

Το παιχνίδι και η δημιουργικότητα δεν είναι εύκολο να προσδιοριστούν.

Το παιχνίδι μπορεί να θεωρηθεί ως συμπεριφορά ή ως εσωτερική νοητική δραστηριότητα (όπως στα «πειράματα σκέψης»). Το παιχνίδι έχει οριστεί ως ψυχαγωγική δραστηριότητα, ιδιαίτερα η αυθόρμητη δραστηριότητα των παιδιών. Αυτό εγείρει κάπως το ερώτημα, καθώς η παιδική ψυχανάλυση έχει δείξει ότι το παιχνίδι στη θεραπεία συχνά αντανακλά προηγούμενες εμπειρίες και τρέχουσες ανησυχίες και φαντασιώσεις που αντιπροσωπεύονται στο παρόν. Υπάρχει συχνά μια αίσθηση «διασκέδασης» και «απόλαυσης» που συνδέεται με το παιχνίδι.

Η δημιουργία σημαίνει να παράγεις μέσω της φαντασίας και να δημιουργείς κάτι νέο.

Το παιχνίδι μπορεί να θεωρηθεί ως μια συναισθηματική διαδικασία, με τους μηχανισμούς δράσης του όπως περιγράφονται παρακάτω. Η δημιουργικότητα είναι μια ιδιότητα, ένα προσόν (νέο, μοναδικό), που διερευνάται καλύτερα ως μέρος της γνωστικής ανάπτυξης (π.χ. αποκλίνουσα σκέψη, συμβολισμός και στοιχεία φαντασίας). Το παιχνίδι και η δημιουργικότητα μπορούν να επηρεαστούν βαθιά με διάφορους τρόπους από το περιβάλλον καθ’ όλη τη διάρκεια της ανάπτυξης.

Παιχνίδι και Δημιουργικότητα: Μηχανισμοί Δράσης

Ο Silvan Tomkins συνδέει το παιχνίδι με τον ενθουσιασμό (δηλαδή το συναίσθημα του ενδιαφέροντος/διέγερσης) και, όπως και με τα θετικά συναισθήματα γενικά, συζητά τη μεγιστοποίηση του παιχνιδιού: «Το παιδί ενθαρρύνεται και του επιτρέπεται να παίζει με τους γονείς, με τους συνομηλίκους του και μόνο του. Πολλές αλληλεπιδράσεις μετατρέπονται σε παιχνίδια και παιχνιδιάρικα τελετουργικά που διαφορετικά μπορεί να είναι ουδέτερα, βαρετά ή δυσάρεστα. Το παιχνίδι θεωρείται αυτοσκοπός» (Demos, 1995).

H εννοιολόγηση του παιχνιδιού με αυτόν τον τρόπο έχει σημαντικές συνέπειες για την εκπαίδευση και τη μάθηση και την προκατάληψη, επιτρέποντας στα θετικά συναισθήματα να κυριαρχούν και ως εκ τούτου να ενισχύουν τη συνολική ανάπτυξη.

Η δημιουργικότητα φαίνεται να είναι περισσότερο μια περιγραφική ιδιότητα (δηλαδή, μοναδική, νέα), που χαρακτηρίζει τις πρωταρχικές διαδικασίες επιρροής του παιχνιδιού. Η επιστημονική μελέτη της δημιουργικότητας φαίνεται να περιλαμβάνει γνωστικές διεργασίες περισσότερο από συναισθηματικές διαδικασίες, αν και υπάρχει επικάλυψη (π.χ. Russ, 1993, 2004, 2014· Kaufman and Beghetto, 2009).

Είναι σημαντικό να σημειωθεί ότι τόσο το παιχνίδι όσο και η δημιουργικότητα μπορούν να ανασταλούν βαθιά από την υπερβολική χρήση αρνητικών συναισθημάτων – π.χ. φόβου και ντροπής – στην πρώιμη ανάπτυξη. Οι αρνητικές επιδράσεις μπορούν να περιορίσουν το ενδιαφέρον και την απόλαυση του παιδιού – το παιχνίδι – και την ικανότητα να σκέφτεται επεκτατικά – τη δημιουργικότητα. Από την άλλη πλευρά, η ενθάρρυνση (π.χ. το γονικό ενδιαφέρον και η επικύρωση) μπορεί να ενισχύσει τόσο το παιχνίδι όσο και τη δημιουργικότητα. Η σημασία του περιβάλλοντος στην ενίσχυση της ανάπτυξης καθ’ όλη τη διάρκεια του κύκλου ζωής έχει περιγραφεί έξοχα στο The Essential Other (Galatzer-Levy και Cohler, 1993).

Παιχνίδι και κλινική εργασία

Το παιχνίδι είναι σημαντικό για την ανάπτυξη (π.χ. Winnicott, 1971, Stern, 1985, Alvarez, 1988, Greenspan, 1992). Για παράδειγμα, μπροστά σε διάφορα συναισθήματα ευαλωτότητας, άγχους και αδυναμίας, τα μικρά παιδιά παίζουν συχνά παιχνίδια στα οποία είναι δυνατοί υπερήρωες ή καουμπόηδες ή οτιδήποτε άλλο. Η φαντασία και τα παιχνίδια είναι μεταξύ των τρόπων που έχουν τα παιδιά για να ρυθμίζουν τις εντάσεις που αντιμετωπίζουν το τραύμα και να πειραματίζονται με τον πραγματικό κόσμο.

Το παιχνίδι είναι ένας από τους σημαντικότερους χώρους της παιδικής θεραπείας—όπως έδειξαν οι Hermine Hug-Hellmuth, Melanie Klein, Anna Freud και άλλοι. Αν και πέρα ​​από το σημερινό μας πεδίο, πρέπει να σημειωθεί ότι υπάρχει μεγάλη βιβλιογραφία που ασχολείται με τα τεχνικά ζητήματα που αφορούν το παιχνίδι και την παιδική ανάλυση και θεραπεία (π.χ. Winnicott, 1971; Weiss, 1981; Yanof, 1996; Hurry, 1998; Holinger, 2016). Ένα από τα πιο συναρπαστικά ερωτήματα που αναδύονται είναι η μεταλλακτική φύση του ίδιου του παιχνιδιού και της σχέσης σε αντίθεση με τις λεκτικές ερμηνείες (Valeros, 1989).

Το παιχνίδι είναι επίσης σημαντικό στη δουλειά με ενήλικες. Η έννοια του παιχνιδιού στη θεραπεία ενηλίκων θα μπορούσε επίσης να ειπωθεί ότι άνοιξε τον δρόμο για την ανάπτυξη των λεγόμενων σχεσιακών και διυποκειμενικών σχολών σκέψης, σε σχέση με την ψυχοδυναμική και τη μεταλλακτική επίδραση της σχέσης ασθενή-θεραπευτή (Winnicott, 1971· Beiser, 1995).

Ο Donald Winnicott έγραψε εκτενώς για το παιχνίδι (1971). Το παιχνίδι σχετίζεται με μεταβατικά φαινόμενα και μπορεί να θεωρηθεί ως ένας τρόπος για να φτάσουμε σε αυθεντικά, δημιουργικά, λιγότερο προστατευμένα μέρη της προσωπικότητας ενός ατόμου – δηλαδή στον Αληθινό Εαυτό (1960). Σημείωσε επίσης περίφημα: «Η ψυχοθεραπεία λαμβάνει χώρα στην επικάλυψη των δύο περιοχών του παιχνιδιού, αυτού του ασθενούς και του θεραπευτή…» (1971, σ. 38). Η δουλειά του θεραπευτή, λοιπόν, είναι «να φέρει τον ασθενή από μια κατάσταση που δεν μπορεί να παίξει σε μια κατάσταση που μπορεί να παίξει…» (1971, σ. 38).

Πηγή:

Aναφορές:

  • Alvarez A (1988). Beyond the Unpleasure Principle. Some Preconditions for Thinking Through Play. Journal of Child Psychotherapy 14:1-13.
  • Amabile TM (1996). Creativity in Context. Boulder, Colorado: Westview Press.
  • Basch MF (1988). Understanding Psychotherapy: The Science Behind the Art. New York: Basic Books.
  • Beiser HR (1995). A follow-up of child analysis: The analyst as a real person. Psychoanal St Child 50: 106-121.
  • Brown S (2009). Play: How It Shapes the Brain, Opens the Imagination, and Invigorates the Soul. New York: Avery (Penguin).
  • Browne J (2002). Charles Darwin: The Power of Place. Princeton, NJ: Princeton University Press.
  • Demos EV (1995). Exploring Affect: The Selected Writings of Silvan S. Tomkins. Cambridge, England: Cambridge University Press.
  • Freud S (1920). Beyond the Pleasure Principle. SE 18: 7-64.
  • Gomberoff E (2003). Playing the game the child allots. International Journal of Psychoanalysis 94: 67-81.
  • Greenspan SI (1992). Infancy and early childhood: The practice of clinical assessment and intervention with emotional and developmental challenges. Madison, CT: International Universities Press.
  • Holinger PC (2016). Further considerations of theory, technique, and affect in child psychoanalysis. International Journal Psychoanalysis 97: 1279-1297.
  • Hurry A (1998). Psychoanalysis and Developmental Therapy. Madison CT: International Universities Press.
  • Kaufman JC & Beghetto RA (2009). Beyond big and little: The Four-C model of creativity. Review of General Psychology 13:1-12.
  • Kohut H (1966). Forms and Transformations of Narcissism. Journal American Psychoanalytic Association 14: 243-272.
  • Lang F (2007). Play in the psychoanalytic situation. Journal American Psychoanalytic Association 55: 937-948.
  • Pink DH (2009). Drive: The Surprising Truth About What Motivates Us. New York: Riverhead Books (Penguin).
  • Russ SW (1993). Affect and Creativity: The Role of Affect and Play in the Creative Process. Hillsdale, NJ: Lawrence Erlbaum Associates.
  • Russ SW (2004). Play in Child Development and Psychotherapy: Toward Empirically Supported Practice. Mahwah, NJ: Lawrence Erlbaum Associates.
  • Russ SW (2014). Pretend Play in Childhood: Foundation of Adult Creativity. Washington, D.C.: American Psychological Association.
  • Russell B & Wyatt W (1960). Bertrand Russell Speaks His Mind (First edition). Cleveland: World Publishing Co.
  • Stern DN (1985). The Interpersonal World of the Infant: A View from Psychoanalysis and Developmental Psychology. New York: Basic Books.
  • Valeros JA (1989). Coercion – Technical problems in the psychoanalysis of children. Psychoanal St Child 44: 165-187.
  • Weiss S (1981). Reflections on the psychoanalytic process, with special emphasis on child analysis and self-analysis. The Annual of Psychoanalysis IX: 43-56.
  • White RW (1959). Motivation reconsidered: The concept of competence. Psychological Review 66: 297-333.
  • Winnicott DW (1960). Ego distortion in terms of true and false self. In The Maturational Processes and the Facilitating Environment: Studies in the Theory of Emotional Development, 1965 (pp. 140-152). New York: International Universities Press.
  • Winnicott DW (1971). Playing and Reality. London: Routledge.
  • Yanof J (1996). Language, communication, and transference in child analysis. I. Selective mutism: The medium is the message. Journal American Psychoanalytic Association 44: 79-100.