Η Ψυχαναλυτική Θεωρία του Sigmund Freud
Ο Φρόιντ έβλεπε ένα νεογέννητο σαν “ένα καζάνι που βράζει” -ένα κληρονομικά εγωιστικό πλάσμα, το οποίο ανηλεώς “καθοδηγείται” από δύο ειδών ένστικτα, τα οποία ονόμασε Έρως και Θάνατος. Ο Έρως, ή το ένστικτο της ζωής, προάγει την επιβίωση με το να κατευθύνει τις δραστηριότητες για τη διατήρηση της ζωής (π.χ. η αναπνοή, η τροφή, το σεξ και η πραγματοποίηση όλων των σωματικών αναγκών). Σε αντίθεση, ο Θάνατος -το ένστικτο του θανάτου- είναι οι καταστροφικές δυνάμεις που εμφανίζονται σε όλα τα ανθρώπινα όντα, οι οποίες είναι πιθανό να εκφραστούν μέσα από συμπεριφορές όπως αυτές του εμπρησμού, των καυγάδων, της σαδιστικής επιθετικότητας, των δολοφονιών και ακόμα του μαζοχισμού.
Ο Φρόιντ, επίσης, τόνισε ότι συχνά οι άνθρωποι αγνοούν τελείως ότι αυτά τα βιολογικά ένστικτα είναι οι δυνάμεις που βρίσκονται πίσω από τις συμπεριφορές τους. Μια έφηβη, για παράδειγμα, μπορεί να μη συνειδητοποιήσει ότι η αφοσίωσή της στην αεροβική γυμναστική της Τζέιν Φόντα είναι ένας τρόπος για να διοχετεύσει τις ισχυρές σεξουαλικές ή επιθετικές ορμές της σε ένα δρόμο κοινωνικά αποδεκτό.
Καθώς ο Φρόιντ ανέπτυξε την ψυχαναλυτική θεραπεία του, έφθασε να στηρίζεται σε μεθόδους όπως η ύπνωση στην αρχή και κατόπιν ο ελεύθερος συνειρμός και η ανάλυση των ονείρων, γιατί του έδιναν ενδείξεις για τα ασυνείδητα κίνητρα των ασθενών. Τα όνειρα, για παράδειγμα, θεωρήθηκε ότι αποκαλύπτουν τις πραγματικές επιθυμίες μας. Στη διάρκεια του ύπνου οι επιθυμίες μας εκφράζονται ανεμπόδιστες από τις κοινωνικές απαγορεύσεις που τις καταπιέζουν όταν είμαστε ξύπνιοι.
Αναλύοντας τα υποσυνείδητα κίνητρα των ασθενών και τα γεγονότα που προκάλεσαν την καταπίεση αυτών των κινήτρων, ο Φρόιντ συμπέρανε ότι η ανθρώπινη ανάπτυξη είναι μία διαδικασία συγκρούσεων: ως βιολογικά όντα έχουμε βασικές ανάγκες που πρέπει να εξυπηρετηθούν, ωστόσο η κοινωνία υπαγορεύει ότι πολλές από αυτές τις ορμές είναι ανεπιθύμητες και πρέπει να τις συγκρατήσουμε ή να τις ελέγξουμε. Σύμφωνα με τον Φρόιντ, αυτές οι βιοκοινωνικές (ή ενστικτώδεις) διαμάχες εμφανίζονται κάποιες στιγμές κατά τη διάρκεια της παιδικής ηλικίας και παίζουν κυρίαρχο ρόλο στη διαμόρφωση της προσωπικότητάς μας.
Τα τρία συστατικά της προσωπικότητας: Προεγώ, Εγώ και Υπερεγώ.
Ο Φρόιντ, το 1933, ισχυρίστηκε ότι κάθε άτομο έχει μία σταθερή ποσότητα ψυχικής ενέργειας (libido) που μπορεί να χρησιμοποιηθεί για να ικανοποιεί τα ένστικτα. Καθώς ένα παιδί αναπτύσσεται, αυτή η ψυχική ενέργεια διαιρείται τελικά σε τρία συστατικά της προσωπικότητας: το Προεγώ, το Εγώ και το Υπερεγώ.
Το Προεγώ: οι ενστικτώδεις ανάγκες της προσωπικότητας
Σύμφωνα με τον Φρόιντ, το Προεγώ υπακούει στην αρχή της ευχαρίστησης αναζητώντας άμεση ικανοποίηση για τις ενστικτώδεις ανάγκες. Αυτή η αυθόρμητη σκέψη (που καλείται επίσης “βασική λειτουργία του σκέπτεσθαι”) είναι όμως μάλλον εξωπραγματική, διότι το Προεγώ θα επενδύσει ψυχική ενέργεια σε οποιοδήποτε αντικείμενο φαίνεται ότι θα ικανοποιήσει τα ένστικτα, άσχετα από το αν μπορεί. Αν δεν είχαμε ποτέ προοδεύσει πέρα από αυτόν τον αρχικό τύπο σκέψης, μπορεί να τρώγαμε με χαρά κέρινα φρούτα για να ικανοποιήσουμε την πείνα μας, να απλώναμε το χέρι μας για να πάρουμε ένα άδειο μπουκάλι γκαζόζα όταν είμαστε διψασμένοι, ή να κατευθύναμε τη σεξουαλική ενέργειά μας σε πικάντικα περιοδικά και πληθωρικές ερωτικές κούκλες. Μπορείτε να δείτε το πρόβλημα: θα περνούσαμε δύσκολες ώρες ικανοποιώντας τις ανάγκες μας στηριζόμενοι στο παράλογο προεγώ μας. Ο Φρόιντ πίστευε ότι αυτές ακριβώς οι δυσκολίες οδηγούν στην ανάπτυξη του δεύτερου συστατικού της προσωπικότητας -του Εγώ.
Το Εγώ: η εκτελεστική εξουσία της προσωπικότητας
Σύμφωνα με τον Φρόιντ, το Εγώ εμφανίζεται όταν η ψυχική ενέργεια διοχετεύεται από το Προεγώ για να ενεργοποιήσει σημαντικές διανοητικές λειτουργίες, όπως η αντίληψη, η μάθηση, ο λογικός τρόπος σκέψης. Ο στόχος του λογικού Εγώ είναι να υπηρετήσει την αρχή της πραγματικότητας -δηλαδή να βρει ρεαλιστικούς τρόπους να ικανοποιήσει τα ένστικτα. Την ίδια στιγμή το Εγώ πρέπει να επενδύσει ένα μέρος της ψυχικής του ενέργειας για να εμποδίζει τις παράλογες παρορμήσεις του Προεγώ.
Ο Φρόιντ τόνισε ότι το Εγώ είναι ταυτόχρονα υπηρέτης και κύριος του Προεγώ. Η κυριαρχία του Εγώ αντανακλάται από την ικανότητά του να καθυστερεί την ικανοποίηση έως ότου εξυπηρετηθεί η πραγματικότητα. Αλλά το Εγώ εξακολουθεί να υπηρετεί το Προεγώ, όπως ένας ανώτερος υπάλληλος υπηρετεί τους υφισταμένους του, ζυγίζοντας μερικούς εναλλακτικούς τρόπους δράσης και επιλέγοντας ένα σχέδιο που θα ικανοποιήσει καλύτερα τις βασικές ανάγκες του Προεγώ.
Το Υπερεγώ: ο δικαστικός κλάδος της προσωπικότητας
Το τρίτο συστατικό της φροϋδικής προσωπικότητας είναι το Υπερεγώ -το εσωτερικευμένο μέτρο ηθικής του ανθρώπου. Το Υπερεγώ αναπτύσσεται από το Εγώ και πασχίζει για την τελειότητα παρά για την ευχαρίστηση ή για την πραγματικότητα. Μορφοποιείται σταδιακά καθώς τα παιδιά 3-5 χρονών εσωτερικεύουν (κάνουν δικές τους) τις ηθικές αξίες και τους κανόνες των γονέων τους. Μόλις το Υπερεγώ εμφανιστεί, τα παιδιά δεν χρειάζονται έναν ενήλικα να τους πει ότι είναι καλά ή κακά, είναι τώρα γνώστες των παραβάσεών τους και θα αισθανθούν ενοχή ή ντροπή για την “ανήθικη” συμπεριφορά τους. Έτσι το Υπερεγώ είναι πραγματικά ένας εσωτερικός λογοκριτής. Επιμένει και πιέζει το Εγώ να βρίσκει κοινωνικά αποδεκτές διεξόδους για τις ανεπιθύμητες παρορμήσεις του Προεγώ.
Προφανώς αυτά τα τρία συστατικά της προσωπικότητας δεν συμφωνούν μεταξύ τους και η σύγκρουση είναι αναπόφευκτη. Στην ώριμη, υγιή προσωπικότητα, λειτουργεί μία δυναμική ισορροπία: το Προεγώ δηλώνει τις βασικές ανάγκες του, το Εγώ εμποδίζει το παρορμητικό Προεγώ να τις ικανοποιήσει άμεσα μέχρι να βρει ρεαλιστικές μεθόδους ικανοποίησης αυτών των αναγκών και το Υπερεγώ αποφασίζει αν οι στρατηγικές επίλυσης των προβλημάτων που προτείνει το Εγώ είναι ηθικά αποδεκτές. Το Εγώ είναι καθαρά “στη μέση”, πρέπει να υπηρετήσει δύο σκληρούς κυρίους βρίσκοντας μία ισορροπία μεταξύ των αντιθέτων απαιτήσεων του Προεγώ και του Υπερεγώ, ενώ προσαρμόζεται στην πραγματικότητα του εξωτερικού κόσμου.
Σύμφωνα με τον Φρόιντ, τα ψυχολογικά προβλήματα, συχνά ανακύπτουν όταν η σταθερή ποσότητα ψυχικής ενέργειας που ένας άνθρωπος έχει είναι άνισα κατανεμημένη ανάμεσα στο Προεγώ, το Εγώ και το Υπερεγώ. Για παράδειγμα, ο κοινωνικά ασθενής, ο οποίος συνήθως ψεύδεται και εξαπατά για να πετύχει τους σκοπούς του, μπορεί να έχει ένα πολύ δυνατό Προεγώ, ένα κανονικό Εγώ και ένα πολύ αδύνατο Υπερεγώ, οπότε δεν έχει μάθει ποτέ να σέβεται τα δικαιώματα των άλλων. Αντιθέτως, μία γυναίκα, η οποία έχει παραλύσει από το άγχος στη σκέψη ότι θα κάνει σεξ με το σύντροφό της, μπορεί να κυριαρχείται από ένα πολύ ισχυρό Υπερεγώ. Χρησιμοποιώντας κλινικές μεθόδους για να αναλυθούν οι ισορροπίες (και οι ανισορροπίες) ανάμεσα στα τρία συστατικά της προσωπικότητας, ο Φρόιντ πίστευε ότι θα μπορούσε να ερμηνεύσει πολλές ατομικές διαφορές στην ανάπτυξη και τις αρχικές αιτίες πολλών ψυχολογικών διαταραχών.