Ψυχοθεραπεία

Το χιούμορ και το γέλιο στην ψυχοθεραπεία

Η χρήση του χιούμορ από την πλευρά του θεραπευτή και η πρόκληση γέλιου στον πελάτη είναι ίσως η περισσότερο μελετημένη μεταβλητή στον χώρο της ψυχοθεραπείας. Η πλειοψηφία της βιβλιογραφίας, παρότι συχνά αντιφατική, τείνει στο συμπέρασμα ότι το χιούμορ μπορεί να έχει θεραπευτική αξία, αρκεί να χρησιμοποιηθεί κατάλληλα ώστε να μην εκληφθεί από τον πελάτη ως επιθετικότητα ή λειτουργήσει ανασταλτικά και ενισχύσει τις άμυνες του. Ο βασικότερος λόγος αυτής της διχογνωμίας οφείλεται στις διαφορετικές θεωρήσεις αναφορικά με τον ψυχισμό και την πορεία της ψυχοθεραπευτικής διαδικασίας.


Ένας από τους πρώτους θεραπευτές που τονίζει την θεραπευτική αξία του χιούμορ στην ψυχοθεραπεία είναι ο Albert Ellis (1977). Σύμφωνα με τον Ellis η ανθρώπινη δυστυχία συχνά οφείλεται στην υπερβολική αξία και σοβαρότητα που προσδίδει το άτομο σε διάφορες καταστάσεις. Έτσι η προσέγγιση αυτών των καταστάσεων μέσα από ένα σαρκαστικό ή αυτοσαρκαστικό πλαίσιο μέσω του χιούμορ και της υπερβολής αποτελεί μια θεραπευτική μέθοδο προκειμένου να έρθουν αντιμέτωποι οι πελάτες με την υπερβολική ανησυχία και υπερβολή τους.

Από την δεκαετία του 1960, ο Ellis ανανωρίζει την θεραπευτική αξία της χρήσης του χιούμορ και εστιάζει σε τρία επίπεδα: στο γνωστικό, στο συναισθηματικό και στο συμπεριφορικό. Στο γνωστικό επίπεδο παρουσιάζει με άμεσο τρόπο σε έναν αρχικά άκαμπτο πελάτη νέες ιδέες και προοπτικές, προσφέροντας μια γνωστική αναπλαισίωση. Στο συναισθηματικό επίπεδο προκαλεί απόλαυση και χαρά, προτείνοντας μια σαρκαστική ή καυστική παρουσίαση της κατάστασης, εισβάλλοντας στην αρνητική διάθεση και τον ψυχικό πόνο του πελάτη, χρησιμοποιώντας το χιούμορ ως αντίδοτο στην θλίψη του. Στο συμπεριφορικό επίπεδο το χιούμορ αποτελεί από μόνο του ένα εργαλείο χαλάρωσης, ενώ προωθεί και την υιοθέτηση νέων και ανατρεπτικών –σε σχέση με τις υπάρχουσες– συμπεριφορών.


Παράλληλα, την ίδια χρονική περίοδο μια σειρά από θεραπευτές εισάγουν τεχνικές επικεντρωμένες στο χιούμορ, στην υπερβολή ή τον αυτοσαρκασμό. Ανάμεσα τους ο Frankl (1960) δημιουργεί την τεχνική της «παράδοξης πρόθεσης» κατά την οποία οι πελάτες καλούνταν να προσεγγίσουν τα συμπτώματα τους με υπερβολή και να τα περιγράψουν με τα μελανότερα χρώματα. Ο στόχος αυτής της τεχνικής είναι οι πελάτες μέσα από την υπερβολή και την ακραία περιγραφή των συμπτωμάτων τους­ να αναπτύξουν την ικανότητα αποστασιοποίησης από αυτά, να γελούν με τις νευρωσικές τους αντιδράσεις, και να απομυθοποιήσουν με αυτόν τον τρόπο τα νευρωσικά συμπτώματά τους.

Οι Mahrer και Gervaize (1984) καταλήγουν στο συμπέρασμα ότι το έντονο γέλιο κατά την διάρκεια της συνεδρίας σχετίζεται με την αποτελεσματική θεραπευτική διαδικασία τουλάχιστον με τέσσερις τρόπους: (α) προκαλεί μια σημαντική βελτίωση της αυτοεικόνας του πελάτη, (β) διευκολύνει την βίωση μιας βελτιωμένης ψυχολογικής κατάστασης που χαρακτηρίζεται από ενέργεια, επίγνωση και ανοιχτή διάθεση, (γ) αποτελεί ένδειξη καλής θεραπευτικής σχέσης καθώς οδηγεί σε ζεστασιά, αποδοχή, οικειότητα και μείωση της συναισθηματικής απόστασης και, (δ) αποτελεί δείκτη θεραπευτικής αλλαγής καθώς φανερώνει έντονη συναισθηματι- κή εμπλοκή, βιωματική διεργασία, και καθαρκτική λειτουργία.