
Βιογραφία της M. Klein
Η Μ. Klein, ήταν αγγλίδα ψυχολόγος, αλλά η καταγωγή της ήταν αυστριακή. Γεννήθηκε στη Βιέννη το 1882 και πέθανε στο Λονδίνο το 1960. Με την Anna Freud ήταν μία από τις πρώτες ψυχολόγους που εφάρμοσαν την ψυχανάλυση στα παιδιά. Ξεκίνησε την ψυχαναλυτική της καριέρα στα 34 χρόνια της. Αφού σπούδασε νομικά και ιστορία, έγινε μαθήτρια του Sandor Ferenczi (1873-1933) και μετά, στο Ινστιτούτο Ψυχανάλυσης του Βερολίνου, μαθήτρια του Karl Abraham (1877-1925). Όταν πέθανε ο τελευταίος, η Μ. Κlein υπέκυψε στις επίμονες παρακλήσεις του Ernest Jones (1879-1958) και πήγε στο Λονδίνο (1926) όπου εγκαταστάθηκε οριστικά.
Για την ανάλυση των παιδιών χρησιμοποιεί προπαντός τα παιχνίδια, όπου τα παιδιά βάζουν όλο τους τον εαυτό. Μέσα από την ανάλυση παιδιών θέλει να ανασυγκροτήσει την ανάπτυξη του εσωτερικού κόσμου από τη βρεφική ηλικία και κατά την περίοδο πριν από το Οιδιπόδειο (στοματική και σαδιστική-πρωκτική), με βάση τη φροϋδική υπόθεση της διπολότητας, των λιβιδινικών και των καταστρεπτικών ορμών. Έτσι, κατόρθωσε να φέρει στην επιφάνεια μέσα σε ένα πολύ πλούσιο φαντασιακό κόσμο, τις ασυνείδητες φαντασιώσεις των μερικών αντικειμένων του παιδιού, από τις οποίες ξεκίνησε για να κατασκευάσει μια πρωτότυπη αντίληψη της ψυχικής ζωής του βρέφους και του μωρού.
Από το 1927 αντιτίθεται στην Α. Freud πριν από όλα για τη στάση του αναλυτή κατά τη θεραπεία. Η Α. Freud θεωρούσε ότι, λόγω της ανωριμότητας του παιδιού και της εξάρτησης του από τους μεγάλους, ο αναλυτής δεν μπορεί να μείνει ουδέτερος και ότι μοιραία θα αναγκασθεί να υιοθετήσει παιδαγωγική συμπεριφορά ή τουλάχιστον ότι το παιδί θα τον βιώνει ως άλλο παιδαγωγό. Η Μ. Klein υποστηρίζει ότι υπάρχει μία αντινομία ανάμεσα στην ψυχανάλυση (ακόμα κι εφαρμοσμένη στα μικρά παιδιά) και την παιδαγωγική, και ότι ένας ψυχαναλυτής δεν μπορεί να είναι παιδαγωγός. Αυτή η μεθοδολογική διαφωνία κρύβει στην πραγματικότητα πιο βαθιές διαφωνίες στο θεωρητικό επίπεδο. Πράγματι, ενώ η Α. Freud, πιστή στον πατέρα της, συνέχισε τις έρευνες για τη συνέχιση του Οιδιπόδειου, η M. Klein τις επικεντρώνει σε πιο πρώιμες συγκρούσεις στα πλαίσια της σχέσης με τη μητέρα.
«Καλό αντικείμενο» και «Κακό αντικείμενο»
Ξέρουμε ότι για τον Freud το παιδί βρίσκει στο μητρικό στήθος ένα πρώτο αντικείμενο ενορμήσεων. Αυτό το μερικό αντικείμενο (που δεν είναι η μητέρα στο σύνολο της) καταπίνεται, κατά τη Μ. Klein, συγχρόνως με το γάλα, ενδοβάλεται. Το παιδί το βιώνει ως μέρος του εαυτού του. Στον ψυχισμό του παιδιού, η εμφάνιση της ενόρμησης συνοδεύεται έτσι από ένα ψυχικό αναπαριστάνον που είναι η φαντασιακή παρουσία, η φαντασίωση του στήθους ως αντικείμενο. Από την άλλη, στην περιγραφή της Μ. Klein, το αντικείμενο στήθος γίνεται αντιληπτό ως «καλό» όταν ανταμείβει, ως «κακό» όταν αρνείται την τροφή και αποστερεί. Μπορούμε λοιπόν να πούμε ότι στο φαντασιακό του παιδιού συγκροτείται εσωτερικά η φαντασίωση ενός καλού αντικείμενου και η φαντασίωση ενός κακού αντικείμενου.
Για τη Μ. Klein οι φαντασιώσεις σχετικές με το καλό αντικείμενο διαρθρώνονται στις λιβιδινικές ενορμήσεις, οι φαντασιώσεις, σχετικές με το κακό αντικείμενο διαρθρώνονται στις καταστρεπτικές ενορμήσεις, έτσι ώστε από την αρχή το στήθος που ενσωματώνεται φαντασιακά διαχωρίζεται σε καλό, ιδανικό αντικείμενο και σε κακό, καταδιωκτικό αντικείμενο, του οποίο, η δυαδικότητα αντιστοιχεί στη δυαδικότητα της ζωής και του θανάτου.
Καταδιωκτική θέση και «διαχωρισμός»
Κατά την ανάπτυξη του, το παιδί προσπαθεί να διατηρήσει την ενδοβολή του ιδανικού στήθους και να εξαλείψει το κακό στήθος, προβάλλοντας το στον εξωτερικό κόσμο που ανακαλύπτει προοδευτικά. Το αποτέλεσμα είναι το εξωτερικό στήθος (και όχι πια το φαντασιακό) να το αισθάνεται το παιδί ως επιθετικό και καταδιωκτικό. Τότε είναι π.χ. που το παιδί βιώνει την καταστρεπτική ενόρμηση στην επιθυμία να δαγκώσει το στήθος, και που αισθάνεται παράλληλα την απειλή ότι θα το δαγκώσουν ή θα το καταβροχθίσουν. Έτσι, η εξωτερική πραγματικότητα, βάση των αρχέγονων φαντασιώσεων του καλού και του κακού αντικειμένου που είχαν ενδοβληθεί διαχωρίζεται και η ίδια σε καλό και σε κακό αντικείμενο.
Η Μ. Klein ονόμασε «καταδιωκτική θέση» (ή παρανοϊδή-σχιδοϊδή θέση) αυτή τη σχέση με το αντικείμενο η οποία χαρακτηρίζεται από το άγχος της επίθεσης, της καταδίωξης, και από τον αμυντικό διαχωρισμό του αντικειμένου. Η θέση αυτή εγγράφεται μέσα σε ένα σύνολο φαντασιώσεων όπου φόβος καταβρόχθισης, καταστροφής και πήγαιν’ έλα ανάμεσα σε προβολή και ενσωμάτωση διαδέχονται το ένα το άλλο.
Καταθλιπτική θέση και «αμφιθυμία»
Το ξεπέρασμα της καταδιωκτικής θέσης γίνεται βαθμηδόν όσο οι αμείβουσες εμπειρίες γίνονται περισσότερες, δηλαδή το καλό αντικείμενο παίζει τον προστατευτικό του ρόλο. Αυτό γίνεται όταν το αντικείμενο μπορεί να αναγνωριστεί, όχι πια ως μερικό αντικείμενο αλλά ως ολόκληρο αντικείμενο (το παιδί αντιλαμβάνεται τη μητέρα του ως μοναδικό άτομο, που είναι καλό και κακό).
Όμως το ξεπέρασμα αυτό, εμπλέκει το παιδί σε αυτό που η Μ. Klein ονομάζει «καταθλιπτική θέση». Το παιδί αισθάνεται ότι το ίδιο αντικείμενο (η μητέρα) είναι πηγή ανταμοιβής και αποστέρησης, και «αντικείμενο» των «ερωτικών καθώς και καταστρεπτικών του τάσεων». Ο ασυνείδητος φαντασιακός του κόσμος διαπερνάται από το φόβο οι φαντασιώσεις επίθεσης που έχει να μην καταστρέψουν το αντικείμενο που αγαπάει: απελπισία, ενοχή συνοδεύουν αυτό που αντικαθιστά το «διαχωρισμό», δηλαδή την αμφιθυμία απέναντι στο ίδιο αντικείμενο. Η παρουσία της μητέρας, οι φροντίδες της, η αγάπη της είναι εκείνα που διαψεύδοντας τις καταστρεπτικές φαντασιώσεις, επιτρέπουν την προοδευτική εξαφάνιση των έντονων συναισθημάτων κατάθλιψης που βιώνει το παιδί την εποχή εκείνη.
Αρχικά στάδια του Οιδιπόδειου
Όλες αυτές οι αναλύσεις αντιστοιχούν στην προ-οιδιπόδεια περίοδο, στο στάδιο της στοματικότητας, και της πρωκτικότητας (αυτό σημαίνει ότι στις φαντασιώσεις του παιδιού η σχέση με τα αντικείμενα συνδέεται με στοματικές ή πρωκτικές ανταμοιβές). Παρόλα αυτά, η Μ. Κlein ισχυρίζεται ότι, πριν εμφανισθεί η καθαρά φαλλική φάση όπου τοποθετείται το Οιδιπόδειο όπως το περιέγραψε ο Freud, εμφανίζονται πρόδρομοι αυτού του συμπλέγματος. Από τη στιγμή που το παιδί αναγνωρίζει τη μητέρα ως ολόκληρο αντικείμενο, ξέρει ότι για τη μητέρα του δεν είναι ο μοναδικός πόλος ενδιαφέροντος, ότι υπάρχουν ανάμεσα στον πατέρα και τη μητέρα του σχέσεις που το αποκλείουν, και αυτό το οδηγεί στο να συλλαμβάνει τις σχέσεις των γονιών του μέσα από τις γνώριμες φαντασιώσεις του καταστροφής και ενσωμάτωσης: στοματική ενσωμάτωση του πέους από τη μητέρα, επίθεση κατά τη μητέρα για να ιδιοποιηθεί το πέος που βρίσκεται μέσα σε αυτήν φαντασιακά, κ.λπ.
Το ασυνείδητο για τη Μ. Klein
Όλες αυτές οι φαντασιώσεις, όσο αρχαϊκές και να είναι, παραμένουν σε ασυνείδητη κατάσταση στη ζωή του ατόμου. Έτσι ο διαχωρισμός των καλών και των κακών αντικειμένων, ως υποστηρίγματα και πηγές επιθυμιών και άγχους παράλληλα, διαμορφώνει φαντασιακά τις σχέσεις του ατόμου με το περιβάλλον του. Οι σχέσεις αυτές μπορούν να αναφερθούν στις πηγές τους κατά την αναλυτική θεραπεία. Προφανώς η Μ. Klein μελέτησε και έκανε θεωρία, πιο πολύ από οποιονδήποτε αναλυτή, τον πιο μακρινό κόσμο που βιώνει το παιδί στην αρχή της ζωής του.
Κατευθύνθηκε έτσι περισσότερο προς μια ερμηνεία της φαντασιακής διάστασης του παιχνιδιού ανάμεσα στο ασυνείδητο και το συνειδητό, από ότι προς μία ερμηνεία της συμβολικής του διάστασης, που χαρακτηρίζεται από την πρόσοδο στα σύμβολα, τη λειτουργία της γλώσσας, την αναφορά στον τρίτο, το ρόλο και τη λειτουργία του πατέρα.

