
Η υποκειμενικότητα του θεραπευτή σην ψυχοθεραπευτική διαδικασία
Στη σύγχρονη ψυχαναλυτική σκέψη, γίνεται πλέον αποδεκτό το αναπόφευκτο της επίδρασης της υποκειμενικότητας του θεραπευτή, στην ψυχοθεραπευτική διαδικασία. Η επίδραση αυτή είναι ως ένα βαθμό επιθυμητή και αξιοποιήσιμη για την εξέλιξη της θεραπείας, που γίνεται πλέον αντιληπτή ως μια διαδικασία αλληλεπίδρασης δυο υποκειμενικοτήτων, δυο ψυχισμών, δηλαδή, που ο κάθε ένας διακατέχεται από τις δικές του σκέψεις, φαντασιώσεις, φόβους και επιθυμίες και κάθε ένας έχει το δικό του, θα μπορούσαμε να πούμε, παρελθόν.
Ο θεραπευτής βρίσκεται, διαρκώς, κάτω από την επίδραση του ψυχισμού του, την οποία, όσο άρτια και αν είναι η τεχνική που χρησιμοποιεί, δεν δύναται να αποφύγει. Όπως κάθε άνθρωπος, έτσι και ο θεραπευτής, διακατέχεται από το δικό του σύμπλεγμα αγχών και αμυνών, που συνιστούν το δικό του «ηθικό αποτύπωμα», κάνοντας τον μοναδικό (Ferro και Basile 2004, p.661). Κάθε παρέμβαση του έχει, στην πραγματικότητα, διαμορφωθεί από την επίδραση αμέτρητων, συνειδητών και ασυνείδητων, υποκειμενικών σκέψεων. Θα μπορούσαμε να πούμε ότι ο θεραπευτής βρίσκεται εγγενώς κάτω από την επιρροή της υποκειμενικότητάς του.
Ο Bonaminio, μάλιστα, θα πει ότι η σύσταση του Bion (1967) για εγκατάλειψη της μνήμης και της επιθυμίας από πλευράς του θεραπευτή, καθώς και η δήλωση του Winnicott (1962, p.166) ότι, κάνοντας ψυχανάλυση, έχει στόχο να διατηρείται ζωντανός, καλά και σε εγρήγορση, να είναι ο εαυτός του και να συμπεριφέρεται όπως ο εαυτός του, είναι δηλώσεις που κάθε άλλο παρά θέματα τεχνικής αφορούν. Με αυτά τα σχόλια, λέει ο Bonaminio, οι Winnicott και Bion περιγράφουν « τη στάση του αναλυτή στο γραφείο, στο εδώ και τώρα της συνεδρίας- τρόπους για να μπορεί να είναι ο-εαυτός-του ώστε να είναι-με-τον-ασθενή». «Παρά τις προθέσεις και την πειθαρχία του να μην εισβάλλει στο έδαφος του ασθενούς» συνεχίζει ο Bonaminio, «ο θεραπευτής, είτε αποφασίζει να κάνει μια ερμηνεία είτε να παραμείνει σιωπηλός, αναπόφευκτα αφήνει κάτι από τον εαυτό του, κάτι προσωπικό, κάτι από την ατομικότητά του να υπερβεί αυτά τα όρια» (2008, p.1111).
Ο Renik (1998, p. 491), θα μιλήσει για την «αμείωτη υποκειμενικότητα» (irreducible subjectivity) του θεραπευτή, εξηγώντας ότι ο θεραπευτής δεν μπορεί ποτέ να γνωρίζει, σε κάθε δεδομένη στιγμή, κατά πόσο επηρεάζεται η θεραπευτική του δραστηριότητα από την υποκειμενικότητα του, δηλαδή από προσωπικές σκέψεις και συναισθήματα, των οποίων δεν έχει επίγνωση. Ο ίδιος, μάλιστα, θα πει ότι η συναισθηματική εμπλοκή του θεραπευτή είναι απαραίτητη, για να δημιουργηθούν στον θεραπευόμενο οι ικανοποιήσεις και οι ματαιώσεις, που θα θέσουν τη βάση για την εγκατάσταση της μεταβίβασης και άρα για μια πετυχημένη θεραπεία (Renik 1993, p.564).
O Αντίλογος
Ωστόσο, υπάρχουν φορές που η αναπόφευκτη εμπλοκή της υποκειμενικότητας του θεραπευτή, δεν λειτουργεί εποικοδομητικά για την εξέλιξη της θεραπευτικής διαδικασίας. Χαρακτηριστική περίπτωση μιας τέτοιας εκδήλωσης αποτελεί το λεγόμενο «φαινόμενο του προμαχώνα» (bastion phenomenon) (Baranger 2012,p.134). Στο φαινόμενο του προμαχώνα, ο θεραπευτής, συμμαχώντας με τις αντιστάσεις του θεραπευόμενου, αποφεύγει να θίξει τα θέματα στα οποία ο θεραπευόμενος συστηματικά αποφεύγει να αναφερθεί. Τα θέματα αυτά, που για τον θεραπευόμενο μπορεί να αφορούν επώδυνες μνήμες και συναισθήματα ή να σχετίζονται με εξιδανικευμένα αντικείμενα ή ιδέες, στην περίπτωση που είναι εξίσου δύσκολο και για τον θεραπευτή να τα διαπραγματευτεί, παραμένουν στη σιωπή. Σύμφωνα με την
Baranger, το φαινόμενο αυτό αποτελεί τη μεγαλύτερη απειλή για τη θεραπεία και συχνά διαλάθει της προσοχής των θεραπευτών. Όταν πια, συνήθως αναδρομικά, αποκτούν επίγνωση της κατάστασης, οφείλουν να επιστρέψουν στην εποπτεία ή την αυτοανάλυσή τους, προκειμένου να αναλύσουν τη σχέση τους με τα επίμαχα ζητήματα.
Τα «τυφλά σημεία»
Οι δυσκολίες στη διαπραγμάτευση ορισμένων πεδίων από τον θεραπευτή περιγράφονται, επίσης, ως «τυφλά» (blind spots) και «δύσκολα σημεία» (hard spots). Σύμφωνα με τον McLaughlin, ο θεραπευτής «μπορεί να παλινδρομήσει σε λιγότερο εξελιγμένη μορφή δεκτικότητας, καθώς αναδεύονται μέσα του παλιές και μόνο μερικώς επιλυμένες συγκρούσεις, που τώρα αποκτούν νέα ορμή από τα δυναμικά και
τις μεταβιβαστικές εντάσεις του συγκεκριμένου ασθενούς… Αυτό μπορεί να κινητοποιήσει τέτοια αμυντική δραστηριότητα, που να συμβάλλει στο να αγνοεί επιλεκτικά πληροφορίες (τυφλά σημεία) ή σε θεωρητικές και τεχνικές προτιμήσεις(δύσκολα σημεία) του θεραπευτή» (1991, p.600).
Η αναγνώριση, όμως, της θεραπευτικής διαδικασίας ως μιας αμοιβαίας διϋποκειμενικής σχέσης, συνεπάγεται και την αναγνώριση των δυσκολιών που σχετίζονται με την εμπλοκή της υποκειμενικότητας του θεραπευτή. Δυσκολίες, που μπορεί να υπάρχουν σε άλλοτε άλλο βαθμό, σύμφυτες με την ανθρώπινη φύση του θεραπευτή και που, συχνά, εμφανίζονται με τη μορφή διαδραματίσεων. Δυσκολίες, που αντιμετωπίζονται με την έγκαιρη αναγνώρισή τους και με την προσφυγή στα μέσα που ο θεραπευτής διαθέτει για το σκοπό αυτό, δηλαδή την προσωπική του
ανάλυση, την αυτοανάλυση και την εποπτεία.
Ο Freud (1910, p.145), άλλωστε, εξαρχής θα πει ότι «κανείς αναλυτής δεν μπορεί να προχωρήσει περισσότερο, από όσο του επιτρέπουν τα δικά του συμπλέγματα και οι άμυνες του», συνδέοντας ευθέως την εξέλιξη της θεραπευτικής διαδικασίας με την υποκειμενικότητα του θεραπευτή. Σύμφωνα με τον Akhtar, η εμπειρία από την πλευρά του θεραπευτή ενός προσωπικού τραυματικού γεγονότος, παρόμοιου με αυτό που συμβαίνει στον ασθενή, μπορεί να είναι βοηθητική για την κατανόησή του, με
την προϋπόθεση ότι αυτός το έχει διαπραγματευτεί επαρκώς. Αν, αντιθέτως, εξακολουθούν να υπάρχουν ανεπίλυτες πτυχές αυτού του τραύματος, υπάρχει κίνδυνος «εύκολης αυτοαποκάλυψης, συμπαιγνίας με βάση το κοινό τραύμα (homotraumatic collusion), και παράκαμψης της ερμηνείας των τωρινών χρήσεων του τραυματικού θέματος για την προσωπικότητα (του ασθενούς)» (2014, p.211). «Αυτό που περισσότερο μετράει», συνεχίζει ο Akhtar, «είναι η ειλικρίνεια του αναλυτή απέναντι στον εαυτό του, στον ασθενή του και στην αναλυτική διαδικασία, καθώς αυτό είναι που τον ωθεί να παραμείνει σε εγρήγορση, να αναζητήσει συμβουλές (consultation), να αποφύγει την “υπερ-εχεμύθεια” (“hyper-confidentiality”) και τα μεγάλα λάθη στην τεχνική».
Ο Renik θα πει (1993, p.557) ότι η επίγνωση των συναισθημάτων του θεραπευτή είναι συνήθως αποτέλεσμα της, εκ των υστέρων, αναστόρησης πράξεων ή παραλείψεων εκ μέρους του, που συνιστούν μικρές εκδραματίσεις. Οι εκδηλώσεις αυτές, όσο μικρές ή ασήμαντες και αν φαίνονται αρχικά, έχουν στην πραγματικότητα μεγάλη σημασία, καθώς επηρεάζουν τον τρόπο που στη συνέχεια αντιμετωπίζει το υλικό, τη στάση του και την επιλογή των παρεμβάσεων, ακόμα και των λέξεων, που χρησιμοποιεί. Είναι οι μικρές αυτές πράξεις ή παραλείψεις, που ο θεραπευτής οφείλει να αναγνωρίζει και να μελετά, ενισχύοντας συνεχώς την επίγνωση της επίδρασης της υποκειμενικότητάς του, στην εξέλιξη της θεραπείας. Και αυτή, ακριβώς, η προσπάθεια της αναγνώρισης της υποκειμενικότητάς του, είναι που ενισχύει την αντικειμενικότητα στη θεραπευτική εργασία. Όταν, δηλαδή, ο θεραπευτής λαμβάνει
υπ’ όψιν του το γεγονός, ότι η υποκειμενικότητά του είναι μια απόλυτη προϋπόθεση για την εργασία του, τότε είναι που μπορεί να γίνει πραγματικά αντικειμενικός. (Renik 1998,p. 487).
Σύμφωνα με τους Ferro και Basile (2004, p.661), η προσωπική ιστορία του θεραπευτή συν-καθορίζει τη θεραπευτική σχέση, είτε ο θεραπευτής το γνωρίζει και το επιθυμεί είτε όχι, και όσο πιο μακριά από την επίγνωσή του θεραπευτή συμβαίνει αυτό, τόσο πιο ισχυρή είναι η τάση του να προχωράει βίαια στο θεραπευτικό έδαφος, κουβαλώντας τα δικά του τυφλά σημεία. Οι Ferro και Basile θα μιλήσουν επίσης (στο ίδιο, p.666) και για τη σημασία της προσωπικής ανάλυσης του θεραπευτή. Μέσω της προσωπικής του ανάλυσης, ο θεραπευτής πρέπει να έχει επεξεργαστεί επαρκώς τα δικά του τραύματα, επιτρέποντας του να έχει μια «ευαισθησία στα επώδυνα» (“painful sensitivity”), που μπορεί να χρησιμοποιήσει ως εργαλείο στην εργασία του, για να εναρμονίζεται με τις επώδυνες πλευρές του ασθενούς του. Επιπλέον, αναφέρουν (στο ίδιο, p.665) τη σημασία της ικανότητας του θεραπευτή για αυτοανάλυση. Ο θεραπευτής, και πάλι ως αποτέλεσμα της προσωπικής του ανάλυσης, θα πρέπει να διαθέτει τα κατάλληλα εργαλεία για να εργάζεται με το δικό του ψυχικό όργανο, να εποπτεύει την αντιμεταβίβασή του και να ελέγχει τους τρόπους με τους οποίους επεξεργάζεται τις προβλητικές ταυτίσεις των ασθενών του, ειδικά σε δύσκολες στιγμές της θεραπευτικής διαδικασίας.
Είναι, σύμφωνα με τον Bonaminio, η υποκειμενικότητα του θεραπευτή που του επιτρέπει να επαναδιατυπώσει το αφήγημα του ασθενούς, διαφορετικά από τον καθένα, και η προσωπική του ιστορία που τον εξοπλίζει με το ευρύ εσωτερικό του περιεχόμενο, που αναδιαμορφώνεται από τον κάθε ασθενή. Είναι, όμως, και η προσωπική του ανάλυση, η αυτοανάλυση, η εκπαίδευση και ο επαγγελματισμός του, που του επιτρέπουν, όταν χρειάζεται, να «βγαίνει» από την υποκειμενικότητα του και να τη διαχωρίζει από την εργασία που κάνει για τον ασθενή (2008, p.1141).
Η αντίληψη της αναπόφευκτης εμπλοκής της υποκειμενικότητας του θεραπευτή θέτει τις βάσεις για μια θεραπεία, στην οποία ο θεραπευτής δεν επαγγέλλεται ότι μπορεί να καταφέρει το ακατόρθωτο, δηλαδή την υπέρβαση της υποκειμενικότητάς του, και οι ερμηνείες δεν προσφέρονται ως οι αντικειμενικές αλήθειες ενός ανεπηρέαστου γνώστη της πραγματικότητας, αλλά ως κατασκευές που, έχοντας διέλθει από το πρίσμα της υποκειμενικότητας του θεραπευτή, προτείνονται στον θεραπευόμενο, προκειμένου να συμβάλλουν στην από κοινού τους προσπάθεια, κατασκευής νοήματος.

