
Η ζωή που δεν έζησαν
Η Ρ. Είναι ένα κορίτσι 13 ετών και τελειώνει τη β’ Γυμνασίου. Έχει περάσει από αξιολόγηση από δύο ιατροπαιδαγωγικά κέντρα και διαγνώστηκε με δυσλεξία.
Η Ρ. θεωρείται από την οικογένεια ότι είναι ένα πολύ κλειστό και δύσκολο παιδί, ότι δεν επικοινωνεί, αντιδρά άσχημα και δεν τα πηγαίνει καλά στο σχολείο. Eίχει φτάσει στο όριο των απουσιών ήδη από την αρχή της χρονιάς και η απόδοσή της στα μαθήματα ήταν πολύ χαμηλή, με αποτέλεσμα να υπάρχει ενδεχόμενο να χάσει τη χρονιά και από βαθμούς.
H Ρ. ερχόταν ανελλιπώς στις συνεδρίες, χωρίς να έχει κάνει απουσίες και χωρίς να καθυστερεί. Πάντα πρόθυμη για τη διαδικασία και σταδιακά ανοιγόταν όλο και περισσότερο. Από την αρχή της θεραπευτικής διαδικασίας και όσο προχωρούσε ο καιρός όλο και περισσότερο, φαινόταν ότι η Ρ. δεν είχε καθοδήγηση και υποστήριξη από τους γονείς της, ούτε από κάποιον άλλο ενήλικα. Ήταν ένα παιδί αρκετά παραμελημένο, αφρόντιστο συναισθηματικά και με πολλές “ταμπέλες” (αυτιστική, κλειστή, απόμακρη, προβληματική, αδιάφορη).
Το παρουσιαστικό της φαινόταν πολύ μεγαλύτερο από την ηλικία της. Ενα ψηλό κορίτσι, αδύνατο, αλλά αρκετά ανεπτυγμένο και η φωνή της, και η τοποθέτησή της, μια ακουγόταν σαν παιδί και μια σαν μεγάλη γυναίκα. Το ντύσιμό της ήταν πολύ προκλητικό, και αρκετά φτωχής αισθητικής.
Η κοινωνική της ζωή περιοριζόταν στην παρέα της, η οποία αποτελείται από μεγαλύτερα κατά κύριο λόγο παιδιά με πιο ακραίες συμπεριφορές και ακατάλληλες και επικίνδυνες συνήθειες (όλη μέρα μέχρι αργά στο δρόμο, έκθεση σε ουσίες, τσιγάρα, ναρκωτικά, αλκοόλ).
Η μιζέρια των γονιών
Η Ρ. δεν φαινόταν να έχει καμιά προοπτική, καμία επιθυμία, κανένα στόχο και σχέδιο για τα επόμενα χρόνια. Η καθημερινότητά της ήταν φτωχή σε ερεθίσματα και ακατάλληλη για την ηλικία της.
Σε προηγούμενη συζήτηση με τους γονείς της για την καθημερινότητα του παιδιού έβλεπα μια ευκολία στο να ενοχοποιήσουν την ίδια τη Ρ. Ότι είναι αδιάφορη και ότι βαριέται. Στην ουσία ήταν σαφές ότι δεν ήθελαν να ασχοληθούν ουσιαστικά με το παιδί, ούτε να επενδύσουν στο μέλλον του, αφού σε κάθε μου παρότρυνση ήταν κάθετοι ότι δεν θα κάνει τίποτα η Ρ.
“…κοιμάται όλη μέρα ή βγαίνει έξω με τους φίλους της…”.
Η συμπεριφορά της Ρ. αντιστοιχούσε πολύ παραπάνω σε μια κοπέλα 17-18 ετών, παρά σε μία νεαρή έφηβη 13-14 ετών. Δεν φαινόταν να την απασχολεί αυτή η κατάσταση, αντίθετα φαινόταν να απολαμβάνει τη ρουτίνα της.
Κάποια μέρα, μέσα στην συνεδρία, μετά από κάποιους προβληματισμούς σε σχέση με το μέλλον της και την καθημερινότητά της, αλλάζει ύφος και λέει τα εξής:
“- Ναι, δεν με νοιάζει η ζωή μου να είναι μόνο το σχολείο. Δεν θέλω να κάνω μόνο ότι πρέπει για το σχολείο, θέλω να ζήσω λίγο κιόλας.
-Συμφωνώ, δεν γίνεται μόνο σχολείο και σπίτι. Από την άλλη, αυτό που θα κάνεις όταν ενηλικιωθείς δεν μπορείς να το κάνεις από τώρα, δηλαδή το να απολαμβάνεις έτσι όπως περιγράφεις τη ζωή σου και να βγαίνεις τόσο πολύ έξω.
-Εγώ πιστεύω ότι όταν ενηλικιωθώ δεν θα μπορώ να κάνω τίποτα τέτοιο γιατί θα πρέπει να δουλεύω.
-Οπότε λες ότι όταν ενηλικιωθείς θα έχεις μόνο υποχρεώσεις. Πώς το έχεις σκεφτεί αυτό;
-Δεν ξέρω, δεν βλέπω τους γονείς μου να περνάνε καλά και πολλούς άλλους δηλαδή όχι μόνο τους γονείς μου. Δηλαδή θα ενηλικιωθω, μετά 10 χρόνια μέχρι να κάνω παιδί και μετά απλά η ζωή μου θα είναι μίζερη”.
Η παραπάνω δήλωση ήταν αποκαλυπτική και κομβική για την πορεία της θεραπείας. Ήταν η πρώτη στιγμή που η Ρ. αποκάλυψε την δική της αλήθεια, την εξήγηση για την συμπεριφορά της, τις βαθιά υπαρξιακές αγωνίες, τα αδιέξοδα που έβλεπε στους γονείς της. Η στάση σώματος της είχε ένταση, θλίψη και απόγνωση και για πρώτη φορά φάνηκε να σπάει η αίσθηση της παντοδυναμίας και να αναδεικνύεται η ευάλωτη πλευρά της.
Η Ρ. ήταν πολύ έντονη και παρούσα στη στιγμή και ένιωσα ότι ξεπέρασε τα δεδομένα της με αυτή τη δήλωση. Η αλήθεια που αποκαλύφθηκε ήταν συγκινητική. Ήταν τόσο ταιριαστή η φράση του Γιουνγκ που λέει ότι “το μεγαλύτερο φορτίο στους ώμους των παιδιών είναι η ζωή που δεν έζησαν οι γονείς τους”.
Πραγματικά αυτό το φορτίο μπορούσε να εξηγήσει την διαρκή “κούραση” της Ρ. την ακεφιά της, την έλλειψη προοπτικής και το ότι φαινόταν πολύ μεγαλύτερη από την ηλικία της.
Επίσης, εξηγούσε την παθητικοεπιθετική συμπεριφορά και τα διπλά μηνύματα που λάμβανε από τους γονείς της και κυρίως από την μητέρα της.
“Μεγάλωσε γιατί δεν μπορώ να σε φροντίσω”.
“Είσαι αδιάφορη, δεν μπορείς να ακούσεις τα προβλήματά μου”.
“Μην έχεις οικονομικές απαιτήσεις, σκοτώνομαι στη δουλειά και πάλι δεν μας βγαίνουν”.
“Έμεινα σπίτι να σας μεγαλώσω και είμαι μόνη μου”.
“Έχουμε πάει σε έναν σωρό ειδικούς, το παιδί έχει πρόβλημα”.
Η θεραπεία ήταν το δικό της “κράτημα”, ήταν ο χώρος που μπορούσε να δει τον εαυτό της στις πραγματικές του διαστάσεις, να αναμετρηθεί με τα αδιέξοδά της, να αντιμετωπίσει την ευαλωτότητά της και να αποφασίσει αν θα κάνει την υπέρβαση στη δική της ζωή ή θα βουλιάξει στο άλλοθι της μιζέριας των γονιών της.

