
Μεταβίβαση και Αντιμεταβίβαση
Η θεραπευτική δυάδα στη ψυχανάλυση, είναι μια σχέση ανάμεσα σε δύο υποκείμενα. Ο θεραπευτής και ο θεραπευόμενος, μέσα από την αλληλεπίδραση τους, δημιουργούν μια πολύπλοκη σχέση, στην οποία εμπεριέχονται οι σκέψεις, οι αντιλήψεις, τα πιστεύω και τα βιώματά τους. Με αυτήν την έννοια, θα μπορούσαμε να πούμε ότι η ψυχαναλυτική θεραπεία -και κατ’ επέκταση η ψυχοθεραπευτική σχέση- αφορά στην αλληλεπίδραση δυο υποκειμενικοτήτων, είναι συνεπώς μια κατάσταση διϋποκειμενική.
Σε σχέση με την υποκειμενικότητα του θεραπευτή, ο πρώτος που, στην πραγματικότητα, αναφέρθηκε σε αυτήν ήταν ο Freud (1910), εισάγοντας την έννοια της αντιμεταβίβασης, που αφορά «στο σύνολο των ασυνείδητων αντιδράσεων του ψυχαναλυτή απέναντι στον ψυχαναλυόμενο και πιο συγκεκριμένα στη μεταβίβασή του». Ωστόσο, η αντίληψη του Freud για τη στάση του θεραπευτή απέναντι στην ψυχική του κατάσταση και στις συναισθηματικές του αντιδράσεις, ήταν ότι, σύμφωνα με το ρόλο του, θα έπρεπε να μετριάζει τις αντιμεταβιβαστικές του εκδηλώσεις και να λειτουργεί ως ουδέτερος παρατηρητής, υποδεχόμενος ως άλλη «λευκή οθόνη» τις προβολές του ασθενούς του.
Μια θέση που άρχισε σύντομα να αποδυναμώνεται στην αναλυτική σκέψη.
Πιο συγκεκριμένα, σημείο καμπής στην ψυχαναλυτική θεωρία και τεχνική θεωρείται η εισαγωγή της έννοιας της προβλητικής ταύτισης, από τη Melanie Klein (1946). Αν και η ίδια συμμεριζόταν την αντίληψη του Freud, που θεωρούσε ότι η αντιμεταβίβαση ήταν εμπόδιο στην αναλυτική εργασία, η Klein, με την ανάπτυξη της έννοιας της προβλητικής ταύτισης, έδωσε το έναυσμα σε αναλυτές, όπως η Paula
Heimann (1950) και ο Heinrich Racker (1968), να περιγράψουν τα συναισθήματα του αναλυτή ως φέροντα νόημα και ως έχοντα ιδιαίτερη χρησιμότητα για την ψυχαναλυτική διαδικασία.
Με την περαιτέρω συμβολή αναλυτών, όπως οι Wilfred Bion (1962) και Donald Winnicott (1960), που ανέπτυξαν τις έννοιες του περιέχοντος- περιεχομένου και του μεταβατικού χώρου αντίστοιχα, η σύγχρονη ψυχαναλυτική σκέψη κατευθύνθηκε προς την απόδοση ιδιαίτερης σημασίας στην υποκειμενική εμπειρία του θεραπευτή, κατανοώντας την ως το βασικό μέσο που διαθέτει, για να αποκτήσει γνώση τόσο της αναλυτικής σχέσης όσο και της εσωτερικευμένης αντικειμενοτρόπου σχέσης. Ο θεραπευτής, από τον αρχικό του ρόλο ως παρατηρούν υποκείμενο, σύμφωνα με τη
φροϋδική αντίληψη, αρχίζει να γίνεται αντιληπτός ως συμμετέχων παρατηρητής και ως ενεργός συμπρωταγωνιστής στη θεραπευτική διαδικασία.
Κατ΄ αντιστοιχία, ο θεραπευόμενος παύει να θεωρείται ότι είναι απλώς υποκείμενο της έρευνας και μετατρέπεται σε υποκείμενο στην έρευνα, και το αντικείμενο μελέτης της θεραπείας μετατοπίζεται, από την αποκλειστική μελέτη της ατομικότητας του θεραπευόμενου, στη σχέση και την αλληλεπίδραση του με τον θεραπευτή. Ιδιαίτερη σημασία, για την ψυχοθεραπευτική διαδικασία, αποκτά η εμπειρία που έχουν θεραπευτής και θεραπευόμενος από τη θεραπευτική σχέση, καθώς συμμετέχουν σε μια διαδικασία δημιουργίας, μέσω της μεταξύ τους αλληλεπίδρασης, μιας διϋποκειμενικής συνάντησης, διαφορετικής από άλλα διϋποκειμενικά γεγονότα.
Σύμφωνα με τον Ogden (1994), η ιδιαιτερότητα αυτή της θεραπευτικής συνάντησης οφείλεται στη δημιουργία του αναλυτικού τρίτου, ενός υποκειμένου που δημιουργείται ως αποτέλεσμα της εργασίας θεραπευτή και θεραπευόμενου και συνιστά τον πυρήνα της αναλυτικής εργασίας. Κατά τη θεραπευτική διαδικασία, ο θεραπευτής δεν ακούει απλώς τον θεραπευόμενο, αλλά βιώνει τη δική του εμπειρία
δημιουργίας του αναλυτικού τρίτου, ενώ, κατά τον ίδιο τρόπο, ο θεραπευόμενος βιώνει το παρελθόν του, μέσα από αυτήν τη νέα δημιουργία του αναλυτικού υποκειμένου.
Τελικώς, θεραπευτής και θεραπευόμενος αποκτούν υπόσταση, καθώς συμμετέχουν σε μια αμοιβαία διαδικασία δημιουργίας ο ένας του άλλου, ενώ ταυτόχρονα λειτουργούν αμφότεροι ως υποκείμενα της θεραπευτικής διαδικασίας.
Ωστόσο, ο μετασχηματισμός αυτός δεν γίνεται έξω από την προσωπική ιστορία των δύο υποκειμένων, που είναι διαρκώς παρούσα και καθορίζει τη μεταξύ τους σχέση. Και αν η σημασία της ιστορίας του θεραπευόμενου είναι δεδομένη και προφανής για την εργασία του θεραπευτικού ζεύγους, φαίνεται ότι, για την εξέλιξη της θεραπευτικής διαδικασίας, είναι εξαιρετικά σημαντική η ιστορία και του θεραπευτή.
Άλλωστε, σύμφωνα με τον Ogden, θεραπευτής και θεραπευόμενος δημιουργούν ο ένας τον άλλο, μέσα από την ιστορία τους, καθώς το παρόν της θεραπευτικής συνάντησης γίνεται αντιληπτό ως η παρούσα στιγμή του παρελθόντος, ενός παρελθόντος που «μας μιλάει όσο μιλάμε και ο ένας στον άλλο» (Ogden 1994).

