O Ναρκισσισμός και η μη-δεκτικότητα στην επιρροή
Ο Freud πίστευε ότι στην αρχή της ζωής στον ψυχισμό του βρέφους υπάρχει μόνο η επένδυση στον εαυτό, και παρόλο που θεωρούσε ότι υπάρχει λίμπιντο αντικειμένου η θεώρηση αυτή δεν είναι αρκετή ώστε να συμπεριλάβει την επένδυση στο αντικείμενο. Αντίθετα ο Winnicott, ο οποίος χρησιμοποιούσε σπάνια τον όρο «ναρκισσισμός», πίστευε ότι δεν υφίσταται κατάσταση «χωρίς αντικείμενο».
H θεωρητική αυτή διάκριση καθορίζει και την κλινική πρακτική.
H κατάσταση «χωρίς αντικείμενο» παραπέμπει στο διαχωρισμό που έκανε ο Freud, ανάμεσα στις αναλύσιμες περιπτώσεις (μεταβιβαστικές νευρώσεις) και στις μη-αναλύσιμες (ψυχώσεις και οριακούς, θα λέγαμε σήμερα, ασθενείς). Για τον Freud, οι ναρκισσιστικοί ασθενείς δεν επενδύουν στα αντικείμενα, κατ’ επέκταση στη θεραπεία, η μεταβίβαση δεν αναπτύσσεται και αυτό έχει ως αποτέλεσμα τη «μη-δεκτικότητα στην επιρροή».
Για τον Winnicott όμως, η ίδια η «ναρκισσιστική» σχέση αντικειμένου δημιουργεί μια ιδιαίτερη μεταβίβαση, η οποία χαρακτηρίζεται από την ένταξη του άλλου (αναλυτή) στη σφαίρα του παντοδυναμικού ελέγχου του ασθενούς, που σε αυτές τις περιπτώσεις πρέπει να είναι το επίκεντρο της ανάλυσης. Σε αυτή τη «ναρκισσιστική φάση της ανάλυσης» επειδή ο ασθενής σχετίζεται με τον αναλυτή όχι ως αυτόνομο και ξεχωριστό αντικείμενο αλλά μέσα από τις προβολές του η αυτονομία του αναλυτή εξαφανίζεται.
H επιθυμία του αναλυτή να επηρεάσει τον ασθενή έρχεται σε αντίθεση με τη μη-δεκτικότητα του ασθενή που όχι μόνο αποκλείει την πιθανότητα προόδου και οδηγεί σε αδιέξοδα αλλά επίσης συσκοτίζει τη φύση της ίδιας της ναρκισσιστικής ψυχοπαθολογίας. Οπότε, σε ότι αφορά στην τεχνική, ο αναλυτής θα πρέπει να βοηθήσει τον ασθενή να αποδεχθεί «την αυτόνομη ύπαρξη του αντικειμένου». Μόνο τότε ο ασθενής θα είναι σε θέση να «χρησιμοποιήσει» το αντικείμενο και να δεχτεί να επηρεαστεί από τον άλλον. Αλλά αυτό απαιτεί να «τοποθετηθεί το αντικείμενο έξω από τη σφαίρα του παντοδυναμικού ελέγχου του υποκειμένου, δηλαδή, το υποκείμενο να προσλάβει το αντικείμενο ως ένα εξωτερικό φαινόμενο και όχι ως μια προβολή, και να αναγνωρίσει τον άλλο ως μια αυθύπαρκτη οντότητα» (Winnicott, 1971).
Υπάρχει όμως και μια άλλη θεωρητική διαφορά. Για τον Freud η παντοδυναμία είναι απόρροια της απουσίας του αντικειμένου, ενώ για τον Winnicott η παντοδυναμία σχετίζεται με τη φαντασίωση της επιβολής ελέγχου επί του αντικειμένου. Σε αυτήν τη διαφοροποίηση έγκειται και η δυνατότητα προσέγγισης των ναρκισσιστικών ασθενών που ο Freud είχε αποκλείσει.
Σε θεωρητικό-κλινικό επίπεδο, σύμφωνα με τον Winnicott, η καταστροφή του αντικειμένου είναι απαραίτητη για να μετακινηθεί κάποιος πέρα από την παντοδυναμική σχέση αντικειμένου (τη ναρκισσιστική σχέση αντικειμένου κατά Freud). Αυτή είναι μια απαραίτητη προϋπόθεση για να εγκατασταθεί η ικανότητα κάποιου να «κάνει χρήση του αντικειμένου». Επίσης, οι στιγμές αυτές συνδέονται με τη μετακίνηση από την «παντοδυναμία» στην «ικανότητα να ζεί κανείς» και στο ότι ο αναλυτής θα πρέπει να επιβιώσει από τις καταστροφικές επιθέσεις. Επιβίωση σε αυτό το πλαίσιο σημαίνει όχι αντεπίθεση, αφού μερικές φορές και η ίδια η ερμηνεία μπορεί να εκληφθεί από ορισμένους ασθενείς ως ένα είδος αντεκδίκησης, ενώ για τον αναλυτή η ερμηνεία όντως μπορεί να είναι ένας τρόπος απόκρουσης των επιθέσεων του ασθενούς.
Επίσης, σε ότι αφορά στην τεχνική, στις ψυχαναλυτικές προσεγγίσεις που επικεντρώνονται στη σύνδεση μέσω ενσυναίσθησης και στον συναισθηματικό συντονισμό ενυπάρχει ο ακόλουθος κίνδυνος: η δημιουργία της δυάδας να καταλύσει εν μέρει τις διακριτές υποκειμενικότητες αναλυτή-ασθενούς. Αυτή η κατάσταση όμως παραπέμπει σε συμπαιγνία και έχει ως αποτέλεσμα την ενίσχυση της επιθυμίας του ασθενούς για παντοδυναμικό έλεγχο. Έτσι, ο αναλυτής αποδέχεται το ρόλο που του επιβάλλει ο ασθενής και εκλογικεύει αυτή την υποταγή του ως μέσο κάλυψης των αναπτυξιακών αναγκών του ασθενή που σχετίζονται με την παραμέληση.
Σε γενικές γραμμές, το θεωρητικό πρόβλημα των ναρκισσιστικών σχέσεων αντικειμένου συνδέεται με το τεχνικό πρόβλημα της «μη-δεκτικότητας στη επιρροή». Αυτό οφείλεται στο ότι, στην αρχή της ζωής μας, τα αντικείμενα που έχουμε περισσότερο ανάγκη είναι αυτά που αναπόφευκτα δεν μπορούμε να γνωρίζουμε έτσι υπάρχει μια συνεχής επιμονή στο να ζητούμε από το αντικείμενο αυτό που ήδη γνωρίζουμε ως αντικείμενο, ενώ οτιδήποτε διαφορετικό αποτελεί καταστροφή.
Συμπερασματικά, ο ναρκισσισμός θα μπορούσε να οριστεί και ως η παθολογία του γνωρίζειν, που αποτελεί όχι μόνο φαντασίωση αλλά και παντοδυναμία (κατά Freud) καθώς επίσης και ένας τρόπος να ζεί κανείς σε ένα διαπροσωπικό επίπεδο όπου το υποκείμενο υπάγει το αντικείμενο στη σφαίρα του ελέγχου του.
- Jay Greenberg, O Ναρκισσισμός, η έννοια του Άλλου και η «Μη-δεκτικότητα στην επιρροή».