Ψυχολογία

Αποφευκτική/περιοριστική διαταραχή διατροφής

Η Αποφευκτική/ Περιοριστική Διαταραχή Πρόσληψης Τροφής περιλαμβάνεται από το 2013 στο Diagnostic and Statistical Manual of Mental Disorders, Fifth Edition (DSM-5) και ανήκει στην ομάδα των Διαταραχών σίτισης και πρόσληψης τροφής, η οποία συναντάται στα παιδιά και, ορισμένες φορές, τους ακολουθεί και στην ενήλικη ζωή. Το ARFID μπορεί να εμφανιστεί σε οποιαδήποτε ηλικία και μπορεί να διαρκέσει από μερικούς μήνες έως αρκετά χρόνια. Οι αιτίες του παραμένουν ασαφείς, καθώς είναι ένας συνδυασμός γενετικών, ιδιοσυγκρασιακών και περιβαλλοντικών παραγόντων.

Μια μελέτη που δημοσιεύτηκε στο Journal of Adolescent Health το 2014, έδειξε ότι αυτή η διαταραχή είναι πιο συχνή στους άνδρες και σε άτομα με γενικευμένη αγχώδη διαταραχή. Θεωρείται, επίσης, ότι είναι πιο συχνή σε άτομα με ιδεοψυχαναγκαστική διαταραχή, διαταραχή του φάσματος του αυτισμού και διαταραχή ελλειμματικής προσοχής και υπερκινητικότητας.

Βασικά χαρακτηριστικά τους είναι η αδιαφορία για την πρόσληψη τροφής, οι αισθητηριακές διαταραχές (ενόχληση στη γεύση ή την υφή ή τη θερμοκρασία του φαγητού ή το χρώμα ή και ο,τιδήποτε άλλο μπορεί να τους προκαλεί οπτική αποστροφή), οι πεπτικές διαταραχές (κοιλιοκάκη, παλινδρόμηση), καθώς και προηγούμενες τραυματικές διατροφικές εμπειρίες (ένα επεισόδιο πνιγμού). Έτσι, η τροφή γίνεται αντικείμενο τρόμου και η σίτιση αποτελεί μια έντονα αγχωτική διαδικασία που καταλήγει να είναι επικίνδυνη για τη σωματική και ψυχική του υγεία.

Είναι σημαντικό να επιβεβαιωθεί ότι το άτομο έχει πρόσβαση σε διαθέσιμη τροφή και δεν τη στερείται λόγω οικονομικών ή άλλων δυσκολιών, καθώς και να μη συνυπάρχει κάποια άλλη διαταραχή πρόσληψης τροφής, όπως βουλιμία, κ.ά..

Κατά την βρεφική ηλικία, η σίτιση είναι ζωτικής σημασίας για τη διασφάλιση της υγιούς ανάπτυξης. Οι αλλαγές που μπορεί να υπάρξουν στη συχνότητα, τις συνήθειες και τη συμπεριφορά έχουν σημαντικές επιπτώσεις που δεν περνούν απαρατήρητες. Η σίτιση αποτελεί μια έντονα αγχωτική διαδικασία που καταλήγει να είναι επικίνδυνη για τη σωματική και ψυχική υγεία του παιδιού.

Συνέπειες αυτού του τύπου διαταραχής φαίνονται να είναι η μη τυπική ανάπτυξη και η διατροφική ανεπάρκεια, σύμφωνα με μια μελέτη που δημοσιεύτηκε το 2015 στο περιοδικό Children’s Health Care. Τα παιδιά μπορεί επίσης να αναπτύξουν καθυστερημένη εφηβεία. Είναι αδιαμφισβήτητο ότι ο περιορισμός των απαραίτητων θρεπτικών συστατικών για την ανάπτυξη των παιδιών, εμποδίζει την ικανότητά τους να ανταποκριθούν στις προσδοκίες.

Γενικά, οι επιπλοκές θα γίνουν πιο σοβαρές καθώς τα επεισόδια ARFID στα παιδιά γίνονται πιο διαδεδομένα. Η μειωμένη ενέργεια, η υπνηλία, οι διαταραχές της διάθεσης και η έλλειψη συγκέντρωσης είναι επίσης άμεσες συνέπειες. Εν ολίγοις, οι διατροφικές ανισορροπίες σε ένα τόσο σημαντικό στάδιο έχουν σοβαρές συνέπειες.