Ευαισθητοποίηση,  Ψυχοθεραπεία,  Ψυχολογία

Μalpractice στη Ψυχοθεραπεία

Η ψυχοθεραπεία και οι ψυχολογικές θεραπείες αποτελούν βασικά μέσα στη διαχείριση της ψυχικής υγείας, με στόχο την ανακούφιση των ασθενών από ψυχικές διαταραχές και τη βελτίωση της ποιότητας ζωής τους. Η αποτελεσματικότητα αυτών των θεραπειών έχει επιβεβαιωθεί για πολλές από τις πιο κοινές ψυχιατρικές διαταραχές. Ωστόσο, οι θεραπείες αυτές δεν είναι πάντα επιτυχημένες, και σε ορισμένες περιπτώσεις, μπορεί να προκύψουν αρνητικές επιδράσεις ή ακόμα και βλάβες στους ασθενείς.

Η κακή πρακτική στην ψυχοθεραπεία και τις ψυχολογικές θεραπείες αναφέρεται σε ανήθικες ή μη επαγγελματικές συμπεριφορές των θεραπευτών που παραβιάζουν τα πρότυπα του επαγγέλματος, προκαλώντας βλάβη στον ασθενή. Τέτοιες καταστάσεις μπορεί να περιλαμβάνουν ανάρμοστη συμπεριφορά, ανειλικρινή επικοινωνία, ή ακόμα και οικονομική ή σεξουαλική εκμετάλλευση. Η παρούσα μελέτη εξετάζει παραπομπές που έχουν υποβληθεί στη Σουηδία κατά των ψυχολόγων και ψυχοθεραπευτών, διερευνώντας τη φύση των παραπόνων και τα βασικά θέματα που αναδεικνύονται.

Η μελέτη βασίστηκε σε παραπομπές που υποβλήθηκαν στην Επιθεώρηση Υγείας και Κοινωνικής Φροντίδας (IVO) στη Σουηδία. Το IVO είναι υπεύθυνο για την ασφάλεια και την ποιότητα της παρεχόμενης υγειονομικής περίθαλψης στη χώρα. Οι καταγγελίες αφορούσαν περιπτώσεις κακής πρακτικής από ψυχολόγους και ψυχοθεραπευτές σε εξωτερικούς ασθενείς. Στο πλαίσιο της μελέτης συλλέχθηκαν 33 υποθέσεις που αντιστοιχούσαν στα κριτήρια που τέθηκαν από το IVO, καλύπτοντας την περίοδο από το 2010 έως το 2018.

Τα δεδομένα αναλύθηκαν με τη μέθοδο της θεματικής ανάλυσης, χρησιμοποιώντας μια επαγωγική προσέγγιση που επιτρέπει την εξαγωγή θεμάτων και υποθεμάτων από τα δεδομένα, χωρίς να προϋποθέτει ένα υπάρχον θεωρητικό πλαίσιο. Οι παραπομπές περιέγραφαν καταστάσεις που θεωρήθηκαν ανεπιθύμητες ή ακόμα και βλαβερές από τους ασθενείς.

Ένα από τα κύρια θέματα που αναδείχθηκαν αφορά τη στάση και συμπεριφορά των θεραπευτών. Οι αλληλεπιδράσεις των ασθενών με τους θεραπευτές τους περιγράφονται μέσα από τις παρακάτω κατηγορίες καταγγελιών για την προσωπική συμπεριφορά των θεραπευτών.

Πολλές καταγγελίες αφορούσαν σύγχυση ρόλων και παραβίαση ορίων, όπου οι θεραπευτές παρέβησαν τα επαγγελματικά τους όρια με συμπεριφορές που θεωρήθηκαν ανάρμοστες ή και καταχρηστικές. Σε ορισμένες περιπτώσεις, υπήρξαν καταγγελίες για σεξουαλική παρενόχληση ή ανεπιθύμητες προσωπικές επαφές με τους ασθενείς. Αυτές οι περιπτώσεις υποδεικνύουν σοβαρές παραβάσεις που βλάπτουν την ακεραιότητα της θεραπευτικής σχέσης και καταπατούν τα δικαιώματα του ασθενούς.

Άλλο συχνό παράπονο ήταν η αρνητική στάση και επικοινωνία των θεραπευτών. Οι ασθενείς ανέφεραν ότι οι θεραπευτές τους συμπεριφέρονταν επιθετικά, μερικές φορές φωνάζοντας ή δείχνοντας αγανάκτηση. Αυτή η στάση προκαλούσε συναισθήματα υποτίμησης και απογοήτευσης στους ασθενείς, οι οποίοι ένιωθαν ότι δεν λαμβάνονταν σοβαρά υπόψη τα προβλήματά τους.

Η έλλειψη ενσυναίσθησης ήταν επίσης ένα κοινό παράπονο. Πολλοί ασθενείς ανέφεραν ότι οι θεραπευτές τους δεν τους άκουγαν πραγματικά ή δεν κατανοούσαν τη σοβαρότητα των προβλημάτων τους. Η συναισθηματική απόσταση και η αδυναμία κατανόησης των ασθενών υπονόμευε την αποτελεσματικότητα της θεραπείας.

Πολλές περιπτώσεις περιλάμβαναν ανειλικρινείς ή προσβλητικές συμβουλές, όπου οι θεραπευτές παρείχαν συμβουλές που θεωρήθηκαν μη σοβαρές ή ακόμα και προσβλητικές. Οι ασθενείς ένιωθαν ότι οι συμβουλές που λάμβαναν υποβάθμιζαν τα προβλήματά τους και δεν αντιμετώπιζαν σοβαρά τα ζητήματα που ανέφεραν.

Τέλος, η έλλειψη συνεργατικής στάσης από τους θεραπευτές ήταν ένα άλλο σημαντικό παράπονο. Οι ασθενείς ανέφεραν ότι οι θεραπευτές τους δεν έδειχναν διάθεση συνεργασίας, είτε όσον αφορά την ευελιξία των ραντεβού είτε τη συμμετοχή τους στη θεραπευτική διαδικασία. Η ακαμψία αυτή δημιούργησε την αίσθηση στους ασθενείς ότι η ευθύνη της θεραπείας βρισκόταν αποκλειστικά σε αυτούς.

Η μελέτη αυτή ανέδειξε σημαντικά ζητήματα που αφορούν την κακή πρακτική στην ψυχοθεραπεία και τις ψυχολογικές θεραπείες. Η έλλειψη συνέχειας και η κακή διοικητική διαχείριση των θεραπειών, καθώς και οι ακατάλληλες συμπεριφορές των θεραπευτών, δημιουργούν σοβαρές ανησυχίες για την ποιότητα της ψυχικής φροντίδας.

Η ανάγκη για βελτίωση της εκπαίδευσης των ψυχολόγων και ψυχοθεραπευτών, ειδικά σε θέματα ηθικής και επαγγελματικής συμπεριφοράς, είναι επιτακτική. Η συστηματική παρακολούθηση των συνεδριών μέσω καταγραφών και η ενσωμάτωση διαδικασιών αξιολόγησης από τους ίδιους τους ασθενείς μπορούν να συμβάλουν στη μείωση των περιπτώσεων κακής πρακτικής. Επιπλέον, οι ασθενείς πρέπει να ενημερώνονται για τα δικαιώματά τους και τις διαδικασίες παραπόνων, ώστε να ενισχύεται η προστασία τους.

Βιβλιογραφία

  1. Lindgren, A., & Rozental, A. (2022). Patients’ experiences of malpractice in psychotherapy and psychological treatments: A qualitative study of filed complaints in Swedish healthcare. Ethics & Behavior, 32(7), 563-577. DOI: 10.1080/10508422.2021.1948855
  2. American Psychological Association. (2017). Ethical principles of psychologists and code of conduct.
  3. Beauchamps, T. L., & Childress, J. F. (2019). Principles of biomedical ethics (8th ed.). Oxford University Press.
  4. Castonguay, L. G., Boswell, J. F., Constantino, M. J., Goldfried, M. R., & Hill, C. E. (2010). Training implications of harmful effects of psychological treatments. The American Psychologist, 65(1), 34-49.
  5. Rozental, A., Castonguay, L., Dimidjian, S., Lambert, M., Shafran, R., Andersson, G., & Carlbring, P. (2018). Negative effects in psychotherapy: Commentary and recommendations for future research and clinical practice. BJPsych Open, 4(4), 307-312.