Οι επιπτώσεις των γονικών συγκρούσεων στα παιδιά
Οι καβγάδες και οι συγκρούσεις είναι ψυχοφθόροι για τους ενήλικες που εμπλέκονται στη διαμάχη, όμως μεγάλο είναι και το συναισθηματικό κόστος από την πλευρά των παιδιών που βιώνουν τέτοιες σκηνές στην καθημερινότητά τους. Αν και οι περιοδικές αντιπαραθέσεις και διαφωνίες σε ένα ζευγάρι είναι φυσιολογικές και κάτι που όλα τα παιδιά κάποια στιγμή στη ζωή τους θα βιώσουν χωρίς να τα επηρεάσει αρνητικά, οι συγκρούσεις που είναι συχνές, έντονες και δεν επιλύονται σωστά είναι πολύ βλαβερές.
Εκτός από τη φυσική δυσφορία που προκαλούν οι χρόνιες γονικές συγκρούσεις, δημιουργούν συναισθηματικά προβλήματα στο παιδί. Ο κόσμος του γίνεται ασταθής, εμφανίζει άγχος που εκδηλώνεται και σωματικά (π.χ. δυσκολεύεται να κοιμηθεί), η αυτοπεποίθησή του κλονίζεται, νιώθει ανασφάλεια και φόβο εγκατάλειψης, αποκτά λανθασμένο πρότυπο σχετικά με τον τρόπο με τον οποίο σχετίζονται οι άνθρωποι. Η έκθεση στις συγκρούσεις των γονιών μπορεί να επηρεάσει τα παιδιά όλων των ηλικιών, ακόμα και αυτά της βρεφικής ηλικίας, και να οδηγήσει σε αυξημένο άγχος, κατάθλιψη, εχθρικότητα, αντικοινωνική συμπεριφορά, εγκληματικότητα και προβλήματα στην ακαδημαϊκή απόδοση.
Όταν οι γονείς κακοποιούν συναισθηματικά ο ένας τον άλλον, ταυτόχρονα κακοποιούν και το παιδί τους. Η βία, λεκτική ή σωματική, τραυματίζει την παιδική ψυχή. Πολλές φορές το παιδί επιρρίπτει ευθύνες στον εαυτό του γι’ αυτό που συμβαίνει. Άλλοτε, προσπαθεί να παίξει το ρόλο του παρηγορητή και να προσφέρει στήριξη στο γονιό του, αντιστρέφοντας τους φυσιολογικούς ρόλους. Κυρίως, όμως, καλείται να παλέψει με αντικρουόμενα συναισθήματα, αγάπης για το γονιό αλλά και μίσους για τη συμπεριφορά του. Εύλογο είναι μια τέτοια κατάσταση να του δημιουργεί άγχος, κρίσεις πανικού, μείωση της σχολικής επίδοσης και της ικανότητας κοινωνικής προσαρμογής.
Ακόμη και η έκθεση σε μη-βίαιες συγκρούσεις ανάμεσα στους γονείς έχουν αρνητικές επιδράσεις στα παιδιά. Παλιά, οι συγκρούσεις ανάμεσα στους γονείς θεωρούνταν απειλή μόνο όταν ήταν ανοιχτά εχθρικές και έντονες. Σήμερα, οι έρευνες μας λένε ότι οι συγκρούσεις στα παντρεμένα ή διαζευγμένα ζευγάρια δεν είναι ανάγκη να είναι έκδηλες για να επηρεάσουν αρνητικά τα παιδιά. Για παράδειγμα, οι γονείς που στη σχέση τους μπορεί να μην μαλώνουν ανοιχτά, αλλά είναι συναισθηματικά απομονωμένοι ο ένας από τον άλλο, σε τέτοιο βαθμό που δεν έχουν συναισθήματα ζεστασιάς και στοργής μεταξύ τους, μπορεί να θέτουν το παιδί τους ακριβώς στον ίδιο κίνδυνο με τους γονείς που μαλώνουν συχνά και έντονα.
Καταστροφικές συγκρούσεις, όπως η βία, η έχθρα, η μη λεκτική σύγκρουση ή η σιωπή («δε μιλάμε»), καθώς και οι συγκρούσεις για θέματα που αφορούν το παιδί, συνδέονται με αυξημένη ανησυχία ή κίνδυνο προβλημάτων ψυχολογικής προσαρμογής στα παιδιά. Αντίθετα, οι επικοδομητικές συγκρούσεις και η διαχείριση τους που χαρακτηρίζονται από αμοιβαίο σεβασμό, είναι συναισθηματικά συντονισμένες, κλείνουν με συμφιλίωση, ή με εξηγήσεις για ποιό λόγο έμειναν ανοικτές, συνδέονται με μικρότερο κίνδυνο ανησυχίας στα παιδιά και μπορεί να βοηθήσουν τις κοινωνικές δεξιότητες τους.
Διαχείριση γονικών συγκρούσεων
Είναι αναμενόμενο και φυσιολογικό όταν ένας γάμος οδηγείται στο τέλος του, να δημιουργούνται και κάποιες σχετικές συγκρούσεις μεταξύ των γονέων. Ωστόσο, είναι πλέον ξεκάθαρο και επιβεβαιωμένο ότι η συνεργασία των γονέων ή έστω η απουσία των ανοιχτών συγκρούσεων επιδρά καταλυτικά στην ουσιαστική προσαρμογή των παιδιών. Αυτό που έχει σημασία για τα μέλη μιας οικογένειας δεν είναι να αποφεύγουν τη σύγκρουση, αλλά να γνωρίζουν τους τρόπους διευθέτησής της. Η γονική συνεργασία, εξάλλου, δεν συνεπάγεται απαραίτητα μια φιλική σχέση μεταξύ των γονέων ή την προσποίηση μπροστά στο παιδί ότι οι γονείς ακόμα αγαπιούνται ή συμπαθιούνται απεριόριστα, αλλά απαιτεί μια συμπεριφορά που δεν θα υποτιμά τον άλλο γονέα και θα τονίζει τη σημασία και των δύο στη ζωή του παιδιού.
Σε πολλές περιπτώσεις οι συγκρούσεις αποτελούν αφετηρία ώστε να επανακαθοριστούν τα όρια και να συνεχίσει να λειτουργεί η οικογένεια κάτω από το πρίσμα της νέας πραγματικότητας. Η εμφάνιση του προβλήματος οδηγεί σε διαπραγματεύσεις μέσω των οποίων προωθείται η προσαρμοστικότητα των μελών της. Η σύγκρουση αντιμετωπίζεται θετικά, με αμοιβαίο σεβασμό, αυτοέλεγχο, κατανόηση και διάθεση συμβιβασμού, χωρίς να υπάρχει παράλληλα η πίκρα της παραίτησης.
Το παιδί που βλέπει τους γονείς του να επιλύουν έτσι τα προβλήματά τους, όχι μόνο νιώθει συναισθηματική ασφάλεια, αλλά κι εισπράττει ένα πολύτιμο μάθημα ζωής. Μαθαίνει πώς να συνυπάρχει με τους άλλους, τόσο στα εύκολα όσο και στα δύσκολα. Αυξάνει τις οπτικές του γωνίες κι αντιλαμβάνεται τους πολλαπλούς τρόπους αντιμετώπισης ενός προβλήματος. Τέλος, προχωρά ένα βήμα παραπέρα, ώστε να μην εστιάζει στο πρόβλημα, αλλά στην προσπάθεια για την αρμονική του λύση. Αυτό το μοντέλο το αναπαράγει στις δικές του σχέσεις.