Θεωρητικές προσεγγίσεις της προσκόλλησης
Οι συμπεριφορές προσκόλλησης του παιδιού (το να αναζητά την εγγύτητα με τη μητέρα, να την ακολουθεί παντού, να κλαίει και να φωνάζει όταν εκείνη δεν είναι μαζί του) είναι συμπεριφορές που έχει το παιδί μάθει. Η συμπεριφοριστική θεωρία αποδίδει στην παροχή τροφής τον κεντρικό ρόλο στην σχέση βρέφους – μητέρας. Έτσι, καθώς η πείνα του βρέφους ικανοποιείται κατ’ επανάληψη από την μητέρα το παιδί μαθαίνει να προτιμά όλων των ειδών τα ερεθίσματα που συνοδεύουν την παροχή τροφής, συμπεριλαμβανομένης και της ζεστής συμπεριφοράς της μητέρας προς το παιδί.
Ενδείξεις για την φύση του φαινομένου της προσκόλλησης προσφέρονται από τα μοντέλα των ζώων και πιο συγκεκριμένα από τις μελέτες του Harlow (1969) με πιθήκους. Αυτές οι μελέτες έδειξαν την τεράστια σημασία της σωματικής επαφής στο σχηματισμό δεσμού βρέφους και μητέρας. Μόνη η ικανοποίηση αναγκών δεν είναι ικανή συνθήκη δημιουργίας αυτού του δεσμού.
Επιπλέον, παρατηρήσεις των βρεφών δείχνουν ότι αυτά προσκολλώνται σε άτομα του περιβάλλοντός τους που σπάνια τα ταΐζουν.
Πολύ συχνά βρέφη και παιδιά, που κοιμούνται μόνα τους ή έχουν αποχωρισμούς διαρκείας από τα αγαπημένα τους πρόσωπα, αναπτύσσουν ένα ισχυρό συναισθηματικό δεσμό με μαλακά, συνήθως γούνινα κουκλάκια ή με την κουβέρτα τους που λειτουργούν ως υποκατάστατα.
Μια άλλη συμπεριφοριστική άποψη θέλει το βρέφος να δημιουργεί αυτό τον δεσμό με τη μητέρα του γιατί αυτή είναι κυρίως που απαντά και ενισχύει την κοινωνική συμπεριφορά του παιδιού. Όσο περισσότερες είναι οι συμπεριφορές του παιδιού που ενισχύονται με συνέπεια από τη μητέρα τόσο περισσότερο ισχυροποιείται ο δεσμός.
Όμως, παρ’ όλο που οι συντονισμένες συναλλαγές μεταξύ παιδιού – μητέρας επηρεάζουν την ποιότητα της σχέσης τους, αυτή η θεωρία δεν μπορεί να εξηγήσει την δημιουργία του δεσμού εφ’ όσον συμπεριφορές προσκόλλησης αναδύονται ακόμα και κάτω από συνθήκες κακοποίησης.
Μια από τις μεγαλύτερες πηγές υποστήριξης της θεωρίας της προσκόλλησης προέρχεται από τις μελέτες τουHarlow (1952) με πιθήκους οι οποίες έδειξαν ότι, ακόμα και όταν οι μητέρες πίθηκοι που μεγάλωσαν σε απομόνωση συμπεριφέρονταν επιθετικά στα βρέφη τους, αυτά αναζητούσαν τη φυσική επαφή μαζί τους.
Επίσης, κακοποιημένα παιδιά έκαναν παρόμοιες προσπάθειες προσέγγισης των μητέρων τους που καθόλου δεν τα ενίσχυαν αλλά αντιθέτως μόνο τα τιμωρούσαν.
Κατά τους Freud και Erickson, το κύριο συστατικό της προσκόλλησης είναι η φροντίδα του παιδιού κατά την διάρκεια του ταΐσματος εφόσον η στοματική ζώνη είναι ο τόπος της ικανοποίησης του ενστίκτου κατά τη διάρκεια του πρώτου έτους. Όταν η μητέρα παρέχει στο παιδί της τροφή σταθερά και συνοδεύει την παροχή της τροφής με εκδηλώσεις αγάπης και στοργής, το παιδί αναπτύσσει αισθήματα εμπιστοσύνης απέναντί της.
Έτσι, το παιδί αισθάνεται ασφαλές να απομακρυνθεί από εκείνη, για μικρές περιόδους για να εξερευνήσει το περιβάλλον του, το παιδί κατασκευάζει μια μόνιμη πνευματική εικόνα της μητέρας του στην οποία μπορεί να στηριχθεί για σύντομες απουσίες.
Για τον Freud, ο συναισθηματικός δεσμός του παιδιού με τη μητέρα βάζει τα θεμέλια όλων των επόμενων σχέσεών του.
Σε σύγκριση με τον συμπεριφορισμό, η ψυχαναλυτική προσέγγιση προσφέρει μια πιο πλούσια θεώρηση του φαινομένου: η ανάπτυξη της προσκόλλησης έχει κριτική σημασία στην εξερεύνηση του περιβάλλοντος, στην γνωστική ανάπτυξη και στην συναισθηματική ασφάλεια.
Αποτέλεσμα αυτού είναι η εμφάνιση δύο αρνητικών συναισθημάτων: το άγχος του αποχωρισμού, όταν η μητέρα απομακρύνεται από το παιδί. Όταν η απόσταση μεταξύ μητέρας και παιδιού γίνεται πολύ μεγάλη, φροντίζουν να την μειώσουν. Έτσι, διατηρείται η ισορροπία (το παράδειγμα του Θερμοστάτη).Ο δεσμός παρέχει στο παιδί το αίσθημα της ασφάλειας. Η μητέρα γίνεται η βάση ασφάλειας από την οποία το παιδί μπορεί να εξορμά για τις εξερευνήσεις του και στην οποία επιστρέφει για να ανανεώσει την επαφή και για να επιστρέψει στις εξερευνήσεις του. άγχος προς τα ξένα πρόσωπα, όταν μη οικεία πρόσωπα πλησιάζουν το παιδί.
Επομένως, η φυσιολογική διαδικασία ανάπτυξης του δεσμού είναι ένα μείγμα από θετικά και αρνητικά συναισθήματα όπως αγάπη, αγωνία φόβο.
Μεγάλη συμβολή στην μελέτη της προσκόλλησης ήταν αυτή του Bowlby (1969), Βρετανού ψυχιάτρου στον οποίο ανέθεσαν να μελετήσει τα ψυχικά προβλήματα των παιδιών που είχαν αποχωριστεί από τους γονείς τους κατά τη διάρκεια του πολέμου και είχαν τοποθετηθεί σε ιδρύματα.
Σύμφωνα με τον Bowlby (1969), οι ανθρώπινες συμπεριφορές εξελίσσονται κατά την οντογενετική πορεία του ανθρώπου γύρω από τον άξονα της επιβίωσης. Το ανθρώπινο μωρό, όπως και των ζώων, είναι εξοπλισμένα με συμπεριφορές που τα καλούν να έχουν κοντά τους γονείς τους για να προστατεύονται από τον κίνδυνο.
Αρχικά λοιπόν, υπάρχει μια εγγενής αναζήτηση στο παιδί του γονέα πλάι του. Αργότερα, ένας πραγματικά συναισθηματικός δεσμός αναπτύσσεται υποστηριζόμενος από την ανάπτυξη γνωστικών και συναισθηματικών ικανοτήτων.
Ασφαλείς και ανασφαλείς μορφές δεσμού
Η πιο διαδεδομένη μέθοδος αξιολόγησης της ποιότητας της προσκόλλησης του βρέφους στον τροφό είναι η «Συνθήκη με ξένο». Αναπτύχθηκε αρχικά από την Ainsworth και τους συνεργάτες της (1978) και συνίσταται σε μια. πειραματική διαδικασία στην οποία συμμετείχαν βρέφη 12 – 18 μηνών, ικανά δηλαδή να μπουσουλήσουν ή να περπατήσουν.
Η διαδικασία αποτελείται από οκτώ «κοινωνικά επεισόδια» στα οποία εμπλέκονται το βρέφος, η μητέρα του και ένας άγνωστος ενήλικος σε διαφορετικούς συνδυασμούς. Το βρέφος έρχεται σε επαφή με ένα σύνολο αγχογόνων καταστάσεων όπως το να βρίσκεται σε ένα μη οικείο χώρο, να συναντά ένα ξένο και να αποχωρίζεται τη μητέρα του.
Τα 3λεπτα «κοινωνικά επεισόδια» περιλαμβάνουν: αποχωρισμό του βρέφους από τη μητέρα, αλληλεπίδραση με ένα άγνωστο πρόσωπο και επανεμφάνιση της μητέρας.
Μελετήθηκαν α) η αντίδραση του βρέφους κατά το αποχωρισμό με την μητέρα τους, β) κατά την επανεμφάνιση της μητέρας τους και 3) η διάθεση εξερεύνησης του περιβάλλοντος.
Βάσει της συμπεριφοράς των βρεφών στην πειραματική συνθήκη, τρεις ομάδες ταυτοποιήθηκαν. Τα περισσότερα παιδιά (περίπου το 60% – 70%) παρουσίαζαν το μοντέλο του ασφαλούς δεσμού. Σταμάτησαν να παίζουν όταν έμειναν μόνα τους με τον ξένο και έκλαιγαν αναζητώντας την μητέρα τους, χάρηκαν πολύ όταν την ξαναείδαν και αποζητούσαν την σωματική επαφή μαζί τους, είχαν μεγάλη διάθεση εξερεύνησης του περιβάλλοντος όταν ήταν κοντά στην μητέρα τους.
Τα υπόλοιπα βρέφη τα οποία δεν παρουσίασαν την παραπάνω συμπεριφορά, ταξινομήθηκαν ανάλογα με τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της συμπεριφοράς τους στους παρακάτω ομάδες οι οποίες αντιστοιχούν σε διαφορετικούς τύπους ανασφαλούς δεσμού. Τρεις τύποι ανασφαλούς δεσμού ταυτοποιήθηκαν:
- Ανασφαλής δεσμός τύπου αποφυγής
(αφορά το 20% των βρεφών)
– Δεν δείχνουν ενδιαφέρον για το πρόσωπο της μητέρας τους
– Δεν εκδηλώνουν ανησυχία όταν αυτή απομακρύνεται ούτε σημάδια ανακούφισης όταν αυτή εμφανίζεται ξανά
– Έχουν μικρότερη τάση εξερεύνησης από ό,τι τα βρέφη με ασφαλή δεσμό
- Ανασφαλής δεσμός τύπου αντίστασης
(αφορά το 10% των βρεφών)
– Δείχνουν υπερβολικό ενδιαφέρον για τη μητέρα τους και ασχολούνται συνεχώς μαζί της
– Η απομάκρυνσή της τους προκαλεί άγχος
– Εκφράζουν έντονο θυμό κατά τη επανεμφάνισή της, εκφράζουν έντονο θυμό και αποφεύγουν την επαφή μαζί της
– Παρουσιάζουν μικρή τάση εξερεύνησης
- Αποδιοργανωμένος/ αποπροσανατολισμένος δεσμός
(αφορά το 15% των βρεφών)
– Παρουσιάζουν παράξενες και αντιφατικές αντιδράσεις
– Άλλες φορές πλησιάζουν τη μητέρα και άλλες την αποφεύγουν
– Επιδεικνύουν τεράστια ανασφάλεια
Τα συμπεράσματα που προκύπτουν από αυτή την μελέτη είναι ότι, εάν το περιβάλλον του βρέφους δείχνει ευαισθησία, κατανοεί τις ανάγκες του και αντιδρά γρήγορα και με θετικά συναισθήματα, τότε υπάρχουν οι προϋποθέσεις δημιουργίας ασφαλούς δεσμού. Αντίθετα, εάν το περιβάλλον τους βρέφους δείχνει συναισθηματική ψυχρότητα, έλλειψη σταθερότητας τότε προκαλούνται απρόβλεπτες και αντιφατικές αντιδράσεις στο βρέφος με αποτέλεσμα να αυξάνονται οι πιθανότητες δημιουργίας ανασφαλούς δεσμού.
ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΙΚΑ
- Η ποιότητα των συναισθηματικών αλληλεπιδράσεων μητέρας – παιδιού, καθορίζει το είδος του δεσμού που αναπτύσσεται
- Το είδος του δεσμού που θα αναπτύξει το βρέφος έχει άμεσες συνέπειες στην γενικότερη κοινωνική και συναισθηματική του αναπτυξιακή πορεία
- Αν ο δεσμός είναι ασφαλής, υπάρχουν περισσότερες πιθανότητες ομαλής κοινωνικοποίησης και ανάπτυξης σταθερών διαπροσωπικών σχέσεων στη μετέπειτα ζωή τους, δημιουργίας αισθημάτων ασφάλειας και καλύτερης εικόνας για τον εαυτό τους. Επιπλέον, επιτρέπει την ανάπτυξη κοινωνικών δεξιοτήτων, ικανοτήτων προσέγγισης των άλλων και ικανότητας αυτοελέγχου.
- Αν ο δεσμός είναι ανασφαλής, τότε παρουσιάζονται δυσκολίες στη συναισθηματική ζωή του παιδιού, στις διαπροσωπικές του σχέσεις, τάσεις υπερβολικού συναισθηματικού αυτοελέγχου ή αντίθετα τάσεις υπερβολικού θυμού και φόβου.
- Ακραίες μορφές διαταραγμένου δεσμού (αμέλεια ή κακοποίηση του παιδιού, έλλειψη σταθερού οικογενειακού περιβάλλοντος με πολλές αλλαγές στα πρόσωπα που έχουν τη φροντίδα των παιδιών, ιδρυματικό περιβάλλον) κάνουν πιθανή την εμφάνιση ψυχοπαθολογίας.