Η αφήγηση ως μέσο κατανόησης και νοηματοδότησης
Το να λέει κάποιος «ιστορίες» είτε για τον εαυτό του ή για τους άλλους αποτελεί ένα πανανθρώπινο φαινόμενο εδώ και αιώνες. Η ανάπτυξη της γλώσσας στις ζωές των ανθρώπων με όρους εξέλιξης οδηγεί στην επεξεργασία των μεταφορών και των άλλων στοιχείων του λόγου και αποτελεί μια φόρμα αφήγησης.
Οι ιδέες περί αφήγησης προέρχονται ως συλλήψεις από τα ευρύτερα πεδία της λογοτεχνίας και της φιλοσοφίας, της πολιτισμικής ψυχολογίας και της ανθρωπολογίας καθώς επίσης και της κοινωνικής θεωρίας. Οι ιδέες του Derrida (1978, 1981) για την αποδόμηση των υποθέσεων που έχουμε ως δεδομένες, του Bruner για το «meaning making» και την ανάπτυξη εναλλακτικών και πολλαπλών μηνυμάτων, του Foucault για τη γνώση και τη δύναμη της γλώσσας, ιδέες που διαμορφώνουν το πεδίο για την καθιέρωση του πρωταρχικού ρόλου της αφήγησης ως τη βασική δομή της ανθρώπινης γνώσης και δράσης.
Μέσα από τις αφηγήσεις τους οι άνθρωποι δίνουν νόημα σε αυτά που τους συμβαίνουν, δημιουργώντας έτσι μία αλληλουχία ζωής, γράφοντας, με άλλα λόγια, ως «συγγραφείς», την προσωπική τους ιστορία. Αναλαμβάνουν δράση μέσα από τις ιστορίες που κατασκευάζουν για τις ζωές τους και μέσα από αυτές φτιάχνουν νόημα. Η αφηγηματική προσέγγιση στις επιστήμες του ανθρώπου έχει ως απαρχή το ότι οι άνθρωποι αναζητούν το νόημα – αυτό σημαίνει ότι η αλληλεπίδραση τους με το περιβάλλον, τους άλλους και τον εαυτό τους είναι τέτοια ώστε η προσοχή τους είναι εστιασμένη στο τι από όλα αυτά υποβιβάζουν, υπογραμμίζουν ή τι σημαίνουν (Τhe handbook of narrative and psychotherapy).
Η αφήγηση λοιπόν παρέχει το πλαίσιο μέσα στο οποίο αυτά που συμβαίνουν στη ζωή ενός ανθρώπου παίρνουν ένα νόημα και βασίζεται στην κατανόηση ότι η γλωσσική φόρμα μέσα από την οποία οι άνθρωποι κατανοούν τη ζωή τους είναι μία αφηγηματική φόρμα. Κάτω από αυτό το πρίσμα, οι ιστορίες που λένε οι άνθρωποι είναι σύνθετες, είναι φαινόμενα με πολλαπλές όψεις και κουβαλούν νόημα σε πλήθος διαφορετικών επιπέδων.
Η κεντρική ιδέα του νοήματος είναι ότι κάτι μεταβιβάζεται από κάτι άλλο, όπως από μια λέξη, μία πράξη, μία χειρονομία ή μία κατάσταση. Η ανάπτυξη του νοήματος απαιτεί αντανάκλαση και αυτή ακριβώς είναι η διαφορά ανάμεσα στην αφήγηση και στην ιστορία. Αναφέρει ότι καθώς η αφήγηση αποτελεί μια πράξη από τη φύση της έχει αντανάκλαση, οι αφηγήσεις είναι συνδεδεμένες με την εξουσία και ο αφηγητής καταλήγει με δύναμη και έλεγχο.
Οι ιστορίες που οι άνθρωποι λένε είναι από την εμπειρία τους στη ζωή και όχι απλά μια αληθινή ιστορία από τη ζωή που ζούν. Ρίχνουν νέο φως σε προηγούμενες εμπειρίες και αναδομούν τα προβλήματα της
πραγματικότητας. Και αυτό γιατί οι αφηγήσεις δίνουν τη δυνατότητα στις ιστορίες να είναι προσωρινές και είναι αυτή ακριβώς η προσωρινή τάξη των γεγονότων που επιτρέπει στα νοήματα να κατασκευάζονται και να ανακατασκευάζονται, προσφέροντας έτσι ένα τρόπο αν μαθαίνουμε διαρκώς τον εαυτό μας και τους άλλους.
Ο Michael White (1989), θεμελιωτής της αφηγηματικής προσέγγισης στην ψυχοθεραπεία αναφέρει ότι «είναι οι ιστορίες που οι άνθρωποι έχουν για τις ζωές τους που είναι καθοριστικές – καθορίζουν την απόδοση του νοήματος στην εμπειρία καθώς και την επιλογή εκείνων των πλευρών της εμπειρίας που είναι να εκφραστούν».
Συνεπώς, αυτές οι ιστορίες συνιστούν, συγκροτούν ή δίνουν σχήμα στις ζωές των ανθρώπων. Οι ζωές και οι σχέσεις των ανθρώπων αναπτύσσονται όσο ζουν μέσα σε αυτές τις ιστορίες ή όσο τις παρουσιάζουν.
Οι Anderson & Goolishian (1988) υπογραμμίζουν ότι ο τρόπος που σκεφτόμαστε για τα ανθρώπινα συστήματα και για τα προβλήματα που αυτά παρουσιάζουν έχει αλλάξει και την αλλαγή αυτή την τοποθετούν σε δύο βασικά σημεία:
-Τα ανθρώπινα συστήματα είναι προσανατολισμένα στο να γεννούν γλώσσα και νόημα (language and meaning generating systems). Η επικοινωνία και ο λόγος ορίζουν την κοινωνική οργάνωση και κατά συνέπεια ένα κοινωνικο-πολιτισμικό σύστημα είναι προϊόν της επικοινωνίας παρά η επικοινωνία είναι προϊόν της κοινωνικής οργάνωσης. Έτσι, κάθε ανθρώπινο σύστημα είναι ένα γλωσσικό ή επικοινωνιακό σύστημα.
-Η νοηματοδότηση και η κατανόηση είναι κοινωνικά και δϊυποκειμενικά κατασκευασμένες – αφορά τη δϊυποκειμενική εμπειρία. Μέσα από το διάλογο τα ανθρώπινα συστήματα αμοιβαία αναπτύσσουν τη δική τους γλώσσα και επιβεβαιώνουν τη σημασία τους.
Η Anderson μιλώντας για τα ανθρώπινα συστήματα κάνει λόγο για «γλωσσικά συστήματα». Έτσι, οι άνθρωποι νοούνται ως κάτι πολύ παραπάνω ή περισσότερο από απλά συστήματα επεξεργασίας πληροφορίας. Κατ’ επέκταση, οι άνθρωποι ορίζονται ως συστήματα που γεννούν γλώσσα και νόημα, ευρισκόμενοι σε μια δραστηριότητα δϊυποκειμενική και επαναλαμβανόμενη, έτσι που η κατασκευή του νοήματος και της κατανόησης, η κατασκευή των ανθρωπίνων συστημάτων, είναι μια συνεχής, δημιουργική και δυναμική διεργασία.