Ψυχοθεραπεία,  Ψυχολογία

Βιογραφία του J. Lacan

Ο Jacques Lacan γεννήθηκε στις 13 Απριλίου του 1901 στο Παρίσι και πέθανε το Σεπτέμβριο του 1981 στο Παρίσι. Είναι ο πρωτότοκος γιός μίας οικογένειας οξοποιιών. Ένας αδελφός που γεννιέται ένα χρόνο αργότερα, πεθαίνει δύο χρόνια μετά. Στη συνέχεια γεννιούνται μία αδελφή και ένας αδελφός. Το οικογενειακό περιβάλλον διαπνέεται από μία καθολική θρησκευτικότητα. Ο μικρός αδελφός γίνεται Βενεδικτίνος. Επίσης, η οικογένεια σημαδεύεται από τις πολλές συγκρούσεις ανάμεσα στον πατέρα και τους γονείς του που μένουν στο ίδιο σπίτι.


Ο Lacan κάνει λαμπρές σπουδές στο κολλέγιο Stanislas. Το πάθος του είναι η φιλολογία και η φιλοσοφία (Spinoza, Nietzsche, κ.λπ). Σπουδάζει ιατρική και ειδικεύεται στη νευρολογία και στην ψυχιατρική. Κάνει την πρακτική του στο Ειδικό Θεραπευτήριο της Διεύθυνσης της Αστυνομίας, όπου ήταν διευθυντής ο Gaëtan Gatian de Clérambault, τον «μόνο δάσκαλό του στην ψυχιατρική», όπως λέει. Λέγεται ότι είχε καταπληκτική επικοινωνία με τους ασθενείς του. Γίνεται αργότερα διευθυντής της Κλινικής των ψυχικών ασθενειών της Sainte-Anne, έδρα που κατείχε ο Henri Claude, που υποδέχτηκε τους πρώτους γάλλους αναλυτές στην υπηρεσία του: Laforgue, Hesnard, Eugénie Sokolnicka. Συνδέεται, επίσης, με την ομάδα των σουρρεαλιστών και δημοσιεύει στο περιοδικό Le Minotaure.


Το 1932 εκδίδει τη διδακτορική του διατριβή με τίτλο: Για την παρανοϊκή ψύχωση στη σχέση της με την προσωπικότητα. Στο επίκεντρο αυτής της διατριβής, μία μονογραφία, η περίπτωση Aimée, για την οποία ο Lacan δημιουργεί την κατηγορία της «παράνοιας της αυτοτιμωρίας». Συζητά, στη διατριβή αυτή, όλη την ψυχιατρική της εποχής του, αλλά και τους μεγάλους κλασσικούς. Υποστηρίζει ότι η ψύχωση δεν είναι ζήτημα ελλείμματος, αλλά πρόβλημα που αγγίζει την προσωπικότητα. Αργότερα, στη δεκαετία του πενήντα, θα δείξει πώς τα φαινόμενα που εντοπίζονται στην ψύχωση, όχι μόνο δεν έχουν να κάνουν με έλλειμμα, αλλά οικοδομούνται, και μάλιστα από τη γλώσσα.


Το 1932, ο Lacan ενδιαφέρεται για το κοινωνικό περιβάλλον, το οποίο ονομάζει ζωτικό περιβάλλον. Κάνει ψυχανάλυση με τον Rudolf Löwenstein, και ενώ βρίσκεται ακόμη στο ξεκίνημα, αναφέρεται στον Freud και μεταφράζει το «Περί κάποιων νευρωτικών μηχανισμών στη ζήλεια, την παράνοια και την ομοφυλοφυλία», που δημοσιεύεται στο Revue française de psychanalyse. Παρατηρούμε ότι η είσοδος του Lacan στην ψυχανάλυση γίνεται μέσα από την κλινική των ψυχώσεων. Το αντιτάσσουν συχνά με την πορεία του Freud που επινόησε την ψυχανάλυση μέσα από τη νεύρωση. Ας μην ξεχνάμε, όμως, τη σπουδαιότητα του Fliess και του παραληρήματός του στη γέννηση της φροϋδικής ανακάλυψης.


Αυτή την περίοδο ο Lacan ενδιαφέρεται για τη δεύτερη τοπική του Freud και ιδιαίτερα για το ερώτημα του Εγώ. Το 1936 παρουσιάζει στο συνέδριο της Διεθνούς Ψυχαναλυτικής Εταιρείας, στο Marienbad, μια ανακοίνωση με θέμα «Το στάδιο του καθρέφτη». Διδάσκει στη ψυχιατρική κλινική του νοσοκομείου Sainte-Anne στο Παρίσι, στη νομική σχολή του αλλού.


Μετά το 2ο Παγκόσμιο Πόλεμο, ο Lacan είναι μέλος της Ψυχαναλυτικής Εταιρείας του Παρισιού, της οποίας θα είναι πρόεδρος για κάποιο καιρό. Αυτή η εταιρεία είναι η μόνη που εκπροσωπεί το φροϋδικό κίνημα εκείνη την εποχή στη Γαλλία, και ανήκει στην Διεθνή Ψυχαναλυτική Εταιρεία (IPA).


Το 1953, μετά από ένα χρόνο συγκρούσεων που αφορούσαν πιο συγκεκριμένα στην οργάνωση ενός Ψυχαναλυτικού ινστιτούτου που προοριζόταν για την εκπαίδευση, ο Daniel Lagache, η Juliette Favez-Boutonnier, η Françoise Dolto και η Blanche Reverchon-Jouve παραιτούνται. Ο Lacan τους ακολουθεί. Αυτή η αναχώρηση έχει ως συνέπεια την έξοδό τους, χωρίς να το ξέρουν πραγματικά, από την Διεθνή Ψυχαναλυτική Εταιρεία που θεμελίωσε ο Freud.

Αυτή η περίοδος είναι και μία στροφή στη θέση του Lacan που προτείνει ως προσανατολισμό την «επιστροφή στον Freud», δηλαδή στα φροϋδικά κείμενα, σε αντίδραση στη νόθευση της ψυχανάλυσης που γινόταν από την εισαγωγή της στην Αμερική. Η διδασκαλία του ξεκινά πραγματικά το 1953. Μετά το «σχίσμα», το σεμινάριο λαμβάνει χώρα στο Sainte- Anne. Μία διάλεξη, «Το Συμβολικό, το Φαντασιακό και το Πραγματικό», που έγινε στις 8 Ιουλίου του 1953, και μετά, η ανακοίνωση του συνεδρίου της Ρώμης στις 26 Σεπτεμβρίου του 1953, είναι οι ιδρυτικές στιγμές της διδασκαλίας του.

Ο Lacan εισάγει εξ αρχής μία θεμελιακή διαφοροποίηση ανάμεσα σε τρεις, «ουσιαστικές για την ανθρώπινη αλήθεια, τάξεις»: το Συμβολικό, το Φαντασιακό και το Πραγματικό. Η δε ανακοίνωση της Ρώμης, που έγινε πασίγνωστη ως «Εισήγηση της Ρώμης», είναι ένα πραγματικό κείμενο-πρόγραμμα για τα πρώτα χρόνια της διδασκαλίας του Lacan («Fonction et champ de la parole et du langage en psychanalyse», Ecrits). Τονίζεται η πρώτη φροϋδική τοπική και η έννοια του ασυνείδητου. Ο Lacan βασίζεται., την εποχή εκείνη, κυρίως στη γλωσσολογία του De Saussure και στις ανθρωπολογικές εργασίες του Levi-Strauss που αφορούν στις δομές της συγγένειας. Στη σκέψη του Lacan, η ψυχανάλυση και ο δομισμός συναντώνται, ενώ τα αναλυτικά γεγονότα ερμηνεύονται ως εκδηλώσεις της γλώσσας.


Ένα νέο σχίσμα λαμβάνει χώρα το 1963, όταν η Γαλλική Εταιρεία Ψυχανάλυσης θα ζητήσει την ένταξή της στη Διεθνή Ψυχαναλυτική Εταιρεία (IPA). Η ένταξη δεν θα γίνει δεκτή παρά μόνο υπό τον όρο ότι θα αποσυρθεί η λειτουργία του διδάσκοντος από την Dolto και τον Lacan. Έτσι, το 1964, ο Lacan ιδρύει δική του σχολή, τη «Φροϋδική Σχολή του Παρισιού» («L’ Ecole freudienne de Paris»). Αναγκάζεται να εγκαταλείψει το Sainte-Anne και πρέπει να κάνει το σεμινάριό του στην Ecole normale supérieure της οδού Ulm.


Το πεδίο μέσα στο οποίο δούλεψε ο Lacan είναι το φροϋδικό πεδίο και αυτό όσον αφορά και τη θεωρία (όπου η αναφορά στον Freud και στο φροϋδικό ασυνείδητο παραμένει η συνεχής υποδομή της θεωρίας του Lacan), και την πράξη (όπου ξεχωρίζει την αυθεντική ψυχαναλυτική πρακτική, από άλλες πρακτικές που λέγονται ψυχαναλυτικές, έχουν όμως τελείως χάσει αυτή την έννοια).


Αυτό που κάνει ο Lacan είναι, όπως λέει ο ίδιος μια «επιστροφή στον Freud», μια εκ νέου ανάγνωση του Freud. Επιστρέφει στη φροϋδική σκέψη και διαλεκτική μέσα από τα επιστημονικά δεδομένα της εποχής του και κυρίως (και αυτό είναι το καινούργιο που προσθέτει) μέσα από τα νεότερα αποκτήματα των επιστημών της γλώσσας.


Αληθινός ερμηνευτής του Freud, ο Lacan ξανασκέφτεται το έργο του Freud μέσα από ένα αδιάκοπο πήγαιν’ έλα ανάμεσα στα θεμελιώδη φροϋδικά κείμενα, στον ψυχαναλυτικό τρόπο να ακούει και στην τεράστια συμβολή όλων των ανθρωπίνων επιστημών, και ιδιαίτερα των επιστημών της γλώσσας και του λόγου, που κατέχουν για τον Lacan μια προνομιούχα θέση.


Έτσι, λοιπόν, αναγνωρίζουμε τη μεγαλύτερη προσφορά του λακανικού έργου στην ψυχανάλυση και σε κάθε επιστήμη του ανθρώπου (γιατί ο Lacan εισάγει την ψυχανάλυση σε κάθε επιστήμη του ανθρώπου: κοινωνιολογία, ανθρωπολογία, σημειολογία φιλοσοφία κλπ. και κυρίως γλωσσολογία) στη διπλή κίνηση της επιστροφής στις φροϋδικές ανακαλύψεις και της προσφυγής στις επιστήμες της γλώσσας.


Ακόμη κι αν η γλωσσολογία είναι τόσο σημαντική στη λακανική θεωρία, ο Lacan παραμένει πιστός στην ψυχανάλυση, είναι δηλαδή κυρίως ψυχαναλυτής. Ως ψυχαναλυτής, ακούει, μέσα από τους ελεύθερους συνειρμούς του λόγου, το ασυνείδητο. Γι’ αυτό και ενδιαφέρθηκε για τα κείμενα του Freud που μιλούν για τη ασυνείδητη ομιλία και την αλληλεπίδραση της με το συνειδητό λόγο.


Το αντικείμενο της ψυχανάλυσης είναι η προσωπικότητα του ανθρώπου, και ειδικότερα το ασυνείδητο που την αποτελεί. Πρέπει, κατά τον Lacan, να επαναφέρουμε το ασυνείδητο στον πρακτικό και θεωρητικό τόπο της προέλευσης του, που είναι το πεδίο του λόγου, και να το μελετήσουμε όπως μελετάμε την ομιλούμενη γλώσσα.

Ο Lacan είναι ο δομιστής. Στον Lacan χρωστάει η ψυχανάλυση την είσοδο της στο δομικό ρεύμα σκέψης και στη δομική μέθοδο έρευνας (που εφαρμόζεται ιδιαίτερα στις επιστήμες του ανθρώπου). Έτσι, λοιπόν, ο Lacan αναλύει την φροϋδική θεωρία της προσωπικότητας και του ασυνείδητου ειδικότερα με τη δομική μέθοδο και την διαφωτίζει με την γλωσσολογία, εμπνευσμένος από τους γλωσσολόγους F. De Saussure και Roman Jakobson.


Εντοπίζει αναλογίες και ομοιότητες ανάμεσα στη δομή του ασυνείδητου και τους νόμους λειτουργίας της γλώσσας, ιδιαίτερα ανάμεσα στους πρωτογενείς μηχανισμούς επικοινωνίας του ασυνείδητου με το σύστημα προσυνειδητό – συνειδητό, και την αλυσίδα των σημαινόντων που λειτουργούν με τη μεταφορά και τη μετωνυμία (συμπύκνωση, μετάθεση).


Το ασυνείδητο, λέει ο Lacan, έχει τη ριζική δομή της γλώσσας και λειτουργεί σύμφωνα με τους νόμους της. Το ασυνείδητο είναι λόγος και σύνταξη, είναι μια γλώσσα αρθρωμένη που διαφέρει από τη γλώσσα της συνείδησης, γιατί είναι στα μέτρα, την οικονομία και τη δυναμική του απωθημένου.