Παιδαγωγικά,  Ψυχολογία

ΔΕΠ-Υ – Γλωσσικά προβλήματα – Δυσλεξία

Η δυσλεξία αναφέρεται στο DSM-IV, ως Διαταραχή της Ανάγνωσης και περιλαμβάνει τις δυσκολίες στη φωνολογική απόδοση αλλά και την κατανόηση μίας λέξης ή ενός κειμένου. Οι δυσκολίες αυτές εμφανίζονται αιφνίδια, δεν σχετίζονται με νοητική ανεπάρκεια, αισθητηριακά ελλείμματα ή ανεπαρκή εκπαίδευση και επηρεάζουν την ικανότητα του παιδιού να κατακτήσει την ανάγνωση. Η δυσλεξία, όπως και η ΔΕΠ-Υ, αποτελεί μία από τις πιο συχνές διαταραχές, η οποία παρατηρείται περίπου στο 5% των παιδιών σχολικής ηλικίας.


Είναι πλέον διαπιστωμένο ότι η δυσλεξία παρουσιάζει υψηλά ποσοστά συννοσηρότητας με τη ΔΕΠ-Υ και η συννοσηρότητα αυτή είναι αμφίδρομη. Με άλλα λόγια, τα παιδιά με ΔΕΠ-Υ συχνά παρουσιάζουν και δυσλεξία, ενώ η ΔΕΠ-Υ είναι η πιο συχνή αναπτυξιακή διαταραχή που παρατηρείται στα παιδιά με δυσλεξία. Το ποσοστό συννοσηρότητας ανάμεσα στη ΔΕΠ-Υ και τη δυσλεξία κυμαίνεται περίπου στο 40%.

Αυτές οι διαφορές μεταξύ των ερευνητικών αποτελεσμάτων μπορεί να οφείλονται στις διαφορετικές μεθόδους διάγνωσης της ΔΕΠ-Υ, στους διαφορετικούς ορισμούς της δυσλεξίας καθώς και σε διαφορές στην επιδημιολογία της δυσλεξίας, οι οποίες είναι πιθανόν να προκύπτουν από διαφορές ανάμεσα στα ορθογραφικά συστήματα των γλωσσών (Germano et al., 2010). Επιπλέον, πρέπει να επισημανθεί ότι η συννοσηρότητα ανάμεσα στη ΔΕΠ-Υ και τη δυσλεξία παρατηρείται τόσο σε κοινοτικά όσο και σε κλινικά δείγματα (Gilger et al., 1992).


Η ερμηνεία της συννοσηρότητας ανάμεσα στη δυσλεξία και τη ΔΕΠ-Υ μπορεί να συνδράμει στην καλύτερη κατανόηση της αιτιοπαθογένειας των δύο διαταραχών αλλά και στη διαμόρφωση αποτελεσματικότερων προγραμμάτων θεραπευτικής αντιμετώπισης. Η αιτιολογία της συννοσηρότητας ανάμεσα στη ΔΕΠ-Υ και τη δυσλεξία έχει αναζητηθεί σε διάφορα επίπεδα.


Πληθώρα ερευνών επιχειρεί να ερμηνεύσει τη συννοσηρότητα της ΔΕΠ-Υ και της δυσλεξίας στο νευροψυχολογικό επίπεδο. Ορισμένοι ερευνητές υποστηρίζουν ότι η δυσλεξία προκαλεί συμπτώματα ΔΕΠ-Υ, εξαιτίας της έντονης δυσαρέσκειας που βιώνει το παιδί, το οποίο δυσκολεύεται στην ανάγνωση. Σύμφωνα με την άποψη αυτή, τα ελλείμματα σε συγκεκριμένους νευροψυχολογικούς τομείς, όπως στην αποκωδικοποίηση λέξεων, την αντιστοιχία γραφημάτων – φωνημάτων, την επεξεργασία ταχέως κινούμενων και δυσδιάκριτων οπτικών ερεθισμάτων καθώς και τον συντονισμό γνωστικών και κινητικών δεξιοτήτων προκαλούν δυσλεξία, η οποία με τη σειρά της επιφέρει τα συμπτώματα της ΔΕΠ-Υ (Pennington, et al., 1993).

Ένα άλλο ρεύμα έρευνας κατέδειξε ότι η ΔΕΠ-Υ και η δυσλεξία προέρχονται από ανεξάρτητους αιτιολογικούς παράγοντες, ενώ η συνύπαρξή τους είναι αποτέλεσμα της συνάθροισης των παραγόντων αυτών. Ειδικότερα, αναφέρεται ότι τα παιδιά με διάγνωση ΔΕΠ-Υ χωρίς δυσλεξία παρουσιάζουν ελλείμματα στις λειτουργίες εκτελεστικού ελέγχου, ενώ τα παιδιά με διάγνωση δυσλεξίας χωρίς ΔΕΠ-Υ παρουσιάζουν ελλείμματα σε γλωσσικές ικανότητες όπως η επεξεργασία φωνολογικών πληροφοριών, η φωνολογική ενημερότητα και η λεκτική μνήμη εργασίας, αλλά όχι στις λειτουργίες εκτελεστικού ελέγχου. Από την άλλη πλευρά, τα παιδιά με διάγνωση ΔΕΠ-Υ και δυσλεξίας παρουσιάζουν και τα δύο αυτά είδη ελλείμματος (Purvis & Tannock, 1997; Willcutt et al., 2001).


Ωστόσο, τα δεδομένα μεγάλου αριθμού μελετών που πραγματοποιήθηκαν την τελευταία δεκαετία, καταδεικνύουν ότι η συνύπαρξη της ΔΕΠ-Υ και της δυσλεξίας οφείλεται σε ένα σύνολο ελλειμμάτων τα οποία χαρακτηρίζουν και τις δύο διαταραχές. Τα ελλείμματα αυτά αφορούν σε γλωσσικές ικανότητες αλλά και σε λειτουργίες εκτελεστικού ελέγχου, όπως η λεκτική εργαζόμενη μνήμη και η ταχύτητα ονομασίας λέξεων, αριθμών ή χρωμάτων (Pennington, 2006; Rucklidge & Tannock, 2002; Shanahan et al., 2006; Willcutt et al., 2003, 2007).

Η συγκεκριμένη ερμηνεία για τη συννοσηρότητα της ΔΕΠ-Υ και της δυσλεξίας είναι σύμφωνη με την άποψη ότι η αιτιολογία των περίπλοκων διαταραχών συμπεριφοράς πρέπει να αναζητηθεί στην αλληλεπίδραση ποικίλων παραγόντων οι οποίοι ευνοούν ή αναστέλλουν την εκδήλωσή τους και μπορεί να είναι είτε γενετικοί είτε περιβαλλοντικοί (Pennington, 2006; Sonuga-Barke, 2005).


Μία ακόμα ερμηνεία είναι ότι η δυσλεξία είναι προϊόν επιγένεσης από τα γλωσσικά προβλήματα τα οποία προκαλούνται από τη ΔΕΠ-Υ. Σύμφωνα με τους Goswami & Bryant (1990), η ανάγνωση βασίζεται στους ακόλουθους μηχανισμούς:

(α) Σύστημα οπτικής ανάλυσης: είναι υπεύθυνο για τον προσδιορισμό της ταυτότητας των γραμμάτων και τη θέση τους στη λέξη,

(β) Λεξικό οπτικού εισερχομένου: περιλαμβάνει αναπαραστάσεις του προτύπου γραπτών λέξεων,

(γ) Σημασιολογικό σύστημα: αναφέρεται στη γνώση της σημασίας των λέξεων,

(δ) Λεξικό εξερχομένου: αφορά στην προφορά μίας λέξης με βάση τα συστήματα,

(ε) Φωνημικό λεξικό: περιλαμβάνει τις αντιστοιχίες γραφημάτων – φωνημάτων, και

(στ) Μηχανισμός απάντησης: αφορά στη βραχύχρονη μνήμη άρθρωσης.


Τα ελλείμματα στην ικανότητα προσοχής και αυτοελέγχου που αποτελούν πυρηνικά συμπτώματα της ΔΕΠ- Υ, προκαλούν προβλήματα στην πρόσληψη φωνολογικών πληροφοριών και κατ’ επέκταση στη διάκριση των φωνημάτων. Οι δυσκολίες στη διάκριση των φωνημάτων έχουν ως συνέπεια την ανεπαρκή διαμόρφωση αναπαραστάσεων των φωνημάτων και ως εκ τούτου τη δυσκολία στην αντιστοίχησή τους με τα γραφήματα, δηλαδή στη διαμόρφωση φωνημικού λεξικού.

Επιπλέον, η διάσπαση προσοχής και οι δυσκολίες στον αυτοέλεγχο δυσχεραίνουν τη διάκριση και τον εντοπισμό της θέσης των γραμμάτων στη λέξη και τελικά τη διαμόρφωση αναπαραστάσεων του προτύπου γραπτών λέξεων. Ακόμη, λόγω των πυρηνικών συμπτωμάτων της ΔΕΠ-Υ, καθίσταται δύσκολη η συγκράτηση των πληροφοριών που περιέχονται στο προς ανάγνωση κείμενο. Με άλλα λόγια, τα παιδιά συχνά δεν συγκρατούν στη μνήμη τους τις πληροφορίες που διάβασαν προηγουμένως, όταν μεταβαίνουν σε επόμενο σημείο του κειμένου, με αποτέλεσμα την ελλιπή κατανόηση του.