Ψυχολογία

Γνωστική αναδόμηση

Βασικός στόχος της θεραπείας είναι ο θεραπευόμενος να μάθει να αναγνωρίζει και να τροποποιεί τις δυσλειτουργικές του σκέψεις και συμπεριφορές και να αναγνωρίσει και να αλλάξει τις γνωστικές κατασκευές που τις προκαλούν (Beck et al., 1979). Ο αρχικός στόχος της παρέμβασης είναι η απαλλαγή του θεραπευόμενου από τα συμπτώματα· αφού επιτευχθεί αυτό, η θεραπεία εστιάζεται στην τροποποίηση των «βαθύτερων» γνωστικών παραγόντων που προδιέθεσαν το άτομο στην εκδήλωση των συμπτωμάτων αυτών (Beck et al., 1985).

Καθ’ όλη τη διάρκεια της θεραπείας, καθώς αποκαλύπτονται οι αυτόματες σκέψεις του θεραπευόμενου, προκύπτουν ορισμένα γενικά ζητήματα, τα οποία κατέχουν κεντρική θέση στο γνωστικό σύστημα του θεραπευόμενου και καθορίζουν τον τρόπο με τον οποίο βιώνει την πραγματικότητα. Ο θεραπευτής καταλήγει σε αυτά τα ζητήματα ακολουθώντας την επαγωγική μέθοδο: ξεκινάει από τις συμπεριφορές και τα συναισθήματα του θεραπευόμενου, προχωράει στη διερεύνηση των αυτόματων σκέψεων, εν συνεχεία φτάνει στις γενικότερες παραδοχές που υπαγορεύουν τις σκέψεις αυτές και τελικά καταλήγει στο κύριο σχήμα του θεραπευόμενου. Ακόμα και αν χρησιμοποιήσει την παραγωγική μέθοδο, ξεκινώντας από πιο κεντρικά ζητήματα και προχωρώντας στις αυτόματες σκέψεις και εν συνεχεία στα συναισθήματα και τις συμπεριφορές, τα βασικά στοιχεία που θα περιλαμβάνει η παρέμβαση είναι τα ίδια: οι συμπεριφορές και τα συναισθήματα, οι αυτόματες σκέψεις, οι πεποιθήσεις και τα σχήματα (Greenberger, & Padesky, 1995).


Στάδια αμφισβήτησης του μη ρεαλιστικού τρόπου σκέψης
Ο Beck (1976) επισημαίνει ότι ο μη ρεαλιστικός τρόπος σκέψης αποτελεί συνήθως παγιωμένη συνήθεια του ατόμου, με αποτέλεσμα η αμφισβήτησή του να πρέπει να διέλθει από τα εξής στάδια:

  • Να εντοπίσει και να συνειδητοποιήσει το περιεχόμενο των σκέψεών του
  • Να αναγνωρίσει τις μη ρεαλιστικές σκέψεις
  • Να αντικαταστήσει τις άτοπες εκτιμήσεις του με έγκυρες
  • Να αναζητήσει επανατροφοδότηση, προκειμένου να καταλάβει αν αυτή η αλλαγή που πραγματοποίησε είναι προς τη σωστή κατεύθυνση. Για παράδειγμα, κάποιος που αντικαθιστά τη μη ρεαλιστική αντίληψη «Αν μιλήσω σε μία κοπέλα, θα με απορρίψει οπωσδήποτε», με την αντίληψη «Αν μιλήσω σε μία κοπέλα, αποκλείεται να με απορρίψει», δεν οδεύει στην σωστή κατεύθυνση για την τροποποίηση των μη ρεαλιστικών του εκτιμήσεων.

Προσεγγίσεις για την πιο ρεαλιστική εκτίμηση της πραγματικότητας
Ο Beck (1976) αναφέρεται σε τρεις διαφορετικές προσεγγίσεις που μπορούν να βοηθήσουν το άτομο να κάνει πιο ρεαλιστικές εκτιμήσεις για τα γεγονότα της πραγματικότητας:

Τη νοητική προσέγγιση, η οποία συνίσταται στον εντοπισμό των παρανοήσεων και των παρερμηνειών, τον έλεγχο της ορθότητάς τους και την αντικατάστασή τους με πιο κατάλληλες και ρεαλιστικές αντιλήψεις.

Τη βιωματική προσέγγιση, κατά την οποία το άτομο εκτίθεται σε εμπειρίες που από μόνες τους μπορεί να λειτουργήσουν «διορθωτικά», συμβάλλοντας στην αλλαγή των μη ρεαλιστικών εκτιμήσεών του. Η αλληλεπίδραση με άλλους ανθρώπους, στα πλαίσια ομαδικής ή ατομικής ψυχοθεραπείας, μπορεί να βοηθήσει το άτομο να αποκτήσει πιο ρεαλιστικές αντιλήψεις για τους άλλους και, κατά συνέπεια, να αλλάξει τη στάση του απέναντί τους. Για παράδειγμα, ένα άτομο που έχει τη μη ρεαλιστική αντίληψη ότι, αν εμπιστευθεί κάποιον, αυτός θα το εκμεταλλευτεί, αν ενθαρρυνθεί να εμπιστευθεί το θεραπευτή, θα ανακαλύψει ότι αυτή η σκέψη του δεν είναι ρεαλιστική σε όλες τις περιπτώσεις· αυτή η διαπίστωση μπορεί να συμβάλλει σημαντικά στην αμφισβήτησή της.

Τη συμπεριφορική προσέγγιση, κατά την οποία το άτομο ενθαρρύνεται να εκδηλώσει συμπεριφορές που μπορεί να το βοηθήσουν να αναθεωρήσει κάποιες μη ρεαλιστικές εκτιμήσεις του. Για παράδειγμα, ένα άτομο που φοβάται να μιλήσει μπροστά σε κοινό, αν ενθαρρυνθεί να το κάνει, μπορεί να αλλάξουν οι μη ρεαλιστικές του εκτιμήσεις (π.χ. «θα τα θαλασσώσω», «θα με κοροϊδεύουν» κλπ) σχετικά με την κατάσταση και θα αυξηθεί η αυτοεκτίμησή του.


Παράγοντες που καθορίζουν την επιλογή των τεχνικών
Η επιλογή των τεχνικών που θα χρησιμοποιηθούν σε κάθε περίπτωση αποτελεί το αποτέλεσμα συνεξέτασης διάφορων παραγόντων (Beck et al., 1979):

Η «θεραπευτική συνεργασία» αποτελεί συνήθως καλή βάση για τη λήψη τέτοιου είδους αποφάσεων. Ο θεραπευτής μπορεί να εντοπίσει κάποιες προβληματικές περιοχές και κάποιους πιθανούς τρόπους αντιμετώπισής τους και να συζητήσει με το θεραπευόμενο σχετικά με την επιλογή κάποιων από αυτούς.

Η θεραπευτική προσέγγιση θα πρέπει να είναι σε συμφωνία με το μορφωτικό και νοητικό επίπεδο του θεραπευόμενου, τις στρατηγικές αντιμετώπισης που ήδη χρησιμοποιεί και τα χαρακτηριστικά της προσωπικότητάς του.

Συχνά απαιτείται «δοκιμή και πλάνη». Ο θεραπευτής οφείλει να ενημερώσει το θεραπευόμενο ότι υπάρχει πλήθος τεχνικών, εκ των οποίων μπορεί να χρειαστεί να δοκιμάσει αρκετές, προκειμένου να βρει αυτές που ταιριάζουν καλύτερα στον ίδιο και στο πρόβλημά του και μπορούν να βοηθήσουν να ξεπεράσει τις δυσκολίες του. Επειδή ακριβώς δεν είναι όλες οι τεχνικές το ίδιο αποτελεσματικές για όλους τους θεραπευόμενους και σε όλες τις περιπτώσεις, η εφαρμογή κάθε τεχνικής είναι σημαντικό να συνοδεύεται από αξιολόγηση της αποτελεσματικότητάς της.