Αμφιθυμία και απαρτίωση
Ο Freud διαπιστώνει πως η αμφιθυμία εμπλέκεται σε όλες τις στενές και διαπροσωπικές σχέσεις. Ενώ συνειδητά αισθανόμαστε πραγματική και ρεαλιστική αγάπη προς τον σύζυγο, σύντροφο, γονέα ή το παιδί μας, υποδόρια συναισθήματα, φαντασιώσεις και σκέψεις που αφορούν ανεκπλήρωτες ανάγκες καιροφυλακτούν να εμφανιστούν από τον ασυνείδητο «κόσμο» μας.
Αυτό, δεν πρέπει να μας τρομάζει, γιατί δεν πρόκειται να μας καταβροχθίσει, όπως νομίζουμε. Αντιθέτως, η αγάπη και το μίσος αποτελούν τις όψεις του ίδιου νομίσματος που απεικονίζει την ανθρώπινη φύση μας και την σχέση μας ως προς τον εαυτό μας και ως προς τους σημαντικούς «άλλους» της ζωής μας. Δεν είναι παθολογικό. Γίνεται παθολογικό όταν το αρνούμαστε.
Η διπολική αντίληψη της πραγματικότητας, θεωρείται πρωτογενές φαινόμενο της ψυχοδιανοητικής ζωής στη βρεφική ηλικία.
Σύμφωνα με την Melanie Klein κάθε άνθρωπος και συνεπώς κάθε σχέση περιέχει το καλό και το κακό και τις ενδιάμεσες διακυμάνσεις και αποχρώσεις. Όμως η εκπαίδευση που λαμβάνουμε και η αποτύπωση της πραγματικότητας μέσα από το δημόσιο λόγο αντιμετωπίζει τα γεγονότα, τον άνθρωπο και τις συμπεριφορές ως δίπολο, δηλ., είτε ως καλές είτε ως κακές. Εξαιτίας του στρες τα άτομα χάνουν την ικανότητά τους να βλέπουν το καλό και το κακό στο ίδιο αντικείμενο. Καταλήγουν να το αντιλαμβάνονται είτε ως καλό είτε ως κακό, χωρίς ενδιάμεσες συναισθηματικές αποχρώσεις και λογικές πιθανότητες.
Από την ψυχαναλυτική προσέγγιση μαθαίνουμε ότι το βρέφος βιώνει και ενδοβάλλει δύο κατηγορίες αντιφατικών εμπειριών: αφενός τα «καλά», χορταστικά συναισθήματα φροντίδας, τα οποία συνδέονται με μια ευτυχισμένη κατάσταση που προκαλείται από την τροφή, τη ζεστασιά και την απτική επαφή με τη μητέρα, και αφετέρου τα «κακά» συναισθήματα που συνδέονται με τον αποχωρισμό, την εγκατάλειψη, την πείνα και την αίσθηση του υγρού και του κρύου. Όλα αυτά αποτελούν τον πυρήνα των συναισθημάτων αγάπης και μίσους και αποτελούν εκδηλώσεις των ενορμήσεων της ζωής και του θανάτου.
Ο μόνος τρόπος που διαθέτει το βρεφικό «εγώ», για να διατηρήσει την ψυχική του ισορροπία είναι να κρατά χωριστά το καλό από το κακό. Το βρέφος ενδοβάλλει και ταυτίζεται με τις εμπειρίες του καλού «εγώ», ενώ διαχωρίζει και αποπέμπει τα κακά «μη εγώ» συναισθήματα και τα προβάλλει προς τα έξω. Αυτή η διχοτόμηση αποτρέπει τη σύγκρουση που προκαλούν τα αμφιθυμικά συναισθήματα αγάπης και μίσους προς τη μητέρα, που είναι στην πραγματικότητα ένα και το αυτό πρόσωπο.
Η «διχοτόμηση» είναι φαινόμενο με δύο όψεις.
Σύμφωνα με το ψυχαναλυτικό μοντέλο, η διχοτόμηση αποτελεί αναγκαία άμυνα, η οποία επιτρέπει να επωαστεί μια βασική αίσθηση αυταξίας και καλοσύνης, απρόσβλητη από τα κακά συναισθήματα της οργής και της απογοήτευσης. Η σωστή μητρική φροντίδα μετριάζει τις σύμφυτες τάσεις του βρέφους να διχοτομεί.
Ο συντονισμένος γονέας, δηλαδή, ο αποδεκτικός γονέας, επιτρέπει σε αυτά τα κακά συναισθήματα, τα οποία κατακλύζουν το παιδί, να υπάρχουν και να μπορεί το παιδί να τα εκφράζει χωρίς να φοβάται πως απειλείται από την απόρριψη του γονέα. Αυτή, η αποδοχή από την πλευρά του γονέα οδηγεί το παιδί σε κατάσταση απαρτίωσης των αρνητικών συναισθημάτων του στο σύνολο της ψυχικής του λειτουργίας.
Από την άλλη πλευρά η ελλιπής γονεϊκή φροντίδα, το ελλειμματικό οικογενειακό περιβάλλον αποτελούν το δομικό έδαφος της διχοτόμησης.
Η διχοτόμηση μπορεί να λειτουργήσει σαν ένα είδος φρένου της ανάπτυξης, εάν η αποτοξινωτική διάθεση του γονιού, δηλαδή, να ανακουφίσει το παιδί από το εσωτερικό του μαρτύριο, δεν είναι στη διάθεση του βρέφους, λόγω παραμέλησης, ασυνέπειας και κακοποίησης τότε τα κακά (βασανιστικά) συναισθήματα γίνονται πολύ έντονα και κυριολεκτικά ανυπόφορα, με αποτέλεσμα να είναι αδύνατο να απαρτιωθούν.