Ψυχοθεραπεία,  Ψυχολογία

Ψυχ-ανάλυση του φόβου

Η κλινική της ψυχανάλυσης έχει αναδείξει από την εποχή του Φρόϋντ ότι οι φοβίες είναι ένα θέμα που απασχολεί πολλούς. Το μυαλό μας πάει συνήθως στις παιδικές φοβίες αλλά κι ο ενήλικας δεν είναι τίποτε άλλο από ένα παιδί που υπο-φέρει την ενηλικίωσή του. Η  άποψη ότι το άτομο που εκδηλώνει φοβίες είναι «άρρωστο» ή «προβληματικό», βρίθει ανακρίβειας. Η φοβία έχει μια  χρησιμότητα. Θα το δούμε πιο κάτω αυτό. Υπάρχει η φοβία που δημιουργείται έτσι ώστε το υποκείμενο να κατορθώσει να  συγκροτηθεί ως υποκείμενο (ψυχωσική δομή), όπου – πράγματι – η άρση της φοβίας θα επιφέρει καταστροφικά αποτελέσματα. Υπάρχει και η φοβία που λειτουργεί ως σύμπτωμα (νευρωσική δομή) και εκεί αυτό το σύμπτωμα μπορεί να αναλυθεί και να αρθεί, όπως και η φοβία που θα καταλήξει στη διαστροφική δομή. 

Φοβία και Άγχος

Οι φοβίες δεν προκαλούνται από αυτό που φοβάται συνήθως το υποκείμενο, αυτό που εκδηλώνεται ως αντικείμενο της φοβίας (σκοτάδι, θάνατος, κλπ). Ως αντικείμενο λέμε διότι δεν αποτελεί παρά ένα απείκασμα, ένα δήθεν του τι πραγματικά αποτελεί μόρφωμα μιας φοβίας. Όταν λέμε «φοβάμαι το αεροπλάνο» ή “φοβάμαι μην αρρωστήσω ή πεθάνω” δεν είναι ποτέ το αεροπλάνο ή η αρρώστεια  αυτό που προκαλεί το φόβο. Τα «φοβικά» αντικείμενα είναι η μετάθεση του άγχους όταν το υποκείμενο βρίσκεται απέναντι σε αυτό που στη ψυχανάλυση αποκαλούμε πραγματικό (Réel), ένα πραγματικό στο   οποίο δεν μπορεί να προσδοθεί νόημα, ένα τραυματικό συμβάν το οποίο δεν αφορά ποτέ το αντικείμενο της φοβίας. Στο αντικείμενο της φοβίας του, το υποκείμενο καταφεύγει για να προσδώσει μια σημασία, ένα νόημα, μπροστά σε αυτό που το αφήνει άφωνο, αυτό που του είναι τραυματικό.  Το τραύμα δεν είναι ποτέ αυτό που θεωρείται ότι υπήρξε τραυματικό, αλλά κάτι για το οποίο είναι αδύνατο να υπάρξει ένα νόημα, μια λέξη, ένα σημαίνον όπως λέμε στη ψυχανάλυση.  

Η φοβία είναι δηλαδή μια ασυνείδητη απάντηση, ένα νόημα που προσδίδεται σε κάτι το οποίο ουσιαστικά είναι άλεκτο, δεν μπορεί να συμβολοποιηθεί σε μια συνάντηση με το  Τραύμα και το Άγχος που το συνοδεύει. Το άγχος δηλαδή προηγείται του συμπτώματος της φοβίας, δεν δημιουργεί η φοβία άγχος. Είναι απάντηση προς ένα άγχος αινιγματικό, αυτό είναι το άγχος, δεν είναι ποτέ αυτό που λέμε «φοβάμαι ένα ανελκυστήρα ή ένα αεροπλάνο» ή μια κατάσταση, ή  «αγχώνομαι στα ύψη». Μπροστά σε αυτό το αίνιγμα έρχεται το αντικείμενο της φοβίας – το ύψος, το ζώο, οι κλειστοί χώροι κλπ – για να μπορέσει το υποκείμενο να οργανώσει τη ζωή του γύρω από αυτό που «κάνει ένα νόημα»: να αποφεύγει τα ύψη, τους κλειστούς χώρους, τους ανελκυστήρες, τα αεροπλάνα, κ.ά. Είναι η μετάθεση του αινίγματος του άγχους σε ένα αντικείμενο που γνωρίζει κανείς καλύτερα, που κάνει ένα νόημα μπροστά το μη-νόημα του άγχους.

Μια φοβία εμφανίζεται σε μια κρίσιμη στιγμή στην παιδική ηλικία. Μια κρίσιμη στιγμή στη σχέση του με τη μητέρα.  Είναι η στιγμή όπου το παιδί αναλαμβάνει το φύλο του, την έμφυλη ταυτότητά του, και συνάμα την τοποθέτησή του απέναντι στον πατέρα. Όχι τον πραγματικό πατέρα, αλλά τον συμβολικό, την πατρική λειτουργία (τα Ονόματα-του-Πατρός –  Nom(s) du père), που έρχεται να διαχωρίσει το παιδί από τη συμβιωτική,  φαντασιακή σχέση με τη μητέρα και να το καταστήσει υποκείμενο της έλλειψης, επομένως της επιθυμίας, αυτής που θα το εισάγει στον κοινωνικό δεσμό. Μέχρι τώρα το παιδί – το κάθε παιδί – ζούσε μέσα στην δυαδική σχέση με τη μητέρα, και ορίστε που κάτι πρέπει να έρθει να το διαχωρίσει από αυτή τη φαντασιακή καταβροχθιστική κατάσταση, έτσι ώστε να μπορέσει να αποκτήσει ύπαρξη μέσω αυτής της διαμεσολάβησης, να ταυτιστεί με τα ιδεώδη του φύλου του. Αυτή είναι η τραυματική στιγμή στην ιστορία του υποκειμένου, αυτό που ο Φρόϋντ  ονόμασε «ευνουχισμό», και σ’αυτό το σημείο καλείται ένα παιδί να λάβει θέση: να συναινέσει στον τρίτο πόλο που παρεμβαίνει στη σχέση του με τη μητέρα, ή να τον αποκλείσει, οπότε μιλάμε για ψύχωση.

Τι κάνει λοιπόν η φοβία; Έρχεται η ίδια στη θέση του Ονόματος-του-Πατρός στην περίπτωση που υπάρχει απουσία δυνατότητας προσφυγής σε αυτό τον τρίτο πόλο που θα παρέμβει στη σχέση μητέρας- παιδιού έτσι ώστε να εισαχθεί το παιδί στη συμβολική τάξη, πέραν της φαντασιακής ολοκληρωτικής σχέσης Μητέρα-Παιδί. Τη θέση αυτής της λειτουργίας θα καταλάβει η φοβία.

Ο άνθρωπος δημιουργεί συμπτώματα για να μπορέσει να δώσει μια απάντηση σε ένα κρίσιμο συμβάν μέσα στην ιστορία του. Στοχοποιώντας το σύμπτωμα με τεχνικές «αντιμετώπισης», δηλαδή μια προσπάθεια εξάλειψης του άγχους, είναι σα να λέμε ότι η φοβία – ή το όποιο σύμπτωμα – είναι αυτό που επιφέρει το άγχος. Το άγχος, όπως ειπώθηκε όμως, είναι αυτό που καταφεύγει στο σύμπτωμα ως αυτό που θα το καλύψει, και που θα καθησυχάσει το υποκείμενο. Ο «στόχος» δεν είναι λοιπόν να εξαλειφθεί μια φοβία – άλλωστε συνήθως επιστρέφει σε άλλη μορφή – αλλά να δει κανείς πώς απαντά μπροστά στο ανείπωτο, στο τραύμα. Εκεί μπορεί να απευθυνθεί στον ψυχαναλυτή ο οποίος θα προσφέρει το αυτί του για να μπορέσει η φοβία να αντιμετωπιστεί ώστε να ακουστεί και το αίτιό της.