
Το συναίσθημα και η ονειροπόληση ως εργαλεία στη θεραπευτική διαδικασία
Συναισθήματα
Στην ψυχανάλυση, η ψυχολογική δραστηριότητα του θεραπευτή κατά τη διάρκεια της θεραπείας, έστω κι αν αυτή δεν αφορά ευθέως τον θεραπευόμενο, αλλά φαινομενικά περιλαμβάνει ατομικά θέματα του πρώτου δεν γίνεται κατανοητή ως προϊόν της ατομικής υποκειμενικότητας του θεραπευτή, αλλά ως τρόπος να εκφραστεί η, ως τότε, μη αρθρωμένη, διϋποκειμενική εμπειρία.
Συναισθήματα, σκέψεις και αισθήσεις, ακόμα κι αν αυτά μοιάζουν εντελώς προσωπικά για τον θεραπευτή, δεν κατανοούνται ως εάν να είχαν το ίδιο νόημα με αυτό που θα είχαν εκτός της συγκεκριμένης και διαρκώς μεταβαλλόμενης διϋποκειμενικής εμπειρίας, που δημιουργείται από τον θεραπευτή και τον θεραπευόμενο, στη συγκεκριμένη συνεδρία.
Ο Ogden (1994) θα πει ότι η προσπάθεια υποτίμησης και παράβλεψης σκέψεων και συναισθημάτων του θεραπευτή, που εκ πρώτης όψεως μοιάζουν να μην αφορούν τον θεραπευόμενο, στερεί πολύτιμες, ίσως τις σημαντικότερες, πληροφορίες από τη θεραπεία. Θα επισημάνει τη δυσκολία, που πολλές φορές υπάρχει για τον θεραπευτή, να στραφεί στο δικό του «άδυτο». Να επικεντρωθεί, ακόμα και να φανερώσει, τις πιο εσωτερικές και μύχιες σκέψεις του, ώστε να τις επεξεργαστεί ως προϊόντα μιας, από
κοινού με τον θεραπευόμενο, διϋποκειμενικής δημιουργίας.
Οι συνειρμοί, οι παρορμήσεις, τα συναισθήματα και οι πράξεις του (εκούσιες και ακούσιες) που,
σύμφωνα με τον Aκhtar (2014) , «ενημερώνουν τον θεραπευτή για τις υπόγειες διεργασίες που εκτυλίσσονται στη θεραπευτική δυάδα». Θα μπορούσαμε να πούμε ότι η ατομική εμπειρία του θεραπευτή επανακαθορίζεται, μέσα από τη διϋποκειμενική εμπειρία της αλληλεπίδρασής του με τον θεραπευόμενο.
Ονειροπόληση
Μια σημαντική ψυχική δραστηριότητα του θεραπευτή που θεωρείται κατεξοχήν διϋποκειμενική δημιουργία, είναι η ονειροπόληση (reverie).
Η ονειροπόληση, ως έννοια, εισήχθη αρχικά από τον Bion (1962), ο οποίος μίλησε για την ικανότητα της μητέρας για ονειροπόληση, επεξεργαζόμενη τις προβλητικές ταυτίσεις του βρέφους, δίνοντάς τους νόημα και μετασχηματίζοντάς τις σε σκέψεις. Κατ’ αναλογία, ο Ogden θα μιλήσει για την ονειροπόληση του θεραπευτή, θεωρώντας ότι αντιστοιχεί στη μη
αρθρωμένη εμπειρία του θεραπευόμενου (1994) και χαρακτηρίζοντάς την ως μια «ασυνείδητη διϋποκειμενική κατασκευή» (1997).
Η ικανότητα του θεραπευτή για ονειροπόληση μπορεί να ειδωθεί ως «ένας δείκτης της δεκτικότητας του» και ως «μια λειτουργία του που θα εξελίξει, θα μορφοποιήσει και θα νοηματοδοτήσει, και τελικώς θα επικοινωνήσει λεκτικά κάτι, που οι ασθενείς δεν είναι ακόμα έτοιμοι να μετασχηματίσουν σε σκέψεις ή το αρνούνται, καθώς είναι επώδυνο» (Vaslamatzis 1999). Έτσι, η ονειροπόληση αποκτά κεντρική θέση για την εμπερίεξη και το μετασχηματισμό των προλεκτικών εμπειριών του θεραπευόμενου.

