Ευαισθητοποίηση,  Παιδαγωγικά,  Ψυχολογία

Παρέμβαση για τη πρόληψη διατροφικών διαταραχών

Σκοπός μιας παρέμβασης για τη πρόληψη διατροφικών διαταραχών στην εφηβεία είναι η πρόληψη της ψυχοπαθολογίας.

Στόχος της παρέμβασης είναι η καλλιέργεια και η ανάπτυξη προσωπικών και κοινωνικών δεξιοτήτων σε μαθητές δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης ως προς την αντίληψη τους για την εικόνα του σώματος και την υιοθέτηση υγιών στάσεων ως προς την πρόσληψη τροφής.

Η αλλαγή αντίληψης και στάσης των μαθητών ως προς την υιοθέτηση υγιών προτύπων, αναμένεται να γίνει σταδιακά μέχρι την ολοκλήρωση της εφαρμογής της παρέμβασης στους μαθητές, εντός του σχολικού έτους.

Οι ειδικοί στόχοι της παρέμβασης είναι:

  • Να κατανοήσουν οι έφηβοι την αξία της υιοθέτησης υγιών συνηθειών διατροφής και άσκησης.
  • Να κατανοήσουν ακόμα την έννοια των διατροφικών διαταραχών.
  • Να προσεγγίσουν με σαφήνεια και με επιστημονικά τεκμηριωμένη γνώση το θέμα και να αναιρέσουν πιθανούς μύθους.
  • Να αναγνωρίσουν τους προστατευτικούς παράγοντες που λειτουργούν ως πρόληψη για την εμφάνιση διατροφικών διαταραχών (υγιεινός τρόπος ζωής, ενδιαφέροντα, υγιείς σχέσεις κ.α)
  • Να κατανοήσουν τους παράγοντες επικινδυνότητας στην εμφάνιση διατροφικών διαταραχών (κακή διατροφή, ελλιπής ύπνος, χαμηλή αυτοεκτίμηση, δυσλειτουργικές σχέσεις κ.α)
  • Να συνδέσουν την εικόνα του σώματος με την υγεία και τη λειτουργικότητα.
  • Να αναπτύξουν άμυνες ως προς τα πρότυπα που προβάλλονται από τα ΜΜΕ και τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης.
  • Να συνδέσουν τις διατροφικές διαταραχές με την ψυχική υγεία.
  • Να εκπαιδευτούν στην ενσυναίσθηση προς τους άλλους και στην απάλειψη συμπεριφορών εκφοβισμού.
  • Να αποκτήσουν νέες δεξιότητες.

Το θεωρητικό πλαίσιο της παρέμβασης παρέχεται απο τα θεωρητικά πεδία της ψυχολογίας της υγείας, αλλά και από την επιστήμη και την θεωρία της πρόληψης εξαρτήσεων.

Το θεωρητικό μοντέλο των εξαρτήσεων έχει εφαρμογή και σε αυτό το πεδίο συμπεριφορών. Η διαταραχή πρόσληψης τροφής φαίνεται να πληροί τα ακόλουθα τρία κριτήρια που συχνά χρησιμοποιούνται για να προσδιοριστεί μια εθιστική συμπεριφορά δηλαδή: καταναγκαστική χρήση, απώλεια του ελέγχου και συνέχιση παρά τις αρνητικές συνέπειες.

Επίσης, έχει παρατηρηθεί πως σε περιόδους παρατεταμένης ασιτίας, ο περιορισμός των θερμίδων μπορεί να ενεργοποιήσει το σύστημα ανταμοιβής του εγκεφάλου. Οι διατροφικές διαταραχές αποκτούν εθιστικά χαρακτηριστικά στο βαθμό που συνδέονται με μια άμετρη διατροφική συμπεριφορά που άλλοτε εντάσσεται στο πλαίσιο της ψυχογενούς βουλιμίας, άλλοτε της νευρικής ανορεξίας, ή αποτελεί μια ψυχαναγκαστική υπερφαγία.

Η περιγραφόμενη παρέμβαση βασίζεται στην Θεωρία της Έλλογης Δράσης και την Θεωρία της Προσχεδιασμένης Συμπεριφοράς, σύμφωνα με τις οποίες δίνεται έμφαση σε παράγοντες που σχετίζονται με τις προθέσεις, τις στάσεις και τα κίνητρα του ατόμου ως βασικούς συντελεστές όσον αφορά την υιοθέτηση μιας συμπεριφοράς.

Και οι δύο θεωρίες επικεντρώνονται στην αλλαγή της συμπεριφοράς σε ατομικό επίπεδο επιρροής.

Σύμφωνα με τη Θεωρία της Έλλογης Δράσης, η συμπεριφορά ενός ατόμου εξαρτάται από τις προθέσεις του σε σχέση με αυτή τη συμπεριφορά, τη στάση του ατόμου σε σχέση με τη συγκεκριμένη συμπεριφορά και τους κοινωνικούς κανόνες, όπως τους αντιλαμβάνεται το άτομο σχετικά με αυτό που οι άλλοι θεωρούν σωστό, καθώς και τα κίνητρα του ώστε να συμμορφωθεί με τις επιθυμίες των άλλων.

Στο πλαίσιο της παρέμβασης αυτό συνδέεται τόσο με την ανάδειξη των αντιλήψεων σχετικά με επικινδυνότητα της μη υιοθέτησης υγιεινών συνηθειών διατροφής, όσο και με τις αντιλήψεις σχετικά με την επικράτηση και την αποδοχή μη υγιών προτύπων για την εικόνα του σώματος.

Συμπληρωματικά, η Θεωρία Κοινωνικής Μάθησης του Bandura, δίνοντας έμφαση στην κοινωνική προέλευση της συμπεριφοράς υπογραμμίζει τη σημασία της παρατήρησης και της μοντελοποίησης των συμπεριφορών, των στάσεων και των συναισθηματικών αντιδράσεων των άλλων με βάση πρότυπα συμπεριφοράς. Σύμφωνα με αυτήν το άτομο μαθαίνει μια νέα συμπεριφορά παρατηρώντας τη συμπεριφορά άλλων ανθρώπων- προτύπων και τη μιμείται συνειδητά ή ασυνείδητα.

Απο την άλλη, σημαντικό ρόλο σε αυτήν την διαδικασία παίζει και η αίσθηση αυτεπάρκειας (self efficacy) του ατόμου. Η αυτεπάρκεια σχετίζεται με τις αντιλήψεις που διατυπώνουμε σχετικά με την ικανότητά μας να ανταποκριθούμε σε μια συγκεκριμένη εργασία ή περίσταση με αποτελεσματικό τρόπο. Η προσέγγιση αυτή αποτελεί τη βάση αρκετών μοντέλων που αναδεικνύουν το ρόλο των συνομηλίκων, καθώς και μοντέλων δεξιοτήτων ζωής.

Κλείνοντας, βασικό ρόλο στον σχεδιασμό της μεθοδολογίας παίζει το μοντέλο των αιτιολογικών παραγόντων προστασίας και κινδύνου για την εξάρτηση δίνοντας έμφαση στην ενίσχυση παραγόντων που λειτουργούν προστατευτικά.

Επιπλέον, σημασία σε όλες τις παρεμβάσεις που υλοποιούμε σε παιδιά και εφήβους έχει το αναπτυξιακό στάδιο στο οποίο βρίσκεται η ομάδα-στόχος έτσι ώστε η παρέμβαση να είναι αναπτυξιακά προσαρμοσμένη στα χαρακτηριστικά και στις ανάγκες της ομάδας στην οποία απευθύνεται.

Βιβλιογραφία:
–  Αρχοντάκη Ζ. & Φιλίππου Δ. (2003) 205 Βιωματικές ασκήσεις για εμψύχωση ομάδων ψυχοθεραπείας, κοινωνικής εργασίας, εκπαίδευσης, Αθηνα: Καστανιώτη.
–  Βάρσου Ε., Γονιδάκης Φ. (2013). Μιλώντας για τις διαταραχές πρόσληψης τροφής, Αθήνα: Βήτα-Ιατρικές Εκδόσεις.
–  Ζαμπέλας (2011) Κλινική Διαιτολογία και Διατροφή με στοιχεία παθολογίας, Αθήνα: Ιατρικές Εκδόσεις Πασχαλίδης
–  Κόκκος Α. (2005), Μεθοδολογία Εκπαίδευσης Ενηλίκων: Θεωρητικό Πλαίσιο και Προϋποθέσεις Μάθησης. Πάτρα: ΕΑΠ.
–  Τσίτσικα Ά., (2014), Εφηβεία η ηλικία των μεταβολών και των δυνατοτήτων, Αθηνά: Ιατρικές Εκδόσεις Πασχαλίδης.

– Bandura A., (1977), Social Learning Theory, Englewood Cliffs, N.J. : Prentice Hall

Επιστημονικές εργασίες/Έρευνες:
–  Schwartz C., Fischer A. (2019) Universal prevention in eating disorders: A systemic narrative review of recent studies.
–  Fishbein & Ajzen, 1975 belief, attitude, intention and behavior: an introduction to theory and research. Reading, mass : addison-wesley
–  AJzan I., (1991), The Theory of Planned Behavior