
Συμβολισμός, πραγματικότητα και φαντασία
Ο Freud αναφερόταν σε πρωταρχικές φαντασίες (primal phantasy), ο Jung στο «συλλογικό ασυνείδητο», η Klein στην ασυνείδητη φαντασία, ο Bion(1962) στην ονειρική διεργασία σαν ασυνείδητη σκέψη τόσο κατά την διάρκεια του ύπνου όσο και κατά την εγρήγορση.
Σήμερα μιλάμε για τον ρόλο ενός εσωτερικού ερμηνευτή ή για την λειτουργία της νοητικοποίησης (mentalisation). Τι όμως εκφράζουν όλες αυτές οι έννοιες, αν όχι έναν τρόπο επεξεργασίας
της εμπειρίας, μια προσπάθεια αναπαράστασής της και απόδοσης νοήματος από αυτήν; Δεν είναι μέρος των συμβολικών ικανοτήτων του ανθρώπινου νου;
Αν και η Klein θεωρούσε τον συμβολισμό σαν την βάση της φαντασίας, για άλλους η σχέση της φαντασίας με τον συμβολισμό παραμένει απροσδιόριστη.
Η Milner (1952), θεώρησε ότι η έννοια της φαντασίας είναι απαραίτητη στην κατανόηση του συμβολισμού, αφού μόνο στην φαντασία δύο ανόμοια αντικείμενα συγχωνεύονται σε ένα. Κατά την ίδια, άλλες έννοιες που εμπλέκονται στην κατανόηση του συμβολισμού είναι η συγχώνευση, η έκσταση και το πλαίσιο. Είναι απαραίτητο για το παιδί να μην διαψευσθεί πρόωρα η παραίσθηση (illusion) της συγχώνευσης γιατί αυτό θα οδηγήσει στην αίσθηση του καταστροφικού χάους και όχι σε αυτήν της κοσμικής ευτυχίας.
Το φαινόμενο της έκστασης είναι φαινόμενο παλινδρομικό στην ουσία του και παρατηρείται σε θρησκευτικές και καλλιτεχνικές εμπειρίες. Είναι απαραίτητο, σύμφωνα με την άποψή της, προκειμένου να γίνει ένα βήμα μπροστά κατά την αναζήτηση κατάλληλου υποκατάστατου στην διεργασία του συμβολισμού. Η αισθητική εμπειρία, φαινόμενο κατεξοχήν συμβολικό, προϋποθέτει την ικανότητα αντοχής της παροδικής απώλειας της αίσθησης του εαυτού, την παροδική εγκατάλειψη του Εγώ που διακρίνει και ξεχωρίζει αντικειμενικά χωρίς συναισθηματική εμπλοκή.
Το πλαίσιο είναι αυτό που διαχωρίζει το μέσα από το έξω και επιτρέπει την πλήρη ανάπτυξη της δημιουργικής παραίσθησης που είναι και η μεταβίβαση. Τα όρια που υπάρχουν ανάμεσα στο υποκείμενο και στα αντικείμενά του δεν είναι σαφή για το παιδί. Αυτά ανακαλύπτονται σταδιακά μέσα από το παιχνίδι και είναι μια απαραίτητη φάση της ανάπτυξης των αντικειμενότροπων σχέσεων. Στην συνέχεια η τέχνη συντελεί στην αίσθηση ότι ο κόσμος δεν είναι παγιωμένος και ότι επιδέχεται αλλαγής.
Δημιουργικοί άνθρωποι όπως οι επιστήμονες και οι καλλιτέχνες παράγουν συνεχώς νέα σύμβολα για να κατανοήσουν την πραγματικότητα και έτσι τροποποιούν συνεχώς την αίσθηση της πραγματικότητας για τους άλλους, με το να παρέχουν νέους τρόπους αντίληψης. Αυτό έχει ομοιότητες αλλά και σημαντικές διαφορές από τούς παραληρητικούς μηχανισμούς της ψύχωσης.
Ο Kubie (1953) παρόμοια είδε ότι κάθε σύμβολο είναι μια γέφυρα του μέσα με το έξω αφού αναφέρεται ταυτόχρονα τόσο σε έννοιες που προέρχονται από σωματικές ανάγκες και εικόνες όσο και σε παραστάσεις που προέρχονται από τον έξω κόσμο. Αυτή η ιδιότητα του συμβόλου σχετίζεται με την διεργασία απόκτησης γνώσης για τον εαυτό μας και για τον κόσμο. Έτσι κάθε φορά που μιλάμε για τον έξω κόσμο ταυτόχρονα μιλάμε λίγο-πολύ και για τον έσω κόσμο, και αντίστροφα.
Σύμφωνα με τον Rodrigue (1956) το βρέφος γεννιέται με την ικανότητα συμβολοποίησης και αυτός ο συμβολισμός αποτελεί την έκφραση της φαντασίας του. Το αρχέγονο συμβολικό υλικό αποκτάει νόημα στον βαθμό που αναφέρεται σε εξωτερικά αντικείμενα. Η συμβολική ισοδυναμία είναι έκφραση της πρώτης στοματικής φάσης. Στην φάση αυτή ο βασικός στόχος του βρέφους είναι η ταύτιση με το αντικείμενο και επομένως το βρέφος έχει την τάση να βλέπει μια «μαμά» σε κάθε αντικείμενο. Η ανάγκη για αναπαράσταση προκύπτει όταν το αντικείμενο της επιθυμίας χρειάζεται να αναπαρασταθεί λόγω της απουσίας του.
Ο συμβολισμός, όπως και η φαντασία προϋποθέτουν μια μορφή οργάνωσης, μιας δομής ή ενός εσωτερικού χώρου. Με μια έννοια οι συμβολικές διεργασίες συμβάλλουν στην διεύρυνση κάποιου τέτοιου χώρου, της φαντασίας γενικότερα, ενός χώρου που περιέχει τις επιθυμίες και λειτουργεί σαν προστατευμένο πεδίο όπου μπορούν «πράξεις» να λαμβάνουν χώρα και να αποκτούν νόημα.
Ο συμβολισμός, σαν έκφραση της γενικότερης οργάνωσης του υποκειμένου, εμπλέκεται στην αντίληψη της πραγματικότητας και την επηρεάζει. Για παράδειγμα, ο αμυντικός, μη συμβολικός χειρισμός του φόβου, που είναι ένα έντονο και δυσάρεστο συναίσθημα από μόνο του, μπορεί να κάνει ανόμοια πράγματα να φαντάζουν ίδια, να μειώνει την διάκριση φαντασίας – πραγματικότητας, να προκαλεί τάση για συμπαγείς τρόπους σκέψης και να εξισώνει σκέψεις και πράξεις. Αντίθετα ο συμβολικός χειρισμός του φόβου μπορεί να βοηθάει στην προσαρμογή στην πραγματικότητα και να συμβάλλει στην επικοινωνία.
Με βάση αυτά είναι σαφές ότι κάθε άτομο, χρησιμοποιεί με έναν δικό του, προσωπικό τρόπο τις δυνατότητες που του παρέχει ο συμβολισμός για να αποδώσει νόημα στην προσλαμβανόμενη πραγματικότητα.

