Παιδαγωγικά,  Ψυχολογία

Κατανόηση συναισθημάτων στα παιδιά

Το συναίσθημα αποτελεί βασικό και αναπόσπαστο κομμάτι της καθημερινής εμπειρίας του ατόμου και μπορεί να οριστεί ως συγκινησιακή κατάσταση, συνοδευόμενη από σωματικές αντιδράσεις, οι οποίες αποσκοπούν στην ανάληψη δράσης, στην έκφραση των εσωτερικών βιωμάτων του ατόμου και στην επικοινωνία.

Τα συναισθήματα διακρίνονται σε βασικά και σύνθετα. Ως βασικά συναισθήματα ορίζονται τα συναισθήματα για τα οποία παρατηρείται διαπολιτισμική καθολικότητα στις μη λεκτικές εκφράσεις τους, εμφανίζονται κατά τη διάρκεια του πρώτου χρόνου της ζωής και απαιτούν την προσοχή και την αντίδραση του ατόμου σε ένα μόνο γεγονός. Αυτά είναι ο θυμός, ο φόβος, η χαρά, η αηδία, η λύπη και η έκπληξη.

Αντίθετα, τα σύνθετα συναισθήματα εμφανίζονται μετά από το δεύτερο χρόνο της ζωής και απαιτούν το συνυπολογισμό διάφορων περιστασιακών ενδείξεων, οι οποίες συχνά απέχουν χρονικά. Συνήθως πρόκειται για την ενσυναίσθηση, την υπερηφάνεια, την ενοχή, τη ντροπή, την αμηχανία, τη ζήλια και την περιφρόνηση.


Κατανόηση και επίγνωση συναισθημάτων
Δύο από τις πιο αντιπροσωπευτικές συναισθηματικές δεξιότητες στο πεδίο της συναισθηματικής ανάπτυξης είναι αυτές της κατανόησης συναισθημάτων και της συναισθηματικής ενημερότητας ή επίγνωσης. Η κατανόηση των συναισθημάτων αφορά στην ικανότητα εντοπισμού των συναισθηματικών εκφράσεων και καταστάσεων και στην εσωτερίκευση του νοήματος που αυτές φέρουν. Μέσω της ικανότητας αυτής τα παιδιά είναι σε θέση να επεξεργάζονται καλύτερα τις αιτιακές σχέσεις μεταξύ των γεγονότων και των συναισθημάτων που αυτά προκαλούν.

Ως συναισθηματική ενημερότητα ορίζεται η επίγνωση της αναγνώρισης, της διαφοροποίησης και του ελέγχου των συναισθημάτων, καθώς και η επίγνωση του βαθμού έντασής τους. Η έρευνα στο πεδίο της μελέτης των συναισθημάτων έχει αναδείξει την επίδραση της ηλικίας και του φύλου στην ανάπτυξη των παραπάνω συναισθηματικών δεξιοτήτων. Έχει αποδειχθεί ότι η εμφάνιση των βασικών και των σύνθετων συναισθημάτων απέχει χρονικά, καθώς τα σύνθετα συναισθήματα προϋποθέτουν την απόκτηση αναβαθμισμένων γνωστικών και κοινωνικών δεξιοτήτων.


Στο πεδίο των βασικών συναισθημάτων, τα συναισθήματα της χαράς και της λύπης τείνουν να εμφανίζονται και να αναγνωρίζονται νωρίτερα από τα συναισθήματα του θυμού, του φόβου και της έκπληξης. Συγκεκριμένα, φαίνεται ότι με την πρόοδο της ηλικίας και τη βελτίωση των γνωστικών ικανοτήτων, η αίσθηση της ευχαρίστησης του βρέφους που πηγάζει από κάποια διέγερση συγκεκριμενοποιείται και μετουσιώνεται στο συναίσθημα της χαράς, το οποίο αποτελεί πλέον άμεση αντίδραση σε ένα συγκεκριμένο θετικό ερέθισμα. Περίπου στην ηλικία των 3 μηνών το αδιαφοροποίητο βρεφικό χαμόγελο αρχίζει να διαφοροποιείται και το συναίσθημα της χαράς είναι αποτέλεσμα νοηματοδοτημένων θετικών ερεθισμάτων.

Αντίστοιχα, και το συναίσθημα της λύπης εμφανίζεται περίπου στην ηλικία των 3 μηνών, συνήθως σε περιστάσεις κατά τις οποίες το βρέφος διακόπτεται από μια ευχάριστη γι’ αυτό δραστηριότητα (για παράδειγμα, όταν η μητέρα σταματά να αλληλεπιδρά μαζί του). Στην πορεία κωδικοποιείται ως άμεση απόκριση σε οποιοδήποτε ερέθισμα νοηματοδοτείται ως αμετάκλητη απώλεια. Ενδιαφέρον είναι το γεγονός ότι το συναίσθημα της έκπληξης, παρότι συγκαταλέγεται στην κατηγορία των βασικών συναισθημάτων, εμφανίζει μεγαλύτερη εννοιολογική πολυπλοκότητα και κάνει την εμφάνισή του περίπου στην ηλικία των 6 μηνών.

Στη συνέχεια, τα παιδιά καθίστανται ικανά να αναγνωρίζουν και τους λόγους για τους οποίους ένα άτομο μπορεί να βιώνει συγκεκριμένα συναισθήματα. Για παράδειγμα, από την ηλικία των 3,5 μέχρι και την ηλικία των 11 χρόνων, τα παιδιά αναγνωρίζουν την απόκτηση κάποιου επιθυμητού αντικειμένου ή προνομίου, την επιτυχία σε μια δραστηριότητα ή τα επιτεύγματά τους ως αιτίες χαράς, ενώ η βλάβη προς τον εαυτό ή η απώλεια μιας σημαντικής σχέσης αναγνωρίζονται ως αιτίες λύπης. Μάλιστα, σημειώνονται αναπτυξιακές διαφορές ως προς το βαθμό σπουδαιότητας και την προτεραιότητα που αποδίδεται στις παραπάνω αιτίες πρόκλησης συναισθημάτων.

Διαφορές φύλου
Ως προς τις διαφορές φύλου, τα κορίτσια θεωρείται ότι ανταποκρίνονται, βιώνουν και εκφράζουν τα περισσότερα συναισθήματα πιο έντονα από ό,τι τα αγόρια, τείνουν να είναι πιο εκφραστικά και πιο επιδέξια στην κωδικοποίηση, αποκωδικοποίηση και τη συγκάλυψή τους. Παρ’ όλα αυτά, μια ομάδα ερευνητών υποστηρίζει ότι οι παρατηρούμενες διαφορές οφείλονται κυρίως στην καλύτερη ικανότητα εξωτερίκευσης συναισθημάτων των κοριτσιών και όχι σε ουσιαστικές διαφορές στις επιμέρους συναισθηματικές δεξιότητες.