Παιδαγωγικά,  Ψυχολογία

Παιχνίδι: μια σοβαρή υπόθεση

Το παιχνίδι αποτελεί κύριο χαρακτηριστικό της οµαλής ανάπτυξης του παιδιού.
Με το παιχνίδι το παιδί µαθαίνει να εργάζεται και να αγαπά, αλλά και να δοµεί την αυτοεκτίµησή του.
Ειδικότερα, το µη δοµηµένο παιχνίδι έχει διαπιστωθεί ότι βοηθά τα παιδιά να αναπτυχθούν σε όλους τους επιµέρους τοµείς: σωµατικά, κινητικά, γνωστικά και κοινωνικά. Όσο το παιδί παίζει αναπτύσσει δεξιότητες και όσο αναπτύσσεται βελτιώνει το παιχνίδι του.

«πράξη – λόγος – σκέψη» → «σκέψη – λόγος – πράξη»

Το παιχνίδι προκαλεί στο παιδί μια πραγματική εσωτερική ανάγκη για άσκηση της νοημοσύνης και της περιέργειάς του. Αναπτύσσει την ικανότητα αναπαράστασης, το συμβολισμό, τη μίμηση και τη φαντασία. Οι λειτουργίες αυτές αναγκάζουν το παιδί να επιστρατεύσει τη μνήμη του για να θυμηθεί και να συνδέσει τα γεγονότα λογικά. Ακόμη, με το παιχνίδι υπάρχει μια σταδιακή μετακίνηση από ασυνείδητες και παρορμητικές πράξεις σε συνειδητές, προμελετημένες.


Το παιχνίδι ενισχύει τη φαντασία, την προσαρμογή και την επίλυση προβλημάτων.
Ερεθίζει την περιέργειά, οδηγεί στην ανακάλυψη και την δημιουργία.
Τα συστατικά του παιχνιδιού – περιέργεια, ανακάλυψη, καινοτομία, ρίσκο, προσπάθεια, δοκιμή και λάθος, προσποίηση, φαντασία, κοινωνική συμπεριφορά και άλλες όλο και περισσότερο πολύπλοκες προσαρμοστικές δραστηριότητες – είναι τα ίδια με τις προϋποθέσεις και τα συστατικά της μάθησης.


Ας το δούμε σοβαρά…

Piaget : «παιχνίδι είναι η πιο καθαρή έκφραση του μηχανισμού της αφομοίωσης»
Bruner : «μία από τις βασικές λειτουργίες του παιδικού παιχνιδιού είναι να εξασκηθεί –εν είδει πρόβας– σε ποικίλα σενάρια της πραγματικότητας έτσι ώστε, όταν το παιδί βρεθεί αντιμέτωπο με μια δύσκολη κατάσταση, να μην τη βιώσει ως πιεστική»
Freud : «τα παιδιά στο παιχνίδι τους επαναλαμβάνουν όλα όσα τα εντυπωσιάζουν στην πραγματική ζωή, και έτσι … εκφορτίζοναι συναισθηματικά (abreact) από τη δύναμη της εντύπωσης… για να κυριαρχήσουν της κατάστασης»
Winnicott : «Η παιγνιώδης δραστηριότητα τοποθετείται στον μεταβατικό χώρο της σχέσης της εσωτερικής με την εξωτερική πραγματικότητα και επανενεργοποιεί όλα τα συναισθήματα»

Το παιχνίδι αναπτύσσει τις κοινωνικές δεξιότητες
Μέσα από το παιχνίδι, τα παιδιά κοινωνικοποιούνται, μαθαίνουν την συνεργασία, εξερευνούν την ελευθερία και τα όρια, μαθαίνουν να αποδέχονται και να ακολουθούν από κοινού συμφωνημένους κανόνες, να δρουν ομαδικά και να επικοινωνούν προφορικά, αλλά και με την γλώσσα του σώματος, να αναπτύσσουν την ικανότητά για ενσυναίσθηση, εμπιστοσύνη, κατανόηση, και οικειότητα.
Οι γονείς παίζοντας με τα παιδιά τους ή ακόμα και απλά παρακολουθώντας τα, έχουν την δυνατότητα να δουν τον κόσμο από την μεριά του παιδιού.
Από τον τρόπο που παίζει ένα παιδί μπορούμε να καταλάβουμε το πώς βλέπει και κατασκευάζει τον κόσμο, πως θα ήθελε να είναι, τι το ενδιαφέρει και τι το απασχολεί.Tο παιχνίδι μεταξύ πατέρα-παιδιού, από πολύ μικρή ηλικία, μπορεί να βοηθήσει το παιδί να ελέγξει καλύτερα τη συμπεριφορά και τα συναισθήματά του καθώς μεγαλώνει.
Οι μπαμπάδες εμπλέκονται σε περισσότερο σωματικό παιχνίδι, επιλέγοντας δραστηριότητες όπως το γαργαλητό, το κυνηγητό και το κουβάλημα στους ώμους.
Αυτό το είδος παιχνιδιού φαίνεται να βοηθά τα παιδιά να μάθουν να ελέγχουν τα συναισθήματά τους.
Μπορεί επίσης να γίνουν καλύτερα στη ρύθμιση της μετέπειτα συμπεριφοράς τους, καθώς εισέρχονται σε πλαίσια όπου αυτές οι δεξιότητες είναι σημαντικές, ειδικά στο σχολείο.