Παιδαγωγικά,  Ψυχολογία

Διαταραχή Αυτιστικού Φάσματος: αιτιολογία και θεραπευτικές παρεμβάσεις

Η Διαταραχή Αυτιστικού Φάσματος (ΔΑΦ) αποτελεί μία από τις πιο συχνές αναπτυξιακές διαταραχές, επηρεάζοντας εκατομμύρια ανθρώπους παγκοσμίως. Η ΔΑΦ επηρεάζει την επικοινωνία, την κοινωνική αλληλεπίδραση, καθώς και τα ενδιαφέροντα και τις συμπεριφορές των ατόμων που ζουν με αυτήν. Η διαταραχή αυτή παρουσιάζει μεγάλο εύρος κλινικών εκδηλώσεων, από πολύ ήπιες έως πολύ σοβαρές μορφές. Στο παρόν άρθρο, θα εξετάσουμε την ιστορική πορεία της αναγνώρισης της ΔΑΦ, τα κύρια χαρακτηριστικά της, τις αιτιολογικές της παραμέτρους, καθώς και τις βασικές θεραπευτικές προσεγγίσεις.

Ιστορική αναδρομή

Η πρώτη αναφορά του όρου “αυτισμός” χρονολογείται το 1911 από τον Ελβετό ψυχίατρο Eugen Bleuler, ο οποίος χρησιμοποίησε τον όρο για να περιγράψει τη σχιζοφρένεια. Ωστόσο, το 1943, ο παιδοψυχίατρος Leo Kanner καθιέρωσε τον όρο «πρώιμος βρεφικός αυτισμός», περιγράφοντας παιδιά με σοβαρά ελλείμματα στην κοινωνική ανάπτυξη, περιορισμένα ενδιαφέροντα και δυσλειτουργική γλωσσική ανάπτυξη. Το 1944, ο Hans Asperger χρησιμοποίησε τον όρο «αυτιστική ψυχοπάθεια» για να περιγράψει παιδιά με περιορισμένη ενσυναίσθηση, κινητική αδεξιότητα και ιδιόμορφες κοινωνικές συμπεριφορές.

Χαρακτηριστικά της ΔΑΦ

Η ΔΑΦ χαρακτηρίζεται από σοβαρά ελλείμματα στην κοινωνική επικοινωνία, περιορισμένα και επαναλαμβανόμενα μοτίβα συμπεριφοράς, καθώς και αισθητηριακές δυσλειτουργίες. Τα άτομα με ΔΑΦ μπορεί να εμφανίζουν ελλείψεις στη βλεμματική επαφή, περιορισμένη χρήση της γλώσσας του σώματος, καθώς και δυσκολίες στη σύναψη και διατήρηση κοινωνικών σχέσεων​. Οι επαναλαμβανόμενες συμπεριφορές περιλαμβάνουν στερεοτυπίες, όπως το στριφογύρισμα των αντικειμένων και την εμμονή με συγκεκριμένες δραστηριότητες.

Αιτιολογία της ΔΑΦ

Η αιτιολογία της ΔΑΦ είναι πολυπαραγοντική και περιλαμβάνει γενετικούς και περιβαλλοντικούς παράγοντες. Οι γενετικοί παράγοντες παίζουν σημαντικό ρόλο, με έρευνες να αναδεικνύουν την εμπλοκή πολλαπλών γονιδίων, όπως το εύθραυστο Χ χρωμόσωμα και συγκεκριμένα γονίδια που σχετίζονται με τη διαβίβαση σεροτονίνης. Περιβαλλοντικοί παράγοντες, όπως η ηλικία των γονέων, έχουν ενοχοποιηθεί, αν και δεν υπάρχουν αποδείξεις για συγκεκριμένους περιβαλλοντικούς παράγοντες, όπως τα εμβόλια​.

Θεραπευτικές προσεγγίσεις

Μέχρι σήμερα, δεν έχει βρεθεί πλήρης θεραπεία για τη ΔΑΦ. Ωστόσο, υπάρχουν αρκετές προσεγγίσεις που συμβάλλουν στη βελτίωση της ποιότητας ζωής των ατόμων με ΔΑΦ. Η πρώιμη εντατική παρέμβαση έχει αποδειχθεί ως η πλέον αποτελεσματική μέθοδος για τη βελτίωση της συμπεριφοράς και της κοινωνικής αλληλεπίδρασης. Το πρόγραμμα ABA (Applied Behavior Analysis) και το πρόγραμμα TEACCH αποτελούν δύο από τις πιο διαδεδομένες και επιτυχημένες μεθόδους παρέμβασης​. Επίσης, το σύστημα PECS (Picture Exchange Communication System) έχει δανειστεί τεχνικές από το ABA για να βοηθήσει τα παιδιά με ΔΑΦ να επικοινωνούν μέσω εικόνων.

Βιβλιογραφία

  1. Κατερίνα Μανιαδάκη. Διαταραχή Αυτιστικού Φάσματος: Ιστορική Εξέλιξη και Θεραπευτικές Παρεμβάσεις. Πανεπιστήμιο Δυτικής Αττικής, 2024.
  2. Schopler, E., & Reichler, R. (1971). Autism and Behavior Modification. New York: Plenum Press.
  3. Kanner, L. (1943). Autistic Disturbances of Affective Contact. Nervous Child, 2, 217-250.
  4. Asperger, H. (1944). Die Autistischen Psychopathen im Kindesalter. European Archives of Psychiatry and Clinical Neuroscience.