
Η επίδρασή του τραύματος κατά τη διάρκεια της ανάπτυξης
Το ψυχολογικό αντίκτυπο μιας τραυματικής εμπειρίας διαφέρει σημαντικά όταν το τραύμα συμβαίνει στην παιδική ηλικία σε σύγκριση με αυτό που προκύπτει στην ενήλικη ζωή. Επίσης, υπάρχει μεγάλη διαφορά μεταξύ ενός τραύματος που συμβαίνει στην σχέση μας με κάποιον που αγαπάμε ως παιδί και ενός τραύματος που προκαλείται από κάποιον άγνωστο άνθρωπο απέναντι στον οποίο δεν έχουμε μικτά συναισθήματα (θετικά και αρνητικά) συναισθήματα.
Πιο συγκεκριμένα, τα παιδιά προσχολικής ηλικίας που βιώνουν τραύμα δεν έχουν την συναισθηματική και γνωστική ωριμότητα που απαιτείται για να το λεκτικοποιήσουν. Μέσα τους όμως, ακόμα και όταν είναι βρέφη, κινητοποιούνται έντονα αρνητικά συναισθήματα απέναντι στους φροντιστές που έχουν λειτουργήσει στερητικά, κακοποιητικά ή αδιάφορα απέναντί τους – συναισθήματα που δυσκολεύονται να επεξεργαστούν και να βιώσουν μόνα τους. Ο τρόπος για να αντιμετωπίσουν αυτά τα έντονα και επώδυνα συναισθήματα απέναντι στα αγαπημένα πρόσωπα της ζωής τους είναι να τα διώξουν, χωρίς να το καταλάβουν, στο «πίσω μέρος» του μυαλού τους, το λεγόμενο ασυνείδητο.
Αυτό συμβαίνει αυτόματα γιατί η συναισθηματική και βιολογική επιβίωση του παιδιού εξαρτάται ολοκληρωτικά από τους φροντιστές του, οπότε με τον ανώριμο νου του το παιδί πρέπει να βρει έναν τρόπο να τους προστατέψει από τα «μη αποδεκτά» και «επικίνδυνα» συναισθήματα και ταυτόχρονα να τους κρατήσει κοντά του για να ζήσει. Παρόλο η νοητική του ωριμότητα αυξάνεται καθώς μεγαλώνει, συνεχίζει να δυσκολεύεται να αποδώσει νοηματικά και συναισθηματικά αυτές τις εμπειρίες σε λεκτικές αναπαραστάσεις με αποτέλεσμα κάθε φορά που κινητοποιούνται, μέσα σε μια νέα του σχέση, τα ίδια συναισθήματα, αυτά να συσσωρεύονται στο ασυνείδητο μαζί με τα προηγούμενα, το άγχος του να αυξάνεται και το αρχικό τραύμα να βαθαίνει.
Κατά τη διάρκεια της εφηβείας, η έκθεση σε μια τραυματική εμπειρία και η ύπαρξη παιδικού τραύματος μπορεί να επηρεάσει την ικανότητα του εφήβου να διαφοροποιηθεί από τους γονείς του, να σχηματίσει τη δική του συνεκτική ταυτότητα, να λαμβάνει τις δικές του αποφάσεις, να συνδέεται ικανοποιητικά με τους συνομήλικους και να δημιουργεί το προσωπικό του σύστημα αξιών. Αργότερα, στην περίοδο της πρώιμης ενηλικίωσης, ο νεαρός ενήλικας μπορεί να δυσκολεύεται να βρει τον επαγγελματικό προσανατολισμό που του ταιριάζει, να μην μπορεί να αποχωριστεί την οικογενειακή εστία, να δυσκολεύεται να έχει ισότιμες σχέσεις και να λειτουργεί αυτόνομα στην ζωή του.
Από τα μέσα μέχρι τα τέλη της ενήλικης ζωής, η συνύπαρξη παιδικού τραύματος και η βίωση μιας τραυματικής εμπειρίας του παρόντος (λ.χ. απώλεια ενός αγαπημένου προσώπου) μπορεί να δυσχεράνει την ικανότητα του ατόμου να αντιμετωπίζει τις προκλήσεις της ζωής (λ.χ. οικονομική καταστροφή, ατυχήματα, απώλεια κοινωνικής θέσης), καθώς και να αποδέχεται τις φυσιολογικές της διαδικασίες (π.χ. γήρας, μείωση νοητικής και σωματικής δύναμης, απώλεια υγείας, ομορφιάς κτλ.) με προσαρμοστικό τρόπο. Συνεπώς, ο μεσήλικας ή ο ηλικιωμένος πλέον άνθρωπος, μπορεί να βιώνει ανεξήγητη στεναχώρια, κόπωση, πεσμένη διάθεση, να έχει μειωμένη αίσθηση αυτό-αποτελεσματικότητας και να απομονώνεται.
Είναι σημαντικό να διευκρινιστεί ότι η βίωση μιας τραυματικής εμπειρίας στην ενήλικη ζωή (λ.χ. βιασμός, απειλή θανάτου, ομηρία) η ένταση της οποίας είναι πέρα από το σημείο που οι περισσότεροι από εμάς μπορούμε να καταλάβουμε και να αισθανθούμε στην καθημερινότητά μας, είναι ικανή να προκαλέσει ΔΜΤΣ χωρίς να έχει προηγηθεί παιδικό τραύμα. Ωστόσο, όταν ένας άνθρωπος έχει βιώσει και επαναλαμβανόμενα τραύματα (λ.χ. κακοποίηση, απώλεια, παραμέληση) ως παιδί, τότε η πορεία της ΔΜΤΣ γίνεται αρκετά έως πολύ δύσκολη και μπορεί να περιπλέκεται από άλλα ψυχιατρικά ζητήματα όπως είναι η κατάθλιψη και οι διαταραχές προσωπικότητας.

