
Tα όρια στη ζωή μας
Η θέσπιση ορίων είναι μια διαδικασία που διαρκεί σε όλη τη ζωή. Στη διάρκεια αυτής της διαδικασίας μαθαίνουμε τι είναι σωστό και τι είναι λάθος, τι επιτρέπεται και τι απαγορεύεται, ποια συμπεριφορά είναι κατάλληλη και ποια ακατάλληλη.
Τα όρια υπάρχουν για να μας επιτρέπουν να «συναντιόμαστε» με τους άλλους ανθρώπους χωρίς να έχουμε την αίσθηση ότι υπάρχει ο «κίνδυνος της εξαφάνισής μας», μας κάνουν δηλαδή να αισθανόμαστε ασφάλεια και μας βοηθούν να συνυπάρχουμε αρμονικά. Το να θέτει κανείς όρια σημαίνει προσοχή και σεβασμό στην ανθρώπινη προσωπικότητα, τόσο τη δική του όσο και των άλλων.

Απαραίτητη είναι και η τήρηση των ορίων εντός των υποσυστημάτων μιας οικογένειας. Έτσι, αρχικά το υποσύστημα των συζύγων οφείλει να θέσει ένα όριο που θα το προστατεύει από αδικαιολόγητες εξωτερικές παρεμβάσεις. Οι δυο σύζυγοι ρυθμίζουν μεταξύ τους τον δικό τους ζωτικό χώρο, ώστε να αποφεύγονται εισβολές και παρεισφρήσεις. Αντίστοιχα, το υποσύστημα των γονέων οριοθετεί τις κινήσεις των παιδιών ώστε να έχουν πρόσβαση στους γονείς, αλλά να μην διαταράσσουν τις συζυγικές λειτουργίες.
Δεν είναι λίγες οι περιπτώσεις που τα παιδιά της οικογένειας μπορεί να απορροφηθούν από τα προβλήματα του υποσυστήματος των συζύγων. Τα όρια του υποσυστήματος των αδελφών πρέπει να μπορούν να προστατεύουν τα παιδιά από τις παρεμβολές των γονέων και γενικά των ενηλίκων, έτσι ώστε τα παιδιά να έχουν το δικό τους προσωπικό χώρο, μέσα στον οποίο θα μπορούν να χειρίζονται τα ζητήματα που τα απασχολεί, κάνοντας ουσιαστικά «πρόβα» για τον ρόλο που θα αναλάβουν αργότερα ως ενήλικες.

Ήδη από την παιδική ηλικία χρειάζεται η θέσπιση ορίων. Όταν δεν υπάρχουν όρια τα παιδιά μπερδεύονται, δεν ξέρουν τι ισχύει και τι δεν ισχύει, τι τους ζητείται, τι επιτρέπεται και τι δεν επιτρέπεται, μέχρι πού επιτρέπεται να προχωρήσουν και πού οφείλουν να σταματούν. Η πλήρης απουσία ορίων ή αλλιώς η απεριόριστη ελευθερία κατά την παιδική ηλικία ηλικία κατά την οποία οι άνθρωποι εξοικειώνονται με την έννοια των ορίων μπορεί να «μεταφραστεί» ως απομάκρυνση ή έλλειψη ενδιαφέροντος, και αυτό με τη σειρά του να προκαλεί φόβο εγκατάλειψης από την πλευρά του παιδιού.
Τα παιδιά που δεν έχουν όρια συνήθως δεν αισθάνονται ασφάλεια και φορτίζονται συναισθηματικά και πνευματικά, καθώς μένει ακάλυπτη η ανάγκη για συναισθηματικό και κοινωνικό προσανατολισμό και ανικανοποίητη η επιθυμία του για αυτονομία και διαφοροποίηση.

Οι γονείς είναι αυτοί που θέτουν τα όρια και που υπενθυμίζουν την ανάγκη τήρησής τους. Η θέσπιση των ορίων χωρίς την ταυτόχρονη τήρησή τους ισοδυναμεί με την απώλεια της αξιοπιστίας των γονέων. Για παράδειγμα, όταν σε ένα παιδί 7 ετών έχει τεθεί το όριο να κοιμάται το αργότερο στις 10 το βράδυ, αλλά όταν φτάνει η ώρα εκείνη οι γονείς δεν νοιάζονται να το υπενθυμίσουν στο παιδί και να τηρήσουν τελικά το όριο αυτό, τότε το παιδί εισπράττει το μήνυμα ότι οι γονείς δεν νοιάζονται για τον κανόνα αυτό και επομένως ότι μπορούν και σε αντίστοιχες περιπτώσεις να καταπατήσουν τα όρια.
Από την άλλη πλευρά, θα πρέπει να επισημανθεί ότι η τήρηση των ορίων σε καμία περίπτωση δεν σημαίνει υπερπροστασία και απομάκρυνση από την ελευθερία της εμπειρίας. Ένα παιδί έχει ανάγκη να πειραματιστεί και να ψάξει, και αυτό δεν θα πρέπει να του στερηθεί από πολύ στενά και άκαμπτα όρια.

Μια σημαντική διάκριση που πρέπει να γίνει είναι ανάμεσα στο όριο και την τιμωρία ή την απαγόρευση. Το όριο συνδέεται περισσότερο με την επιθυμία αναφοράς σε σταθερούς κανόνες και αξίες και όχι τόσο στη στέρηση προνομίων. Οι τιμωρίες και οι συνεχείς απαγορεύσεις θέτουν όρια, όμως ταυτόχρονα οι μεν απαγορεύσεις μπορεί να οδηγήσουν αυτόν που τις υφίσταται στο να κρατάει μυστικά, να λέει ψέματα για να τις αποφύγει και να αναπτύξει ενοχικά συναισθήματα, οι δε τιμωρίες κρατούν αυτούς που τις υφίστανται σε μία παιδική θέση και «τραυματίζουν» την αυτονομία και την αυτοπεποίθησή τους.

