Ψυχολογία

Η προέλευση της Γλώσσας και η αφαιρετική ικανότητα

Η προέλευση της γλώσσας είναι ένα ερώτημα η απάντηση του οποίου χάνεται στα βάθη της ανθρώπινης προϊστορίας, γεγονός που δικαιολογεί και τον μεταφυσικό αλλά και τον άκρατα υποκειμενικό χαρακτήρα πολλών θεωριών που προσπάθησαν να προσεγγίσουν το ζήτημα.


Στην πολυπρισματικότητα της διεπιστημονικής προσέγγισης η γλωσσολογία προσφέρει την εσωτερική μαρτυρία. Που σημαίνει ότι οι απαντήσεις στο ζήτημα της προέλευσης της γλώσσας αναζητώνται με βάση χαρακτηριστικά που φέρει η ίδια η γλώσσα. Σημαντικό σταθμό στην πορεία των σχετικών αναζητήσεων αποτέλεσε η ανάπτυξη της θεωρίας της εξέλιξης των ειδών, στον βαθμό που προσανατόλισε την έρευνα σε ερωτήματα που κύριο στόχο έχουν να εξηγήσουν πώς τα συγκεκριμένα χαρακτηριστικά που εμφανίζει η γλώσσα βοήθησαν στην επιβίωση και αναπαραγωγή του ανθρώπινου είδους.

Βασική προϋπόθεση, βέβαια, για την κατεύθυνση προς ερωτήματα αυτής της τάξης αποτελεί η παραδοχή πως η γλωσσική ικανότητα είναι βιολογικό χαρακτηριστικό του ανθρώπινου είδους, με την έννοια ότι το άτομο είναι εκ γενετής προετοιμασμένο για την εκμάθηση της γλώσσας. Θέση η οποία ενισχύεται τόσο από τις έρευνες στον τομέα της οντογένεσης της γλώσσας (την απόκτηση της γλώσσας από το παιδί) όσο και από τα σχετικά πορίσματα της νευρογλωσσολογίας, της ανατομίας και της εμβρυολογίας, που αποδεικνύουν αφενός ότι υπάρχουν στον ανθρώπινο εγκέφαλο ανατομικά χαρακτηριστικά εξειδικευμένα στην παραγωγή και κατανόηση του λόγου από την εμβρυϊκή ακόμη περίοδο (Κούβελας 2001· Τσοχατζίδης 2001) και αφετέρου ότι το παιδί αποκτά τη γλώσσα μέσω μηχανισμών που η ωρίμανσή τους εμφανίζει βιολογικά χαρακτηριστικά.


Το ζήτημα, λοιπόν, της προέλευσης της γλώσσας υπό το πρίσμα της εξελικτικής θεωρίας επιδιώκει σε ένα πρώτο στάδιο να εξηγήσει τους παράγοντες που κινητοποίησαν τις βιολογικές προϋποθέσεις της εμφάνισης της γλώσσας: την εξέλιξη δηλαδή αφενός του ανατομικού εξοπλισμού του ανθρώπου, περιλαμβανομένων τόσο των αρθρωτικών οργάνων (λάρυγγα, δοντιών, γλώσσας, πνευμόνων κλπ.), αφού αυτά δευτερογενώς χρησιμοποιούνται για την παραγωγή του λόγου με την έννοια ότι οι βασικές τους λειτουργίες δεν συνδέονται άμεσα με τη γλώσσα αλλά με άλλες (π.χ. τη μάσηση), όσο και των αντίστοιχων εγκεφαλικών· αφετέρου, την ανάπτυξη των νοητικών ικανοτήτων του ανθρώπου,
και κυρίως της αφαίρεσης και της γενίκευσης που αποτελούν βασικές συνιστώσες του νοήματος.


Η εμφάνιση της γλώσσας συνδέεται με πιθανές περιβαλλοντικές αλλαγές, οι οποίες κινητοποίησαν μια σειρά μεταβολών στην ανατομία του πρώιμου ανθρώπου. Ο εξαναγκασμός του σε αλλαγή περιβάλλοντος, από το δάσος στη σαβάνα, είχε ως αποτέλεσμα την απελευθέρωση των άνω άκρων –αφού αυτά δεν του χρειάζονταν πλέον για την αναρρίχηση στα δέντρα– και, συνακόλουθα, την όρθια στάση. Από πλευράς ανατομίας, η όρθια στάση οδήγησε στην κάθετη θέση του λάρυγγα, γεγονός που είχε συνέπειες στην άρθρωση της ομιλίας. Από την άλλη, τα άνω άκρα χρησιμοποιήθηκαν για την κατασκευή εργαλείων, ένα βήμα που θα έχει εκρηκτικά αποτελέσματα στην προαγωγή του πολιτισμού και θα αποτελέσει κρίσιμο στοιχείο πάνω στο οποίο θα στηριχθούν υποθέσεις για την προέλευση της γλώσσας (∆ρακόπουλος 1982).


Η προϊστορική αρχαιολογία θεωρεί ότι τα ανατομικά χαρακτηριστικά τα οποία χρησιμοποιούνται για την παραγωγή του λόγου ήταν ήδη παγιωμένα στους πρώτους ανθρωπίδες (αυστραλοπίθηκος, 5-4.000.000 πριν από τώρα). Κεντρική θέση κατέχει ο ανθρώπινος εγκέφαλος, ο οποίος χαρακτηρίζεται από λειτουργική ασυμμετρία: τα δύο ημισφαίρια παρουσιάζουν εξειδίκευση ως προς τις λειτουργίες που επιτελούν. Έτσι, μετά από έρευνες με αφασικούς κυρίως ασθενείς γνωρίζουμε ότι «μιλάμε με το αριστερό ημισφαίριο», αφού οι γλωσσικές λειτουργίες εντοπίζονται σε αυτό, και πιο συγκεκριμένα, στις περιοχές Broca και Wernicke· βλάβες σε αυτές τις περιοχές έχουν ως αποτέλεσμα προβλήματα είτε στην κατανόηση είτε στην παραγωγή του λόγου. Κατά τους αρχαιολόγους, ο homo habilis (ο «επιδέξιος άνθρωπος») ήταν ήδη προικισμένος με μεγαλύτερη ποσότητα εγκεφαλικής ουσίας, στην οποία πιθανότατα περιεχόταν και η περιοχή Broca (Κούβελας 2001· Κωτσάκης 2001).


Ένα ενδιαφέρον στοιχείο που σχετίζεται με τη φυσιολογία του εγκεφάλου είναι ότι το ίδιο ημισφαίριο που ελέγχει τον λόγο ελέγχει και το κυρίαρχο χέρι, συνήθως το δεξί, το οποίο χρησιμοποιούμε για να εκτελέσουμε διάφορες εργασιακές δραστηριότητες (Καφετζόπουλος 1995, 101). Η κατά προτίμηση χρήση του ενός χεριού συναντάται μόνο στον άνθρωπο και συνδέεται με την ικανότητά του να κατασκευάζει και να χρησιμοποιεί εργαλεία, κάτι που επίσης τον διαφοροποιεί από τα άλλα έμβια όντα. Τα «εργαλεία» που χρησιμοποιούν κάποια ζώα για την αναζήτηση της τροφής τους –π.χ. οι πίθηκοι–, παρουσιάζουν μια ριζική ποιοτική διαφορά με αυτά του πρώιμου ανθρώπου: στην πρώτη περίπτωση έχουμε να κάνουμε με φυσικά, ανεπεξέργαστα αντικείμενα ή και για μέλη του ίδιου του σώματος (π.χ. τα δόντια), ενώ τα εργαλεία που κατασκευάζονται από τον άνθρωπο είναι τεχνητά και επεξεργασμένα με την παρέμβαση κάποιου άλλου αντικειμένου.


Η ύπαρξη του εργαλείου –που για τους αρχαιολόγους είναι το κομβικό σημείο το οποίο θεωρείται ως η αρχή του είδους «άνθρωπος» και ταυτίζεται με την εμφάνιση του homo habilis– δηλώνει ήδη ανεπτυγμένες νοητικές ικανότητες που δεν συναντώνται στα άλλα έμβια όντα. Γι’ αυτό τον λόγο τα εργαλεία, με τις μορφοποιήσεις που παρουσιάζουν μέσα στον χρόνο, θεωρούνται μαρτυρίες της ανάπτυξης των νοητικών ικανοτήτων του ανθρώπου και με αυτή την έννοια συνδέονται με τη γλώσσα, αφού το νοητικό υπόβαθρο είναι κοινό και στις δύο περιπτώσεις.

Παρακολουθώντας, λοιπόν, την εξέλιξη των εργαλείων κατά τη διάρκεια των προϊστορικών περιόδων παρατηρούμε μια αυξανόμενη παρουσία και ανάπτυξη της αφαιρετικής ικανότητας, η οποία είναι έκδηλη στην τυποποίηση των εργαλείων. Αυτό έχει μεγάλη σημασία γιατί δείχνει, καταρχάς, ότι ο κατασκευαστής του εργαλείου δεν το φτιάχνει άμεσα, μπροστά στο ερέθισμα, αλλά το κατασκευάζει σε κάποια άλλη στιγμή έχοντας το ερέθισμα, αυτή τη φορά, στον νου του. Καθοδηγείται δηλαδή από την αφηρημένη αναπαράσταση τόσο της τροφής όσο και ενός ιδανικού τύπου εργαλείου τον οποίο υλοποιεί (Κωτσάκης 2001). Από τη στιγμή λοιπόν που έχουμε ενδείξεις για την εμφάνιση της αφαιρετικής ικανότητας, μπορούμε να μιλάμε και για την ύπαρξη των νοητικών προϋποθέσεων εμφάνισης της γλώσσας.


Αν η ικανότητα άρθρωσης και η ανάπτυξη των νοητικών ικανοτήτων αποτελούν προϋποθέσεις εμφάνισης της γλώσσας, δεν απαντούν όμως στο ερώτημα πώς η εμφάνιση της γλωσσικής ικανότητας συντέλεσε στην επιβίωση και αναπαραγωγή του ανθρώπινου είδους έτσι ώστε να παγιοποιηθεί ως ένα από τα βιολογικά χαρακτηριστικά του. Ούτως ή άλλως, η ανάπτυξη τόσο των αρθρωτικών όσο και των νοητικών ικανοτήτων δεν σημαίνει υποχρεωτικά ούτε εμφάνιση της γλωσσικής ικανότητας αλλά ούτε και ότι όλοι οι αρθρώσιμοι φθόγγοι χρησιμοποιούνται γλωσσικά (Τσοχατζίδης 2001). Γι’ αυτό και η απάντηση στο ερώτημα της προέλευσης της γλώσσας αναζητείται, όπως έχει ήδη ειπωθεί, μέσα από τα χαρακτηριστικά της ίδιας της γλώσσας. Πιο συγκεκριμένα, από το γεγονός ότι η γλώσσα είναι ένα συμβολικό σύστημα σημείων, το οποίο χαρακτηρίζεται από αυθαιρεσία, μετάθεση, παραγωγικότητα και πολυλειτουργικότητα (Τσοχατζίδης 2001).

Βιβλιογραφία

  • AITCΗISON, J. 1996. The Seeds of Speech. Language Origin and Evolution. Cambridge: Cambridge University Press.
  • ∆ΡΑΚΟΠΟΥΛΟΣ, Π. 1982. Η καταγωγή του συμβόλου. Στο Θεωρία της γλώσσας, επιμ. Π. ∆ρακόπουλος, 7-30. Αθήνα: Imago.
  • ΚΑΤΗ, ∆. 2001. Η απόκτηση της γλώσσας. Στο ΧΡΙΣΤΙ∆ΗΣ 2001, υπό έκδοση. ΚΑΦΕΤΖΟΠΟΥΛΟΣ, Ε. 1995. Εγκέφαλος, συνείδηση και συμπεριφορά. Αθήνα: Εξάντας, Τρίαψις Λόγος.
  • ΚΟΥΒΕΛΑΣ, Η. 2001. Εγκέφαλος και γλώσσα. Στο ΧΡΙΣΤΙ∆ΗΣ 2001, υπό έκδοση. ΚΩΤΣΑΚΗΣ, Κ. 2001. Τα εργαλεία του ανθρώπου και η γλώσσα. Στο ΧΡΙΣΤΙ∆ΗΣ 2001, υπό έκδοση.
  • LEROI-GOURHAN, A. 1964. La geste et la parole. Παρίσι: Michel.
  • ΤΡΙΑΝΤΑΦΥΛΛΙ∆ΗΣ, Μ. 1963. Η αρχή της γλώσσας και η φροϊδιανή ψυχολογία. Στο Άπαντα, 2ος τόμ., 22-32. Θεσσαλονίκη: Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών [Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη].
  • ΤΣΟΧΑΤΖΙ∆ΗΣ, Σ. 2001. Η γέννηση της γλώσσας. Στο ΧΡΙΣΤΙ∆ΗΣ 2001, υπό έκδοση, όπου και εκτενέστατη βιβλιογραφία για το θέμα.
  • ΧΕΙΜΩΝΑΣ, Γ. 1984. Έξι μελέτες για τον λόγο. Αθήνα: Ύψιλον.
  • ΧΡΙΣΤΙ∆ΗΣ, Α.-Φ., επιμ. 2001. Ιστορία της ελληνικής γλώσσας: Από τις αρχές έωςτην Ύστερη Αρχαιότητα. Θεσσαλονίκη: Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας & Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών [Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη]. Υπό έκδοση.