Μια υπαρξιακή προσέγγιση της θρησκείας
Υπαρξιακοί φιλόσοφοι όπως ο Buber και ο Tillih διερεύνησαν τη θρησκευτική διάσταση της ανθρώπινης ζωής και κάποιοι άλλοι όπως ο Nietzsche και ο Sartre, την αμφισβήτησαν με σθένος.
Ο Χριστιανικός Υπαρξισμός είναι ένα θεολογικό-φιλοσοφικό κίνημα που λαμβάνει μια υπαρξιακή προσέγγιση στην χριστιανική θεολογία.
Ο Καρλ Γιάσπερς αναφέρεται στο βιβλίο του “Εισαγωγή στην φιλοσοφία” ως εξής:
“Ο Θεός δημιούργησε τον κόσμο εκ του μηδενός”
Η δεσπόζουσα θρησκευτική συνείδηση ουσιώνει τη δημιουργία, τον κόσμο, το μηδέν.
H σκέψη πάνω στον Θεό είναι συνάμα και ένα παράδειγμα ουσιαστικού φιλοσοφικού λογισμού: δεν φέρει τη βεβαιότητα της γνώσης, αλλά παρέχει στον αυθεντικό εαυτό μας έναν ελεύθερο χώρο για την απόφασή του. Θέτει όλο το βάρος στην αγάπη μέσα στον κόσμο και στην ανάγνωση της σηματογραφίας της υπέρβασης, στις προοπτικές που διανοίγει ο Λόγος.
Γι αυτόν το λόγο, όσα λέει η φιλοσοφία είναι τόσο λιγοστά. Πρέπει να συμπληρωθούν από την ίδια την ύπαρξη αυτού που ακροάται.
Η φιλοσοφία δεν δίνει τίποτα, μπορεί να αφυπνίσει. Μας κάνει να αναμνησθούμε αυτό που είναι μέσα μας και μας βοηθάει να το σταθεροποιήσουμε και να το διατηρήσουμε.
Εάν επιλέξουμε την πίστη πρέπει να αποβάλλουμε την λογική ώστε να πιστέψουμε σε κάτι υψηλότερο. Τελικά πρέπει να πιστέψουμε εξαιτίας του παραλόγου.
Το παράλογο επανέρχεται ως προβληματική σε κάθε προσπάθεια προσέγγισης της πίστης.
Στο βιβλίο “Αγαπώ, άρα υπάρχω” ο συγγραφέας παραθέτει την θέση του γέροντα Σωφρονίου και τη συγκρίνει με απόψεις βασικών υπαρξιστών.
Η σωφρόνεια θεώρηση του θανάτου ως παραλόγου παραπέμπει στην αντίστοιχη προσέγγιση των υπαρξιστών, για τους οποίους ο θάνατος αποτελεί το κατεξοχήν σύμβολο του πεπερασμένου και παράλογου της ζωής.
Από όλους τους υπαρξιστές, ο Heidegger είναι εκείνος που περισσότερο λεπτομερώς σπουδάζει το νόημα του θανάτου. Όπως ο γέροντας Σωφρόνιος, έτσι και αυτός θεωρεί το θάνατο ως την αρνητική κατάργηση της ύπαρξης. Όμως για τον Heidegger, η αρνητικότητα αυτή δεν ενέχει τραγικότητα. Δίνει τη δυνατότητα να σταθούμε θετικά απέναντι στο γεγονός της ύπαρξης, θεωρώντας την ως ένα πεπερασμένο όλον.
Έτσι κατανοούμενος ο θάνατος, λειτουργεί ως ένας παράγοντας που συγκροτεί την ύπαρξη ενιαία και αυθεντική. Έτσι ο Heidegger αντίθετα απο τον γέροντα, αποδέχεται τον θάνατο δίνοντας του ένα θετικό νόημα.
Αντίστοιχη απόπειρα να ενταχθεί ο θάνατος θετικά στην ανθρώπινη ύπαρξη επιχειρεί ο Kirkegaard που δίνει επίσης θετική έννοια στο γεγονός του πεπερασμένου της ύπαρξης.
Για τον Kierkegaard, η χριστιανική πίστη δεν είναι ενασχόληση με τα δόγματα. Είναι θέμα προσωπικού, υποκειμενικού πάθους, στο οποίο δεν μπορεί να μεσολαβήσει ο κλήρος ή ανθρώπινα τεχνουργήματα. Η πίστη είναι το πιο σημαντικό πράγμα που μπορεί να επιτευχθεί από τον άνθρωπο, επειδή μόνο στη βάση της πίστης έχει ένα άτομο την ευκαιρία να βρει τον αληθινό εαυτό. Αυτός ο εαυτός είναι το έργο μιας ζωής, και αυτόν θα κρίνει ο Θεός για την αιωνιότητα.
Πολύ πιο κοντά στη σκέψη του γέροντα Σωφρόνιου σχετικά με το γεγονός του θανάτου βρίσκονται οι Camus και ο Sartre, στοχαστές για τους οποίους ο θάνατος είναι η μεγαλύτερη απόδειξη του παραλόγου τόσο της ανθρώπινης ζωής όσο και του σύμπαντος. Για τον Camus, ο θάνατος εξωθεί σε μεταφυσική εξέγερση. Αυτό απηχεί τον Γέροντα, ο οποίος γράφει ότι ο ανθρώπινο πνεύμα δεν μπορεί να αποδεχτεί την ιδέα του θανάτου.
Θα ήταν λάθος να πούμε ότι οι υπαρξιστές είναι μηδενιστές επειδή θέτουν το θάνατο στο επίκεντρο της φιλοσοφίας τους. Αυτό που προσπαθούν είναι να δώσουν μια θετική φιλοσοφική λύση (την αθεΐα στην περίπτωση του Camus) στο πρόβλημα του θανάτου θέτοντας τον εντός των πλαισίων της παρούσας ύπαρξης, δίχως μετά θάνατον καταφυγές.
Στο επίπεδο αυτής της ζωής, η στάση του γέροντα Σωφρονίου απέναντι στο θάνατο, μιλώντας μεταφορικά, είναι μηδενική. Πηγαίνει πέρα από τον θάνατο πιστεύοντας ότι η παρούσα ζωή δεν είναι τίποτα άλλο παρά μια πρώτη εμπειρία του είναι, η οποία μπορεί να έχει κάποιο νόημα μόνο εφόσον ο άνθρωπος είναι αθάνατος. Το παράλογο της ζωής αυτής δεν οδηγεί μόνο σε εξέγερση αλλά και σε συζήτηση μιας οντολογικής λύσης στο ερώτημα του πως να γίνουμε αθάνατοι.
Όσοι ζήσουν με αυτή την αναστάσιμη χαρά θα είναι άνθρωποι ελεύθεροι, οι οποίοι με τη ζωή και με το έργο τους θα υπερβούν τα φιλοσοφικά, θρησκευτικά και πολιτικά δόγματα του παλιού κόσμου, μη συναινώντας στις επιταγές συμμόρφωσης προς το κατεστημένο της εποχής τους.
Οτιδήποτε πιστεύουμε είναι συμβατό με μια υπαρξιακή διερεύνηση της πνευματικότητας. Είναι σημαντικό να γνωρίζουμε πως οι άνθρωποι αντιλαμβάνονται τη σύνδεσή τους με μια πραγματικότητα μεγαλύτερη από αυτούς, είτε αυτή είναι η κοινωνία, είτε είναι το Είναι, το σύμπαν, ο Θεός ή η αρχή της αγάπης.
Οι άνθρωποι που δεν έχουν αυτή τη βασική πίστη σε κάτι υπερβατικό δεν αισθάνονται προστασία και ασφάλεια. Μπορεί ακόμη να αισθάνονται εγκαταλελειμένοι και διωγμένοι
και να προσπαθούν να ελέγχουν τα γεγονότα. Δεν βρίσκονται σε επαφή με τον τρόπο με τον οποίο συνδέονται με τον κόσμο δηλαδή με αυτό που ο Heidegger εννοούσε με την “εν-τω-κόσμω-ύπαρξη”.
Είμαστε πάντα ένα συστατικό κομμάτι του δικού μας κόσμου αλλά και του κόσμου των άλλων. Είμαστε ταυτόχρονα διακριτοί, αλλά και συνδεδεμένοι.
Αυτή η δύναμη ή αρχή της συνδετικότητας δεν είναι κάποια παρεμβατική οντότητα. Απλά υπάρχει. Υπαρξιακά αυτό πρέπει να το εμπιστευτούμε. Αν μπορέσουμε να εμπιστευτούμε τους εαυτούς μας και τους άλλους και να εκμεταλλευτούμε τους εαυτούς μας και τους άλλους και να αποδεχτούμε τη συλλογική μας δυναμική αβεβαιότητα, θα μπορέσουμε να εκμεταλλευτούμε τις ευκαιρίες και τις δυνατότητες που προσφέρει η ζωή, καθώς και να αναλάβουμε ευθύνη γι αυτές.
Το παράδοξο είναι ότι η συνειδητοποίηση ότι δεν υπάρχει κάποιο μεγάλο σχέδιο μας ενθαρρύνει να εμπλακούμε με μεγαλύτερο ζήλο στη ζωή μας και μας ωθεί να δημιουργήσουμε το δικό μας ηθικό σύστημα για να της δώσουμε νόημα.
Το ανεπίλυτο δίλημμα είναι ότι η ανάγκη μας για απώτερο νόημα και σκοπό συνεχίζει να υπάρχει ακόμα και όταν δεχτούμε τη σχετικότητα της ύπαρξης μας.