“O δρόμος του αλατιού”
Σαχάρα, έρημος
Την καμήλα μου τη λένε Ασσάλα. Δεν είναι δική μου, ανήκει στο καραβάνι, όμως εγώ την ταϊζω και τη χαϊδεύω ανάμεσα στ’ αυτιά. Είναι πανέξυπνη, πολύ δυνατή και αντέχει βδομάδες χωρίς νερό. Αύριο θα διασχίσω την έρημο για πρώτη φορά, μαζί με την Ασσάλα και το υπόλοιπο καραβάνι. Όλοι οι άντρες του Τιμπουκτού όταν ήταν στην ηλικία μου διέσχισαν την έρημο ψάχνοντας αλάτι στα ορυχεία της Ταουντέννι. Τώρα ήρθε η σειρά μου. Το αλάτι είναι το χρυσάφι μας.
Δεν μπορώ να κλείσω μάτι. Έχω ακούσει δεκάδες ιστορίες γι αυτό το ταξίδι που κρατάει βδομάδες. Αν δεν τα καταφέρω; Αν κουραστώ και δεν μπορώ να συνεχίσω; Πρέπει να αντέξω. Θα παίρνω δύναμη από την Ασσάλα. Θα σκέφτομαι τον Αλί, τον μεγάλο μου αδερφό, που έκανε αυτό το ταξίδι πριν μερικά χρόνια κι όταν γύρισε ήταν διαφορετικός. Μέσα σ’ ένα μήνα είχε μεγαλώσει κι όταν τον ρώτησα πώς ήταν, μου απάντησε χωρίς να με κοιτάζει, ότι η έρημος του είπε τα μυστικά της. Σε όλους τα λέει τα μυστικά της η έρημος; Τι μυστικά είναι αυτά που τα ξέρουν όλοι οι άντρες στο Τιμπουκτού; Τι θα κάνω αν δεν τα φανερώσει σε μένα; Θα παρακαλέσω τον Αλί να μου τα πει όταν γυρίσω, αλλά ξέρω ότι δεν θα το κάνει. Ποτέ δεν μαρτυράει. Τα βλέφαρά μου είναι βαριά αλλά δεν κλείνουν. Απ’ έξω ακούγονται ψίθυροι. Σηκώνομαι και βγαίνω.
Έχει έρθει ο οδηγός του καραβανιού από την Ταμασέκ. Δεν είναι πάνω από είκοσι χρονών. Τον ακούω να λέει στους άντρες ότι ξέρει την έρημο σαν την παλάμη του. Οι παλάμες του είναι σκαμμένες. Άραγε εκεί βλέπει το δρόμο για τα ορυχεία; Εάν κάνει λάθος στην πορεία μας έστω και λίγα μίλια, τότε οι προμήθειες δεν θα φτάσουν, τότε πρώτα εμείς κι ύστερα οι καμήλες μας θα χαθούμε μέσα στην έρημο. Έχω εγκαταλείψει τις προσπάθειες να κοιμηθώ κι ετοιμάζω το σάκο μου. Η αλήθεια είναι πως τον έχω έτοιμο εδώ και μέρες απλά πηγαινοέρχομαι και προσεύχομαι από μέσα μου. Να μου πει τα μυστικά της, να μου πει τα μυστικά της.
Χαράζει. Οι καμήλες αναδεύονται, ξεδιπλώνουν τα πόδια τους και τεντώνονται μουγκρίζοντας. Έχω ήδη ετοιμαστεί και περιφέρομαι άσκοπα από παρέα σε παρέα. Κανείς δεν μου δίνει σημασία, λες κι είμαι αόρατος. Φορτώνω την Ασάλλα με λογής τσουβάλια και σακιά που της αναλογούν, σακιά γεμάτα εργαλεία και προμήθειες, την οδηγώ στο υπόλοιπο καραβάνι, δένω καλύτερα το τουρμπάνι μου και περιμένω. Λίγη ώρα ακόμα και το καραβάνι θα ξεκινήσει.
Κοιτάζω τον οδηγό μας. Δείχνει μια τον ουρανό, μια την άμμο στο βάθος και ταυτόχρονα χτυπάει μια παλιά σκουριασμένη πυξίδα με τα δάχτυλά του. Παίρνει τη θέση του στην αρχή του καραβανιού και το ταξίδι αρχίζει. Οι πρώτες καμήλες διστακτικά, τεμπέλικα προχωρούν φορτωμένες με τα πράγματά μας και με μας κι έπειτα ακολουθεί όλη η σειρά, γέρνοντας πρώτα αριστερά και μετά δεξιά, μέχρι να βρει ισορροπία, σαν ένα πελώριο χοντρό φίδι που ξυπνάει από το κεφάλι προς την ουρά.
Έπειτα από δέκα ώρες πορείας, ήλιος και άμμος παίζουν με τα μάτια μου. Εκείνα που νομίζω πως είναι μίλια μακριά, εμφανίζονται λίγα μόλις βήματα από μας. Κι αυτά που νομίζω δίπλα μου είναι εξαφανισμένα πέρα από τους αμμόλοφους. Η έρημος είναι ψεύτρα. Άραγε είναι αυτό ένα από τα μυστικά;
Ο οδηγός μας διαβάζει τα σχήματα του αέρα στην άμμο. Τις ημέρες, μικρά κύματα άμμου τού δείχνουν το δρόμο με τις κορυφές και τα χρώματά τους. Τις νύχτες διαβάζει τα σχήματα των αστεριών στον ουρανό. Κι ανάμεσα κοιτάζει εκείνο το σαράβαλο την πυξίδα του, που τη χτυπάει ολοένα και περισσότερο στα δάχτυλά του. Κι έτσι προχωράμε μέσα στην έρημο. Αραιά και πού συναντάμε κάποιο κουφάρι ζώου. Το προσπερνάμε αμίλητοι, οι άλλοι γιατί έχουν συνηθίσει την εικόνα, εγώ γιατί δεν έχω τι να πω.
Στο τέλος της πρώτης εβδομάδας ακούω τον οδηγό να φωνάζει. Έχουμε φτάσει στο πρώτο σημείο του προορισμού μας. Την μικρή όαση. Ενώ οι καμήλες πίνουν λίτρα νερού, εμείς ετοιμάζουμε πράσινο τσάι και καθόμαστε όλοι σ’ έναν κύκλο. Αρχίζουν οι ιστορίες. Το ηλιοβασίλεμα, η μικρή όαση μοιάζει με τον παράδεισο. Δεν έχω κουράγιο να ψάξω για την Ασσάλα. Με παίρνει ο ύπνος ενώ κρατάω το πήλινο ποτηράκι με το τσάι μου.
Τη δεύτερη εβδομάδα βρίσκομαι μπροστά σε ένα από εκείνα τα μυστικά. Εγώ μυστήριο το είπα. Η έρημος δεν ρώτησε αν ήθελα να το μάθω. Η έρημος το αποκάλυψε έτσι κι αλλιώς. Ο ουρανός είναι πεντακάθαρος και το βλέμμα μου, χωρίς κανένα εμπόδιο φτάνει μέχρι τη γραμμή εκείνη του ορίζοντα που ενώνει την άμμο με τον ουρανό. Όταν από το βάθος βλέπω να υψώνεται ένα θολό βουνό νομίζω πως είναι μία από τις γνωστές ψευτιές της άμμου και δεν δίνω σημασία. Ο οδηγός μας όμως αρχίζει να φωνάζει, σταματάει το καραβάνι και κουνάει τα χέρια του προς όλες τις κατευθύνσεις. Το θολό βουνό έρχεται προς το μέρος μας, ένα θεόρατο τείχος άμμου μας πλησιάζει κι όσο έρχεται, τόσο μεγαλώνει.
Μέχρι να κατέβουμε από τις καμήλες και να στήσουμε όπως όπως τις σκηνές αυτό έχει ήδη φτάσει δίπλα μας. Σφίγγω το σκοινί της καμήλας μου τόσο δυνατά που η παλάμη μου πονάει. Ένας τρομερός ήχος σαν εκατομμύρια κόκκοι άμμου να χτυπάνε ο ένας τον άλλον παγιδευμένοι από τον αέρα. Η φωνή του οδηγού μας παύει να ακούγεται. Δεν μπορούμε να δούμε ο ένας τον άλλον. Δεν μπορούμε να δούμε ούτε τα ίδια μας τα χέρια. Το βουνό που περπατάει μας καταπίνει. Δεν μπορώ να αναπνεύσω.
Η παλάμη μου χαλαρώνει και το σκοινί που κρατάω γλιστράει. Άμμος και καυτός αέρας μπαίνει στα μάτια, τ’ αυτιά και τη μύτη μου. Καμπουριάζω και ψηλαφίζω τη γη αλλά δεν την βρίσκω. Μήπως μ’ έχει πάρει ο αέρας; Μετράω τους αριθμούς από μέσα μου. Στον αριθμό οχτώ νιώθω ένα χέρι να μ’ αρπάζει απ’ τα μαλλιά και να με σέρνει. Με βάζει σε μια σκηνή και μόνο εκεί παίρνω μια βαθιά αναπνοή και φτύνω την άμμο από το στόμα μου. Μένω ξαπλωμένος μέχρι που το βουνό περνάει από πάνω μας. Μετά τίποτα. Όταν βγαίνω να βρω την Ασσάλα, δεν υπάρχει πουθενά.
Το καραβάνι συγκεντρώνεται, οι απώλειες μετριούνται. Δεν συγχωρώ τον εαυτό μου που άφησα το σκοινί. Τους ακολουθώ κοιτάζοντας γύρω μου μήπως τη δω κάπου μακριά. Τίποτα.
Μόλις φτάνουμε στον προορισμό μας βλέπω με έκπληξη δεκάδες καραβάνια, εκατοντάδες καμήλες και ανθρώπους που έχουν μαζευτεί κοντά στη λίμνη για να μαζέψουν και να φορτώσουν το αλάτι.
Περνάω από ένα άνοστο τελετουργικό, κάτι που συμβαίνει σε όλους στο πρώτο τους ταξίδι του αλατιού. Το καραβάνι μου με πετάει μέσα στη λίμνη, με περιγελάει και σπάει πλάκα φωνάζοντας και γελώντας.
Επιπλέω χωρίς να κουνάω ούτε χέρια ούτε πόδια, τόσο αλάτι έχει η λίμνη. Κι εκεί που πλατσουρίζω βλέπω μια καμήλα να ξεκόβει από τις υπόλοιπες που είναι μαζεμένες εκεί και να έρχεται κουτσαίνοντας προς το μέρος μας. Βγαίνω από τη λίμνη, τρέχω κατά πάνω της και κρεμιέμαι στο λαιμό της. Δεν μ’ αρέσει να κλαίω, ούτε να παραδέχομαι ότι έκλαψα αλλά αυτή είναι η Ασσάλα, δεν μπορώ να μην κλάψω.
Έπειτα όλα παίρνουν το δρόμο τους. Να μαζεύεις αλάτι δεν είναι καθόλου εύκολη υπόθεση. Πρώτα σπάμε την κρούστα αλατιού που σκεπάζει τη λίμνη, μαζεύουμε τα κομμάτια και τα στοιβάζουμε σε ομάδες ανά επτά κιλά. Μετά τα φορτώνουμε στις καμήλες μας.
Ενώ ετοιμαζόμαστε να φύγουμε, νέα καραβάνια παίρνουν τη θέση μας, που διέσχισαν κι αυτά την έρημο για να φτάσουν ως εδώ. Επόμενος σταθμός το παζάρι όπου θα πουλήσουμε το εμπόρευμά μας.
Όταν φτάνουμε στο χωριό βλέπω τον Αλί, τον αδερφό μου, να με κοιτάζει με περηφάνια. Ο μικρότερος αδερφός μου έχει κρεμαστεί από πάνω μου και με ρωτάει για την έρημο. Μη βιάζεσαι, του λέω σαν μεγάλος, θα δεις μόνος σου.