Ο θείος Βάνιας
Θείος Βάνιας: “Γράφει και μιλάει 25 χρόνια για τέχνη και δεν έχει ιδέα τι σημαίνει τέχνη”!
“Γράφει συνέχεια πράγματα που για τους ανόητους θεωρούνται σοφίες και για τους έξυπνους αυτονόητα, απλή λογική”
Στον «Θείο Βάνια», ο Τσέχωφ συμπυκνώνει όλη την υπαρξιακή αγωνία και το ατελές της ανθρώπινης φύσης.
Αφορμή γι’ αυτό το ανέβασμα γίνεται ένα τραπέζι, ένας υπαρξιακός τόπος όπου τα πρόσωπα καταναγκασμένα να συνυπάρχουν ή σαν ριγμένα από πάντα εκεί καλούνται να αναμετρηθούν με τη ματαίωση, τις ψευδαισθήσεις και να αποπειραθούν να συμφιλιωθούν με τη ζωή.
Το τεράστιο αυτό τραπέζι λειτουργεί ως αίθουσα πρωινού ή ως ένα παρατηρητήριο ζωής ή ως ένας τόπος όπου τα πρόσωπα ανεβαίνουν για να δοκιμάσουν τη διαφυγή τους από την καθημερινότητα ενώπιον των υπολοίπων «καλεσμένων».
Τα πρόσωπα του Τσέχωφ, καθηλωμένα, καθισμένα περιμετρικά, τρώνε βουλιμικά, πίνουν τσάι, παλεύουν να ξανανιώσουν και φαντασιώνονται την ομορφιά της ζωής σε μια χορογραφία των μικροπραγμάτων.
Ένας ύμνος στη συμφιλίωση με το αδιέξοδο κι ένας χορός ανθρώπων που προσπαθεί να απαλλαγεί από την επίπονη αναζήτηση της ουτοπίας.
Ο «Θείος Βάνιας» είναι μια ιστορία χαρακτήρων που βρίσκονται μεταξύ παράδοσης και μεταμόρφωσης, προσωπικής απομόνωσης και συλλογικής δράσης, ανάμεσα στο δέλεαρ του έρωτα και την ασφάλεια του καθήκοντος.
Η πίκρα πλημμυρίζει τον Βάνια, ο οποίος αποχαιρετά με θλίψη όλα αυτά τα χρόνια που πήγαν χαμένα σε μια αυταπάτη, σε μια εσφαλμένη εκτίμηση.
Τι απομένει όταν πεθάνουν οι ψευδαισθήσεις; Τι είναι αυτό που μας αντικρίζει και μας καλεί να το αντικρίσουμε κι εμείς; Γιατί νιώθουμε τόσο εξαντλημένοι από τη μάχη; Και πώς να πορευτούμε τώρα που αντιληφθήκαμε ότι ήταν όλα μάταια;
Το Συμβάν έρχεται ακάλεστο στο δείπνο και θρυμματίζει τα πάντα, σπάει την κανονικότητα, την πλήξη, την αδράνεια της παγιωμένης ταυτότητας, αφήνοντας τα ίχνη του στον ψυχισμό με απροσδιόριστες, αρχικά, συνέπειες. Χρειάζεται χρόνος για την αποδοχή της νέας κατάστασης πραγμάτων.
Εκεί, σε αυτό το μεταίχμιο, σταματά το κείμενο του Τσέχωφ, αυτό μας καλεί να αφουγκραστούμε η τελευταία του σκηνή, με τους ήρωες, απότομα προσγειωμένους στο «μετά», να προσπαθούν να αναπνεύσουν ενόσω διαισθάνονται ότι τίποτα δεν θα είναι ίδιο όπως «πριν».
Δεν μπορούμε να συνεχίσουμε, κι όμως θα συνεχίσουμε, θα έλεγε καιρό μετά ο Μπέκετ. Θα συνεχίσουμε με όλη τη γνώση, τη θλίψη και τη στωικότητα που μας κληροδότησε το Συμβάν.
Δεν έχουμε να κάνουμε με έναν πλήρη κύκλο, δεν επιστρέφουμε στην αρχική «σκηνή», δεν καθόμαστε ακριβώς στις ίδιες θέσεις. Υπάρχει διαφορά μέσα στη φαινομενική επανάληψη.
Και να ξαναστρωθεί το τραπέζι, τίποτα δεν θα είναι ίδιο.