
Αριστοτελική θεωρία ηθικής
Ο Αριστοτέλης επεξεργάζεται και αυτός μια νατουραλιστική ηθική που βασίζεται σε υποθέσεις για την ανθρώπινη φύση. Συμφωνεί με τον Πλάτωνα ότι η ηθική αναφέρεται στην ουσία της ανθρώπινης φύσης, και ότι υπάρχουν αντικειμενικοί λόγοι που στηρίζουν την αγαθή ζωή σύμφωνα με τις παραδοσιακές αρετές. ∆εν αποδέχεται όμως την ύπαρξη του κόσμου των ιδεών, ούτε το ριζικό διαχωρισμό των ιδεών από τις συγκεκριμένες πραγματώσεις τους.
Ακόμη κι αν ήταν εφικτή μια, τέτοιας υφής, αιώνια και αμετάβλητη γνώση θεωρεί ότι δε μπορεί να αναφέρεται στην ηθική, διότι η ηθική γνώση είναι γνώση που οδηγεί τις πράξεις και ως εκ τούτου αναφέρεται στην αλλαγή των πραγμάτων. Η ηθική γνώση επιπλέον δεν αναφέρεται σε καθολικότητες αλλά στα «επι μέρους», αφού οι άνθρωποι πρέπει να αποφασίσουν πώς πρέπει να πράττουν σε συγκεκριμένες καταστάσεις. Οι γενικέυσεις στην ηθική προέρχονται από τη συσώρευση της εμπειρίας στην καθημερινή ζωή σε συγκεκριμένες καταστάσεις. Η ηθική φιλοσοφία επομένως προϋποθέτει την από Κοινού εμπειρία, κάτι που δε μπορεί να αποτελεί γνώση των νέων ή των αδαών.
Η αριστοτελική ηθική αρχίζει με τον ορισμό του αγαθού που για τον άνθρωπο είναι η ευδαιμόνία και καταλήγει στη «θεωρία» ως κύριο στοιχείο της ευδαιμονίας για τους εκλεκτούς. Στηρίζει τη θεωρία του ηθικής σε τρία στοιχεία : 1) το έσχατο τέλος της ανθρώπινης πράξης είναι η ευδαιμονία, 2) η ευδαιμονία συνίσταται στη δράση με κριτήριο την πολιτική του λογικού και 3) η δράση σύμφωνα με το λογικό είναι το διακριτικό στοιχείο όλων των παραδοσιακών αρετών.
Φυσικά η αξιωματική προϋπόθεση του αριστοτελικού ορισμού του αγαθού είναι ότι η ανθρώπινη πράξη ορίζεται με κριτήρια τα τέλη και τα μέσα που χρησιμοποιεί. Κάθε πράξη θεωρείται ότι στοχεύει σε κάποιο αγαθό. Στο πλαίσιο αυτό των τελών και των μέσων η γνώση του ύψιστου αγαθού συνεπάγεται τη διερεύνηση του στόχου των ανθρώπινων πράξεων.
Ο Αριστοτέλης αποδέχεται πολλαπλές αρετές, όπως είναι η τιμή, η ευχαρίστηση, η ευφυϊα και άλλες οι οποιες είναι αγαθά αφ εαυτές και λειτουργούν πάντα συντελεστικά ως μέσα για την επίτευξη της ευδαιμονίας. Επειδή όμως υποστηρίζει ότι η ευδαιμονία δεν είναι ποτέ ένα μέσο για οποιοδήποτε άλλο αγαθό αυτό την καθιστά το έσχατο «τέλειον» αγαθό, με την έννοια όχι ότι είναι πιο βασική από τις άλλες αρετές, ούτε ότι είναι κατι καλύτερο αλλά ότι αποτελεί το κατάλληλο πλαίσιο για τις επιμέρους αρετές. Επιπλέον ο Αριστοτέλης εννοεί την ευδαιμονία ως το υψιστο αγαθό της προσωπικής ευτυχίας. Για κάθε ανθρώπινο υποκείμενο το έσχατο τέλος πρέπει αναγκαστικά να είναι η προσωπική του ευδαιμονία. Το ερώτημα που πρέπει να λύσει ο Αριστοτέλης είναι ότι πρέπει να καθορίσει τη σημασία των σχέσεων του ατόμου με τους άλλους. Γενικά θεωρεί ότι οι σχέσεις με τους άλλους είναι συστατικά της προσωπικής ευτυχίας και όχι μέσα για την προσωπική ευτυχία.
Ο Αριστοτέλης υποθέτει ότι το διαφοροποιητικό στοιχείο του ανθρώπου από τα έμβια όντα είναι το λογικό, η άσκηση του οποίου αποτελεί την κατάλληλη λειτουργία/έργον του ανθρώπινου όντος. Χρειάζεται όμως να δείξει ότι η ζωή των παραδοσιακών αρετών είναι η ιδανική ζωή. Αναπτύσσει το «δόγμα της μεσότητας» και προσδιορίζει την αρετή ως μεσότητα μεταξύ του ελλείματος και της υπερβολής. Η πράξη της μεσότητας αντιπροσωπεύει τη δράση σύμφωνα με το λογικό. Η μεσότητα επαναθέτει το ερώτημα των σχέσεων του λογικού με τα αισθήματα. Η σχέση αυτή στους νατουραλιστές ηθικούς φιλοσόφους, είτε στον Πλάτωνα είτε στους κατοπινούς ρομαντικούς του 18ου αιώνα είναι αναγκαστικά ανταγωνιστική.
Η μεσότητα του Αριστοτέλη είναι στην ουσία η θέση του για την κατάλληλη σχέση του λογικού και του αισθήματος. Τα αισθήματα χρησιμοποιούνται με την ευρεία έννοια και περιλαμβάνουν τα συναισθήματα, τις επιθυμίες και γενικά τις διάφορες προσωπικές τάσεις. Η βασική θέση του είναι ότι, εάν αποδεχτούμε ότι οι πράξεις εκφράζουν τα αισθήματα, τότε η διαφορά μιας ορθής και μιας λανθασμένης πράξης δεν είναι ποιοτική αλλά ποσοτική. Το αίσθημα που βρίσκεται πίσω από μια λανθασμένη πράξη δεν είναι το ποιοτικά ακατάλληλο αίσθημα, αλλά στο συγκεκριμένο πλαίσιο της συγκεκριμένης πράξης είναι το ποσοτικά είτε ελλειματικό, είτε υπερβολικό. Επομένως τα βασικά ανθρώπινα αισθήματα όπως ο φόβος, η ευχαρίστηση, η γενναιοδωρία, η φιλοδοξία και ο θυμός μπορεί να είναι ορθά ή λανθασμένα ανάλογα με το βαθμό και το πλαίσιο των συνθηκών στις οποίες εκδηλώνονται μέσω των πράξεων. Τα αισθήματα μπορεί να είναι λιγότερο ή περισσότερο λογικά ανάλογα με το αν είναι τα κατάλληλα για την περίσταση. Το ιδανικό είναι η λογική αισθηματική ζωή.
Αναφορικά με τις προϋποθέσεις της επίτευξης αυτού του ιδανικού ο Αριστοτέλης το αναθέτει στον φρόνιμο άνθρωπο. Η φρόνηση που κατέχει ο φρόνιμος άνθρωπος είναι η πρακτική σοφία και η ηθική γνώση την οποία διακρίνει από τη θεωρητική γνώση. Το ουσιαστικό χαρακτηριστικό της πρακτικής γνώσης αναφέρεται στα επι μέρους και όχι στα καθολικά. Οι κανόνες, οι γενικές αρχές, τα λογικά επιχειρήματα, ή οι νοητικές ικανότητες δε συνιστούν την ηθική/πρακτική γνώση του τι πρέπει να κάνει κάποιος σε μια συγκεκριμένη περίπτωση.
Ο Αριστοτέλης θεωρεί ότι η ηθική γνώση αποκτάται μέσω των πρακτικών εμπειριών και της συνήθειας/έθους. Η ηθική αγωγή δηλαδή συνίσταται στην ενημέρωση/διδασκαλία ότι η συμπεριφορά ενός ανθρώπου είναι κατάλληλη ή ακατάλληλη για την περίσταση. Η φρόνηση δεν αποκτάται με τη μάθηση θεωρητικών αρχών, αλλά με την ηθική εκπαίδευση και την κατάλληλη ανατροφή σε μια ηθικά πολιτισμένη κοινότητα.

