Παιδαγωγικά,  Ψυχολογία

Η προσαρμογή των παιδιών μετά το διαζύγιο

Η δραματική αύξηση του αριθμού των διαζυγίων έστρεψε το ενδιαφέρον των ειδικών στις επιπτώσεις του χωρισμού των γονέων στα παιδιά. Ποικίλοι ατομικοί, οικογενειακοί, κοινωνικοί και οικονομικοί παράγοντες διαδραματίζουν καθοριστικό ρόλο στην επίδραση του διαζυγίου στα παιδιά και στη μετέπειτα προσαρμογή τους. Ο κοινωνικός στιγματισμός και οι προκαταλήψεις για τους χωρισμένους γονείς, τα παιδιά και τη λειτουργία της οικογένειας μετά το διαζύγιο, παρότι σταδιακά φθίνουν, ωστόσο υφίστανται και στη σύγχρονη κοινωνία, με αρνητικό αντίκτυπο σε όλα τα μέλη του οικογενειακού συστήματος. Έρευνες σε κοινωνίες με αρνητικότερες στάσεις και στερεότυπα, όπου σημειώνονται και μικρότερα ποσοστά διαζυγίων, υποδεικνύουν σοβαρότερα προβλήματα συμπεριφοράς, κοινωνικής και ψυχολογικής προσαρμογής των παιδιών και περισσότερες δυσκολίες στις σχέσεις τους με τους γονείς μετά το διαζύγιο.


Είναι παραδεκτό πως η διάλυση του γάμου αποτελεί μια διαδικασία με αρνητικές συνέπειες στα παιδιά, ανεξάρτητα από την ηλικία στην οποία βρίσκονται. Δύο, όμως, είναι τα βασικά σημεία που εστιάζουν την προσοχή όλες οι έρευνες και οι μελέτες. Αφενός, ότι πρέπει να διακρίνονται οι αρχικές ή βραχυπρόθεσμες αντιδράσεις των παιδιών από την μακροπρόθεσμη (άνω των δύο ετών) προσαρμογή τους, η οποία επηρεάζεται κυρίως από την ανταπόκριση των γονέων στο παιδί κατά τη διάρκεια του χωρισμού και μετά. Και αφετέρου ότι δεν υπάρχουν συγκεκριμένες επιπτώσεις που μπορούν να θεωρηθούν ως αναπόφευκτο αποτέλεσμα του χωρισμού των γονέων στα παιδιά. Έχει διαπιστωθεί ότι το διαζύγιο δεν συνεπάγεται απαραίτητα ψυχοπαθολογία. Πρέπει όμως να σημειωθεί πως για τα παιδιά των διαζευγμένων είναι περισσότερο πιθανό να αναπτυχθούν ψυχοπαθολογικές αντιδράσεις, απ’ ό,τι για εκείνα που δεν έζησαν αυτή την επώδυνη διαδικασία (Τσιάντης, 1991).


Παράλληλα, όμως, άλλες έρευνες αναφέρουν ότι η έκθεση παιδιών και εφήβων σε περιβάλλον με συνεχείς συγκρούσεις και εχθρότητα για μεγάλες χρονικές περιόδους, πριν και μετά το χωρισμό, σχετίζεται περισσότερο με την εμφάνιση αρνητικών ψυχολογικών επιδράσεων απ’ ό,τι το διαζύγιο καθεαυτό. Πολλοί κλινικοί, επίσης, υποστηρίζουν ότι αυτό που έχει περισσότερες επιπτώσεις στα παιδιά δεν είναι η διάλυση της οικογένειας, ούτε η δημιουργία μιας νέας οικογένειας, αλλά ακριβώς η περίπτωση όπου το διαζύγιο έχει έκδηλα στοιχεία δράματος, καθώς και η γρήγορη ανασύνθεση της οικογένειας. Κάτω από ορισμένες συνθήκες, τα παιδιά, ιδιαίτερα τα πολύ μικρά, μπορεί να βιώσουν πιο επώδυνα την ανασύνθεση, παρά τη μονογονεϊκότητα (Κογκίδου, 1995).


Βραχυπρόθεσμες αντιδράσεις


Είναι δεδομένο και αναμενόμενο ότι σχεδόν όλα τα παιδιά θα αναστατωθούν από την απόφαση των γονέων τους να χωρίσουν, ειδικά το πρώτο διάστημα. Οι αρχικές αντιδράσεις των παιδιών στο διαζύγιο δεν αποτελούν απαραίτητα ενδείξεις μελλοντικών προβλημάτων. Μπορούν να θεωρηθούν περισσότερο ως φυσιολογικές στην προσπάθεια αναγνώρισης και προσαρμογής στις συγκλονιστικές αλλαγές που συνοδεύουν τη διάλυση της οικογένειας. Ίσως κάποιες αντιδράσεις των παιδιών σταθεροποιηθούν τελικά ως πρόβλημα, αλλά συνήθως δεν καταδεικνύουν προβληματική συμπεριφορά και υποχωρούν ένα περίπου χρόνο μετά το χωρισμό.


Ωστόσο, μια μακρά διαταραχή ισορροπίας συχνά συνοδεύεται από μείωση της συναισθηματικής προσφοράς των γονέων προς τα παιδιά. Ιδίως για τα μικρά παιδιά, αυτή η περίοδος αποδιοργάνωσης μπορεί να αντιπροσωπεύει ένα ουσιαστικό μέρος της όλης εμπειρίας της ζωής τους ή μπορεί να εκτείνεται σε περιόδους ανάπτυξης κρίσιμες για τη μελλοντική τους προσαρμογή. Έτσι, στην περίπτωση που οι αρχικές αντιδράσεις των παιδιών συνδυάζονται με τη διακοπή της γονεϊκής φροντίδας, μπορεί να επηρεαστεί καταστρεπτικά η ανάπτυξη τους.


Όταν επέρχεται το διαζύγιο, το ακλόνητο οικογενειακό πλαίσιο και η αδιάσπαστη ενότητα καταρρέουν και η ψυχοσυναισθηματική λειτουργία των παιδιών αποσυντονίζεται. Αν και πολλά παιδιά βιώνουν καθημερινά τους διαπληκτισμούς των γονέων, δεν επιθυμούν το διαζύγιο και αυτό τα σοκάρει τόσο, ώστε, αγωνιώντας για το μέλλον, εκφράζουν ισχυρή άρνηση, έντονο θυμό προς τους γονείς, τα αδέρφια, τον εαυτό τους, ανασφάλεια και επιθυμία για επανασύνδεση των γονέων. Συχνά αυτοκατηγορούνται, γιατί ο χωρισμός μπορεί να δημιουργήσει την ενδόμυχη πεποίθηση, ειδικά όταν δεν έχουν αδέρφια, ότι η ευθύνη ανήκει στα ίδια. Οι τύψεις και οι ενοχές δρουν αρνητικά στην αυτοεκτίμηση του παιδιού, ενώ είναι πιθανό το ίδιο από μικρή ηλικία να μάθει να θεωρεί τον εαυτό του υπεύθυνο για τα λάθη και τις αποτυχίες των άλλων, με αποτέλεσμα να εξελιχθεί σε άτομο ευαίσθητο στις ενοχές, που δυσκολεύεται να εκδηλώσει τα συναισθήματά του, με το φόβο μήπως δυσαρεστήσει τους άλλους και καταλήξει πάλι σε ενοχές.


Είναι σαφές πως η ηλικία και το αναπτυξιακό στάδιο που διανύουν τα παιδιά όταν επέρχεται το διαζύγιο, είναι πολύ σημαντικές παράμετροι για τους τρόπους που θα ανταποκριθούν και θα αντιδράσουν. Επιπλέον, ιδιαίτερο ρόλο μπορεί να διαδραματίσουν τα στοιχεία της προσωπικότητας των παιδιών και των εφήβων. Παιδιά με εύκολη ιδιοσυγκρασία, κοινωνική ωριμότητα, υπευθυνότητα και με λίγα προβλήματα συμπεριφοράς, σε αντίθεση με τα παιδιά με δύσκολη ιδιοσυγκρασία και προβλήματα συμπεριφοράς, είναι πιο ικανά να αντιμετωπίσουν το χωρισμό και είναι περισσότερο πιθανό να έχουν πιο θετική αντιμετώπιση και στήριξη από τους γονείς και από άλλα άτομα του περιβάλλοντός τους.


Μακροπρόθεσμες επιπτώσεις


Πολλά παιδιά προσαρμόζονται στη νέα κατάσταση μετά το χωρισμό των γονέων τους και οι έντονες συναισθηματικές τους αντιδράσεις μειώνονται σημαντικά σε διάστημα μεταξύ ενός έως δύο ετών μετά το διαζύγιο. Υπάρχουν, όμως, και άλλα παιδιά που εξακολουθούν να παρουσιάζουν δυσκολίες για μεγαλύτερο χρονικό διάστημα ή που τραυματίζονται ανεπανόρθωτα. Εκτός από την προσαρμογή στις ποικίλες αλλαγές σε πολλούς τομείς της ζωής τους, τα παιδιά έρχονται συχνά αντιμέτωπα και με αλλαγές στις ερωτικές σχέσεις των γονέων τους, σε σχέση συμβίωσης και σε πιθανό δεύτερο γάμο.


Ορισμένοι βασικοί παράγοντες που ευνοούν τη μακροχρόνια προσαρμογή των παιδιών στο χωρισμό των γονέων τους είναι οι εξής:
– η ύπαρξη ψυχικής υγείας και ισορροπίας των γονέων πριν και μετά το διαζύγιο και η ικανότητά τους να καλύπτουν τις συναισθηματικές ανάγκες των παιδιών,
– το συναισθηματικό κλίμα που επιτρέπει στα παιδιά συζητήσεις και έκφραση ανησυχιών σχετικά με το διαζύγιο,
– η επιβεβαίωση και η διατήρηση στενής συναισθηματικής επαφής, με αγάπη και αποδοχή και από τους δύο γονείς,
– η μειωμένη εκδήλωση εχθρότητας μεταξύ των δύο γονέων πριν και μετά το διαζύγιο,
– η ενίσχυση των παιδιών στην αντιμετώπιση της απώλειας ή του θυμού, στην επεξεργασία και επίλυση των αισθημάτων ενοχής και στην παραδοχή της μονιμότητας του διαζυγίου, με προϋπόθεση την εκδήλωση των διαφόρων συναισθημάτων τους, χωρίς να υποχρεώνονται να τα αποκρύπτουν από τους ενήλικες ή τον εαυτό τους,
-οι κατάλληλες μέθοδοι ανατροφής με διάλογο, ποιοτική επικοινωνία, σταθερά όρια και προσδοκίες, συνεπή έλεγχο και με μεγάλη εκδήλωση στοργής, ιδιαίτερα από το γονέα που έχει την επιμέλεια,
– η κοινή στάση και συνεργασία και των δύο γονέων στη διαπαιδαγώγηση και τη φροντίδα των παιδιών,
– η συχνότητα και η συνέπεια στην επαφή με τον απόντα γονέα (σε περίπτωση βίας ή σοβαρής ψυχικής ασθένειας του γονέα, το δεδομένο αυτό διαφοροποιείται),
– οι σχετικά μικρές οικονομικές επιπτώσεις στη μονογονεϊκή οικογένεια και τις συνθήκες διαβίωσης, και
– η πολύπλευρη στήριξη της μονογονεϊκής οικογένειας από συγγενικά και φιλικά πρόσωπα.


Οι παράγοντες αυτοί αποτελούν ισχυρές προϋποθέσεις, οι οποίες μπορούν να μετριάσουν τον πόνο των παιδιών και να τα βοηθήσουν στην έξοδο τους από την όλη εξελικτική διαδικασία του διαζυγίου με τα λιγότερα δυνατά τραύματα. Είναι κοινά αποδεκτό πια ότι δεν είναι τόσο το διαζύγιο αυτό καθεαυτό που δημιουργεί προβλήματα στα παιδιά, αλλά μάλλον ο τρόπος με τον οποίο λειτουργούν οι γονείς στο δικό τους γονικό ρόλο.