Παιδαγωγικά,  Ψυχολογία

Πώς κατακτούν τα παιδιά τη θεωρία του νού;

H θεωρία του νου στα παιδιά προσχολικής ηλικίας

Μία από τις αιτίες των αλλαγών στο παιχνίδι είναι η συνεχιζόμενη ανάπτυξη της θεωρίας του νου στα παιδιά προσχολικής ηλικίας. Η θεωρία του νου αναφέρεται στη γνώση και στις πεποιθήσεις του ατόμου σχετικά με τον τρόπο που λειτουργεί ο νους. Χρησιμοποιώντας την προσωπική του θεωρία του νου, το παιδί προσχολικής ηλικίας είναι σε θέση να διατυπώνει ερμηνείες για το πως σκέφτονται οι άλλοι και γιατί συμπεριφέρονται με έναν συγκεκριμένο τρόπο.

Ένας από τους κύριους λόγους για την εμφάνιση του παιχνιδιού και των κοινωνικών δεξιοτήτων είναι ότι, κατά τη διάρκεια της προσχολικής ηλικίας, το παιδί γίνεται όλο και πιο ικανό να αντιλαμβάνεται τον κόσμο από την “οπτική γωνία” των άλλων. Ακόμη και ένα παιδί 2 ετών είναι σε θέση να κατανοήσει ότι οι άλλοι έχουν συναισθήματα. Μέχρι την ηλικία των 3ή 4 ετών, το παιδί μπορεί να διακρίνει το φανταστικό από το πραγματικό. Για παράδειγμα, το παιδί 3 ετών γνωρίζει ότι μπορεί να φανταστεί κάτι, το οποίο δεν είναι παρόν και ότι αυτή την ικανότητα την έχουν και άλλοι. Επίσης, μπορεί να προσποιηθεί ότι συνέβη κάτι και να αντιδράσει σαν να έχει πραγματικά συμβεί, μια δεξιότητα που γίνεται στοιχείο του παιχνιδιού φαντασίας (επινοητικού παιχνιδιού). Ταυτόχρονα, γνωρίζει ότι και οι άλλοι έχουν την ίδια ικανότητα (Cadinu & Kiesner, 2000, Mauritzson & Saelijoe, 2001, Andrews, Halford & Bunch, 2003).

Το παιδί προσχολικής ηλικίας αντιλαμβάνεται επίσης, καλύτερα τα κίνητρα και τα αίτια της συμπεριφοράς των άλλων. Αρχίζει να κατανοεί π.χ ότι ότι η μητέρα είναι θυμωμένη διότι καθυστέρησε σε μια συνάντηση, παρόλο που δεν είναι παρόν. Επιπλέον, περίπου στην ηλικία των 4 ετών, η κατανόηση ότι οι άνθρωποι μπορεί να παραπλανηθούν από την πραγματικότητα (όπως τα τεχνάσματα των ταχυδαχτυλουργών) φαίνεται πολύ προχωρημένη. Έτσι, αυτή ακριβώς η ικανότητα βοηθά το παιδί να αποκτήσει περαιτέρω κοινωνικές δεξιότητες, καθώς διευρύνει την ικανότητα του να διακρίνεις τις σκέψεις των άλλων (Nguyen & Frye, 1999, Fitzegerald & White, 2002, Eisbach, 2004).

Ωστόσο, η θεωρία του νου των παιδιών 3 ετών έχει περιορισμούς. Παρόλο που τα παιδιά κατανοούν την έννοια της “προσποίησης” στην ηλικία των 3 ετών, η ικανότητα για κατανόηση της έννοιας “πεποίθηση”/ ”πίστη”, δεν είναι ολοκληρωμένη. 

Κατάκτηση της θεωρίας του νου

Ποιοί παράγοντες εμπλέκονται στην ανάδυση και κατάκτηση από το παιδί της θεωρίας του νου;

Καθοριστικό ρόλο παίζει η ωρίμανση του εγκεφάλου. Καθώς η εμμυέλωση των μετωπικών λοβών γίνεται όλο και πληρέστερη, τα παιδιά προσχολικής ηλικίας αναπτύσσουν περισσότερες συναισθηματικές ικανότητες αυτο-αντίληψης. Επιπλέον, ορισμένες ορμονικές αλλγές φαίνεται να συνδέονται με την ανάπτυξη συναισθημάτων που έχουν αξιολογικό περιεχόμενο (SROUFE, 1996, Davinson, 2003, Schore.2003).

Oι αναπτυσσόμενες γλωσσικές ικανότητες σχετίζονται επίσης, με την αυξανόμενη επάρκεια της θεωρίας του νου. Ειδικότερα, η ικανότητα για κατανόηση της έννοιας λέξεων όπως “σκέπτομαι” και “γνωρίζω” είναι σημαντική στο να βοηθήσει τα παιδιά προσχολικής ηλικίας να κατανοήσουν τη νοητική ζωή των άλλων (Astington & Baird, 2005, Farrant, Fletcher & Maybery, 2006).

Στο βαθμό που η θεωρία του νου του παιδιού οδηγεί σε όλο και περισσότερες κοινωνικές συναναστροφές και παιχνίδι, η διαδικασία είναι αμοιβαία: Οι ευκαιρίες για κοινωνικές συναλλαγές και για παιχνίδι προσποίησης είναι εξίσου αποφασιστικές στην προαγωγή της ανάπτυξης του νου. Για παράδειγμα, παιδιά προσχολικής ηλικίας με αδέρφια μεγαλύτερης ηλικίας (τα οποία προσφέρουν υψηλότερα επίπεδα κοινωνικής αλληλεπίδρασης) έχουν πληρέστερη θεωρία του νου, συγκριτικά με παιδιά που δεν έχουν μεγαλύτερα αδέρφια. Επιπλέον, τα κακοποιημένα παιδιά παρουσιάζουν καθυστέρηση στην ικανότητα να απαντήσουν σωστά στη δοκιμασία λανθασμένης πεποίθησης, γεγονός που οφείλεται εν μέρει στις περιορισμένες εμπειρίες που έχουν για φυσιολογικές κοινωνικές συναλλαγές (Watson, 2000, Cicchetti et al., 2004, McAlister & Peterson, 2006).

Oι πολιτισμοί παράγοντες παίζουν, επίσης, σημαντικό ρόλο στη θεωρία του νου και στον τρόπο που τα παιδιά ερμηνεύουν πράξεις των άλλων. Για παράδειγμα, τα παιδιά σε προηγμένες δυτικές κοινωνίες είναι πιθανότερο να ερμηνεύουν τη συμπεριφορά των άλλων με βάση το είδος του ανθρώπου που είναι, ως αποτέλεσμα δηλαδή γνωρισμάτων και χαρακτηριστικών της προσωπικότητας (“Κέρδισε τον αγώνα δρόμου, γιατί είναι πολύ γρήγορη”). Αντίθετα, παιδιά που μεγαλώνουν σε μη δυτικές κοινωνίες είναι πιθανό να θεωρούν ότι η συμπεριφορά των άλλων είναι αποτέλεσμα εξωτερικών δυνάμεων που οι ίδιοι δεν μπορούν να ελέγξουν προσωπικά (“Κέρδισε τον αγώνα δρόμου, επειδή ήταν τυχερή”) (Lillard, 1998, Tardif, Wellman & Cheung, 2004, Wellman et al., 2006).

Βιβλιογραφία:

Feldman R. (2009) Εξελικτική Ψυχολογία, Αθήνα: Gutenberg