Ψυχολογία

Οι βιολογικές βάσεις της κατάθλιψης

Η κατάθλιψη αποτελεί μια από τις πιο κοινές ψυχικές διαταραχές και έχει σύνθετες βιολογικές, γενετικές, ψυχολογικές και περιβαλλοντικές αιτίες.

Βιολογικές Βάσεις της Κατάθλιψης

  1. Γενετική Προδιάθεση Υπάρχουν σημαντικά στοιχεία που δείχνουν ότι η κατάθλιψη έχει γενετική βάση. Μελέτες διδύμων και οικογενειακού ιστορικού αποκαλύπτουν ότι τα άτομα με συγγενείς που πάσχουν από κατάθλιψη έχουν αυξημένο κίνδυνο να αναπτύξουν τη διαταραχή (Sullivan, Neale & Kendler, 2000). Παρά τη γενετική προδιάθεση, η κατάθλιψη φαίνεται να προκύπτει από την αλληλεπίδραση γενετικών και περιβαλλοντικών παραγόντων.
  2. Νευροδιαβιβαστές Η θεωρία της ανισορροπίας των νευροδιαβιβαστών υποστηρίζει ότι η κατάθλιψη συνδέεται με διαταραχές στη σεροτονίνη, τη ντοπαμίνη και τη νορεπινεφρίνη (Berton & Nestler, 2006). Τα αντικαταθλιπτικά φάρμακα, όπως οι SSRIs (εκλεκτικοί αναστολείς επαναπρόσληψης σεροτονίνης), στοχεύουν στην αποκατάσταση της ισορροπίας αυτών των ουσιών στον εγκέφαλο.
  3. Εγκεφαλικές Δομές Η κατάθλιψη έχει συνδεθεί με μεταβολές στη λειτουργία και τη δομή συγκεκριμένων περιοχών του εγκεφάλου. Ο προμετωπιαίος φλοιός, που εμπλέκεται στη λήψη αποφάσεων και τη ρύθμιση των συναισθημάτων, συχνά παρουσιάζει μειωμένη δραστηριότητα στην κατάθλιψη (Mayberg, 2003). Η αμυγδαλή, υπεύθυνη για την επεξεργασία των συναισθημάτων, συχνά εμφανίζει υπερδραστηριότητα σε άτομα με κατάθλιψη (Drevets, 2001). Επίσης, η μείωση του όγκου του ιππόκαμπου έχει παρατηρηθεί σε ασθενείς με χρόνια κατάθλιψη (Sheline, 2000).
  4. Ορμόνες Οι ορμονικές ανισορροπίες, όπως τα υψηλά επίπεδα κορτιζόλης, της λεγόμενης «ορμόνης του στρες», έχουν συνδεθεί με την κατάθλιψη (Pariante & Lightman, 2008). Επιπλέον, οι διαταραχές στη λειτουργία του θυρεοειδούς αδένα μπορεί να συμβάλλουν στην ανάπτυξη της διαταραχής.
  5. Φλεγμονή Πρόσφατες έρευνες δείχνουν ότι η φλεγμονή στο σώμα μπορεί να επηρεάζει την κατάθλιψη (Raison, Capuron & Miller, 2006). Άτομα με κατάθλιψη συχνά παρουσιάζουν αυξημένα επίπεδα φλεγμονωδών δεικτών, υποδηλώνοντας ότι η φλεγμονώδης απόκριση μπορεί να συμβάλλει στην εμφάνιση των συμπτωμάτων.
  6. Βιολογικό Ρολόι και Κύκλοι Ύπνου Η διαταραχή του κιρκαδικού ρυθμού και τα προβλήματα στον ύπνο είναι χαρακτηριστικά της κατάθλιψης. Η απορρύθμιση των κιρκαδικών ρυθμών έχει άμεση επίδραση στη διάθεση και μπορεί να επιδεινώσει την κατάθλιψη (McClung, 2007).

Αλλαγές από το DSM-IV στο DSM-5 για την Κατάθλιψη

Το DSM-5 έκανε σημαντικές αλλαγές στη διάγνωση και την κατηγοριοποίηση της κατάθλιψης σε σύγκριση με το DSM-IV, βασιζόμενο σε νεότερα επιστημονικά δεδομένα και κλινική εμπειρία.

  1. Αφαίρεση της Εξαίρεσης του Πένθους Στο DSM-IV, η μείζων καταθλιπτική διαταραχή (MDD) δεν διαγιγνώσκονταν εάν τα συμπτώματα εμφανίζονταν εντός δύο μηνών από την απώλεια ενός αγαπημένου προσώπου, θεωρώντας ότι αποτελούσαν φυσιολογική αντίδραση πένθους (Wakefield, 2013). Το DSM-5 κατήργησε αυτήν την εξαίρεση, αναγνωρίζοντας ότι το πένθος μπορεί να προκαλέσει σοβαρή κατάθλιψη και χρειάζεται αντίστοιχη θεραπεία (Zisook et al., 2014).
  2. Διαταραχή Διαταραγμένης Διάθεσης Το DSM-5 εισήγαγε τη Διαταραχή Διαταραγμένης Διάθεσης (Disruptive Mood Dysregulation Disorder – DMDD) για την αναγνώριση της σοβαρής ευερεθιστότητας και των συχνών εκρήξεων θυμού στα παιδιά και τους εφήβους (Axelson et al., 2012).
  3. Επίμονη Καταθλιπτική Διαταραχή (PDD) Η δυσθυμική διαταραχή του DSM-IV συγχωνεύτηκε με τη χρόνια μείζονα καταθλιπτική διαταραχή υπό την ενιαία διάγνωση της επίμονης καταθλιπτικής διαταραχής (PDD) στο DSM-5. Η αναθεώρηση αυτή αντικατοπτρίζει τη χρονιότητα και τη σοβαρότητα της κατάθλιψης (Klein, 2020).
  4. Προεμμηνορροϊκή Δυσφορική Διαταραχή (PMDD) Το DSM-5 αναγνώρισε επίσημα την Προεμμηνορροϊκή Δυσφορική Διαταραχή (PMDD) ως ξεχωριστή διάγνωση, ενώ στο DSM-IV υπήρχε μόνο στο παράρτημα (Epperson et al., 2012).
  5. Αναδιάταξη της Σχιζοφρένειας και των Ψυχωσικών Διαταραχών Η ταξινόμηση των ψυχωσικών διαταραχών, όπως η σχιζοφρένεια, αναδιοργανώθηκε στο DSM-5, επηρεάζοντας τις περιπτώσεις κατά τις οποίες συνυπάρχουν ψυχωστικά συμπτώματα και κατάθλιψη (Tandon et al., 2013).
  6. Διαταραχές της Διάθεσης και της Προσαρμογής Το DSM-5 αναγνώρισε τη διαταραχή προσαρμογής με καταθλιπτικά χαρακτηριστικά, καθιστώντας πιο ακριβή τη διάγνωση των καταθλιπτικών αντιδράσεων σε στρεσογόνα γεγονότα (Casey et al., 2013).

Η κατανόηση των βιολογικών βάσεων της κατάθλιψης και οι εξελίξεις στη διάγνωση από το DSM-IV στο DSM-5 έχουν διευρύνει την ικανότητα των κλινικών να αναγνωρίζουν και να θεραπεύουν την κατάθλιψη. Οι αλλαγές στο DSM-5 αντικατοπτρίζουν την εξέλιξη της επιστήμης και της κλινικής εμπειρίας, προσφέροντας καλύτερη κατανόηση και αποτελεσματικότερες θεραπείες για τα άτομα που πάσχουν από κατάθλιψη.

Βιβλιογραφία

  • Axelson, D., et al. (2012). “Examining the proposed disruptive mood dysregulation disorder diagnosis in children in the Longitudinal Assessment of Manic Symptoms study.” Journal of Clinical Psychiatry.
  • Berton, O., & Nestler, E. J. (2006). “New approaches to antidepressant drug discovery: beyond monoamines.” Nature Reviews Neuroscience.
  • Casey, P., et al. (2013). “Adjustment disorder: prevalence in psychiatric out-patients and the importance of a well-defined diagnosis.” Psychopathology.
  • Drevets, W. C. (2001). “Neuroimaging and neuropathological studies of depression: implications for the cognitive-emotional features of mood disorders.” Current Opinion in Neurobiology.
  • Epperson, C. N., et al. (2012). “Prevalence and correlates of premenstrual dysphoric disorder in a college student sample.” Journal of Women’s Health.
  • Klein, D. N. (2020). “Chronic depression: Diagnosis and classification.” Harvard Review of Psychiatry.