Ψυχολογία

Γλώσσα, ένα πολυπαραγοντικό φαινόμενο

Γιατί το ανθρώπινο είδος ανέπτυξε συμβολικό και όχι εικονικό ή δεικτικό σύστημα σημείων; Γιατί δηλαδή ανέπτυξε ένα σύστημα επικοινωνίας που διέπεται:

α) από αυθαιρεσία, με την έννοια ότι η σχέση των γλωσσικών σημείων με αυτό στο οποίο αναφέρονται δεν είναι αιτιολογημένη αλλά προκύπτει από την κοινή σύμβαση· σε αντίθεση με τα εικονικά συστήματα, όπου ανάμεσα στο σημείο και το αντικείμενο αναφοράς του υφίσταται σχέση ομοιότητας (π.χ. η σχέση ανάμεσα στη φωτογραφία ενός σπιτιού και το ίδιο το σπίτι), και με τα δεικτικά, όπου υπάρχει συνάφεια του σημείου με το αντικείμενο αναφοράς του (π.χ. ο καπνός ως ένδειξη φωτιάς)· και

β) μετάθεση, τη δυνατότητα δηλαδή της γλώσσας να «μιλάει» για αντικείμενα, γεγονότα, έννοιες κλπ. που δεν είναι «προσδεδεμένα» με κάποιο άμεσο, παρόν ερέθισμα. Με όρους της εξελικτικής θεωρίας αυτό το ερώτημα μπορεί να διατυπωθεί ως εξής: Τι εξελικτικά πλεονεκτήματα προσέφερε ένα τέτοιου είδους σημειωτικό σύστημα στο ανθρώπινο γένος που δεν προσέφεραν τα υπόλοιπα;

Και επιπλέον: με τι είδους περιβάλλοντα συνδέθηκε εξελικτικά το συμβολικό σημειωτικό σύστημα, σε αντίθεση με τα άλλα;

Η επικοινωνία μέσω εικονικών και δεικτικών σημειωτικών συστημάτων συνδέεται με τη διαβίωση σε σταθερά περιβάλλοντα, αφού οι άνθρωποι μπορούν να αναγνωρίσουν ενστικτωδώς τις σχέσεις ομοιότητας ή συνάφειας ανάμεσα στα εικονικά ή δεικτικά σημεία και σε έναν αριθμό σταθερών περιβαλλοντικών ερεθισμάτων. Στα συμβολικά συστήματα όμως η επεξεργασία των ερεθισμάτων είναι μη ενστικτώδης και ως εκ τούτου αποτελούν προϋπόθεση για τη διαβίωση σε μεταβλητά περιβάλλοντα. Μπορούμε να συμπεράνουμε έτσι ότι η ανάπτυξη του συμβολικού σημειωτικού συστήματος επικοινωνίας οφείλεται σε ίδιας τάξης λόγους με αυτούς που κινητοποίησαν τη διποδία και την όρθια στάση: σε λόγους περιβαλλοντικούς, αφού το ανθρώπινο είδος εξαναγκάστηκε σε διαρκείς αλλαγές τόπων διαβίωσης.


Η συμβολικότητα, όμως, δεν αρκεί να εξηγήσει ένα άλλο χαρακτηριστικό της γλώσσας, την παραγωγικότητα· τη δυνατότητα δηλαδή της γλώσσας να παράγει από ένα περιορισμένο αριθμό φωνημάτων έναν απεριόριστο αριθμό προτάσεων. Αν η συμβολικότητα αφορά μεμονωμένα σημεία, η παραγωγικότητα θέτει το ζήτημα της σχέσης των σημείων μεταξύ τους: στην ουσία πρόκειται για το φαινόμενο της σύνταξης, όπου ο συνδυασμός των σημείων αποτελεί παράγοντα επιπλέον πληροφορίας.

Στα πλαίσια της νεοδαρβινικής θεωρίας αυτό θα μπορούσαμε να το σκεφτούμε ως ένα επιπλέον αναπαραγωγικό πλεονέκτημα που προσέφερε η γλώσσα στο ανθρώπινο είδος, στον βαθμό που του παρείχε τη δυνατότητα της γρήγορης επεξεργασίας και, κατά συνέπεια, αναφοράς σε συνδυασμούς περιβαλλοντικών ερεθισμάτων. Η νεοδαρβινική θεωρία υποθέτει ότι το χαρακτηριστικό αυτό η γλώσσα το απέκτησε σταδιακά, υπόθεση η οποία ενισχύεται από ένα πλήθος σύγχρονων παρατηρήσεων σε ατελή συστήματα επικοινωνίας (π.χ. γλώσσες πίτζιν, συμβολικά συστήματα που κατακτούν οι χιμπατζήδες, παιδική γλώσσα κλπ.), τα οποία παρουσιάζουν μη υψηλή αυτοματοποίηση κατά την επεξεργασία συνδυασμών συμβολικών σημείων (Τσοχατζίδης 2001).


Η πολυλειτουργικότητα, τέλος, το γεγονός δηλαδή ότι η γλώσσα, εκτός από το ότι πληροφορεί, χρησιμοποιείται για επιτέλεση πράξεων, στα πλαίσια της νεοδαρβινικής θεωρίας αιτιολογείται ως αποτέλεσμα του ότι το ανθρώπινο είδος έζησε σε ομάδες. Ως εκ τούτου, η γλώσσα αποτέλεσε όχι μόνο μέσο πληροφόρησης σχετικά με το φυσικό περιβάλλον αλλά και μέσο διαχείρισης των ενδο-ομαδικών σχέσεων και διατήρησης των ενδο-ομαδικών ισορροπιών, προκειμένου να εξασφαλιστεί η επιβίωση της ομάδας από κινδύνους που προέρχονταν όχι πλέον από το φυσικό περιβάλλον αλλά από την «κοινωνική» αστάθεια της ομαδικής ζωής (Τσοχατζίδης 2001).


Ο ίδιος βαθύτατα συνεργατικός και κοινωνικός χαρακτήρας στον οποίο δίνει έμφαση το χαρακτηριστικό της πολυλειτουργικότητας, αλλά και τα πολύπλοκα δίκτυα κοινωνικών σχέσεων και ανταλλαγών –και κατά συνέπεια, κοινωνικών ορίων– που διέπουν τις συνθήκες μέσα στις οποίες εμφανίζονται και τροποποιούνται τα εργαλεία είναι θέματα τα οποία τονίζει και η αρχαιολογική έρευνα. Η διεπιστημονική θεώρηση αναδεικνύει, εκτός από τη βιολογική προδιάθεση του ανθρώπου για την απόκτηση της γλώσσας, και τη σημασία της περιβαλλοντικής ενεργοποίησης.

Όπως φαίνεται, η γλωσσολογία μπορεί με τα ερωτήματα που θέτει να οριοθετήσει τις περιοχές που θα κινηθεί η έρευνα. Αυτό όμως δεν σημαίνει ότι αρκεί από μόνη της να καλύψει την πολυπλοκότητα του ζητήματος αλλά ότι χρειάζεται να συναντηθεί και με τα πορίσματα των άλλων σχετικών επιστημονικών κλάδων. Και αυτό γιατί η εμφάνιση νοητικών φαινομένων ανώτερης τάξης, όπως είναι η γλώσσα, είναι αποτέλεσμα φυσικών, βιολογικών και κοινωνικών αλληλεπιδράσεων.

Βιβλιογραφία

  • AITCΗISON, J. 1996. The Seeds of Speech. Language Origin and Evolution. Cambridge: Cambridge University Press.
  • ∆ΡΑΚΟΠΟΥΛΟΣ, Π. 1982. Η καταγωγή του συμβόλου. Στο Θεωρία της γλώσσας, επιμ. Π. ∆ρακόπουλος, 7-30. Αθήνα: Imago.
  • ΚΑΤΗ, ∆. 2001. Η απόκτηση της γλώσσας. Στο ΧΡΙΣΤΙ∆ΗΣ 2001, υπό έκδοση. ΚΑΦΕΤΖΟΠΟΥΛΟΣ, Ε. 1995. Εγκέφαλος, συνείδηση και συμπεριφορά. Αθήνα: Εξάντας, Τρίαψις Λόγος.
  • ΚΟΥΒΕΛΑΣ, Η. 2001. Εγκέφαλος και γλώσσα. Στο ΧΡΙΣΤΙ∆ΗΣ 2001, υπό έκδοση. ΚΩΤΣΑΚΗΣ, Κ. 2001. Τα εργαλεία του ανθρώπου και η γλώσσα. Στο ΧΡΙΣΤΙ∆ΗΣ 2001, υπό έκδοση.
  • LEROI-GOURHAN, A. 1964. La geste et la parole. Παρίσι: Michel.
  • ΤΡΙΑΝΤΑΦΥΛΛΙ∆ΗΣ, Μ. 1963. Η αρχή της γλώσσας και η φροϊδιανή ψυχολογία. Στο Άπαντα, 2ος τόμ., 22-32. Θεσσαλονίκη: Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών [Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη].
  • ΤΣΟΧΑΤΖΙ∆ΗΣ, Σ. 2001. Η γέννηση της γλώσσας. Στο ΧΡΙΣΤΙ∆ΗΣ 2001, υπό έκδοση, όπου και εκτενέστατη βιβλιογραφία για το θέμα.
  • ΧΕΙΜΩΝΑΣ, Γ. 1984. Έξι μελέτες για τον λόγο. Αθήνα: Ύψιλον.
  • ΧΡΙΣΤΙ∆ΗΣ, Α.-Φ., επιμ. 2001. Ιστορία της ελληνικής γλώσσας: Από τις αρχές έωςτην Ύστερη Αρχαιότητα. Θεσσαλονίκη: Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας & Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών [Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη]. Υπό έκδοση.