Ο Συμπεριφορισμός στην εκπαίδευση
Ο συμπεριφορισμός είναι μια ψυχολογική θεωρία που επικεντρώνεται στη μελέτη της ανθρώπινης συμπεριφοράς και υποστηρίζει ότι η μάθηση είναι αποτέλεσμα της τροποποίησης της συμπεριφοράς. Στη διδακτική πράξη, αυτή η θεωρία τονίζει τη σημασία των εξωτερικών ερεθισμάτων και της ανταπόκρισης του μαθητή σε αυτά. Η μάθηση πραγματοποιείται μέσω επανάληψης και ενίσχυσης, και η διδασκαλία οργανώνεται με προγραμματισμένες δραστηριότητες που στοχεύουν στην επίτευξη συγκεκριμένων μαθησιακών στόχων.
Αρχές του συμπεριφορισμού στη διδακτική πράξη
Σύμφωνα με τον συμπεριφορισμό, η μάθηση συνίσταται στην τροποποίηση της συμπεριφοράς του μαθητή. Η διδασκαλία πρέπει να περιλαμβάνει μικρά, καλοσχεδιασμένα βήματα, και η ύλη δομείται σε ενότητες που συμβαδίζουν με τον ρυθμό των μαθητών. Ο δάσκαλος διαδραματίζει σημαντικό ρόλο, διατυπώνοντας τους διδακτικούς στόχους και ενισχύοντας τις επιθυμητές συμπεριφορές μέσω αμοιβών, ενώ αποσβαίνει τις ανεπιθύμητες μέσω τιμωρίας.
Οι θεμελιώδεις αρχές της μάθησης, σύμφωνα με τον συμπεριφορισμό, περιλαμβάνουν:
- Η γνώση μεταδίδεται στους μαθητές μέσω ενός προσχεδιασμένου προγράμματος.
- Η μάθηση διαμορφώνεται μέσω επανάληψης και ενίσχυσης, καθώς ο μαθητής ανταποκρίνεται σε συγκεκριμένα ερεθίσματα.
- Ο μαθητής δεν ελέγχει τη διαδικασία της μάθησης ή τον χρόνο που απαιτείται για να επιτευχθεί η μάθηση.
- Η αξιολόγηση γίνεται στο τέλος της μαθησιακής διαδικασίας και εστιάζει στο αν επιτεύχθηκαν οι μαθησιακοί στόχοι.
Θεωρητικοί εκπρόσωποι του συμπεριφορισμού
- Ivan Pavlov (1849-1936): Ο Παβλόφ είναι γνωστός για την ανακάλυψη της κλασικής εξάρτησης (Pavlovian Respondent Conditioning). Στα πειράματά του με σκύλους, απέδειξε ότι η μάθηση μπορεί να προκληθεί μέσω συνειρμικής σύνδεσης μεταξύ δύο ερεθισμάτων, δημιουργώντας το «εξαρτημένο ανακλαστικό». Η κλασική εξάρτηση βασίζεται στην ανταπόκριση ενός οργανισμού σε ένα ουδέτερο ερέθισμα που, μέσω επανάληψης, συνδέεται με ένα φυσικό ερέθισμα.
- John Watson (1878-1958): Ο Watson είναι βασικός εκπρόσωπος του συμπεριφορισμού και πίστευε ότι η ανθρώπινη συμπεριφορά εξαρτάται αποκλειστικά από το περιβάλλον. Θεωρούσε ότι ο νους δεν πρέπει να αποτελεί αντικείμενο μελέτης, καθώς είναι αδύνατο να παρατηρηθεί άμεσα. Ο Watson πίστευε στη σημασία της συνάφειας μεταξύ ερεθίσματος και αντίδρασης, υποστηρίζοντας ότι μαθαίνουμε όταν ένα ερέθισμα συνδέεται με μια αντίδραση.
- Edward Thorndike (1874-1949): Ο Thorndike ανέπτυξε τη θεωρία της μάθησης μέσω της σύνδεσης ερεθίσματος-αντίδρασης (SR), όπου η μάθηση είναι αποτέλεσμα της σύνδεσης ενός ερεθίσματος με μια αντίδραση. Ο νόμος της επίδρασης του Thorndike υποστηρίζει ότι οι αντιδράσεις που ανταμείβονται είναι πιθανότερο να επαναληφθούν, ενώ οι αντιδράσεις που δεν έχουν θετικό αποτέλεσμα σταδιακά εξασθενούν.
- B.F. Skinner (1904-1990): Ο Skinner είναι γνωστός για τη θεωρία της συντελεστικής μάθησης (operant conditioning), η οποία επικεντρώνεται στη χρήση της ενίσχυσης για την ενδυνάμωση των επιθυμητών συμπεριφορών. Η θεωρία του υποστηρίζει ότι η μάθηση είναι το αποτέλεσμα της αντίδρασης ενός ατόμου σε ένα ερέθισμα, το οποίο ακολουθείται από μια ενίσχυση που μπορεί να είναι θετική ή αρνητική.
Θετικές όψεις του συμπεριφορισμού
- Ο συμπεριφορισμός προσφέρει σαφή και συγκεκριμένα μαθησιακά αποτελέσματα.
- Χρησιμοποιεί την επανάληψη και την ενίσχυση για την ανάπτυξη και την εμπέδωση των δεξιοτήτων των μαθητών.
- Δίνει ιδιαίτερη έμφαση στη διαμόρφωση της συμπεριφοράς του μαθητή μέσω του ελέγχου των περιβαλλοντικών παραγόντων.
Κριτική στο συμπεριφορισμό
Παρά τα πλεονεκτήματα του συμπεριφορισμού, υπάρχουν αρκετές κριτικές. Ο συμπεριφορισμός θεωρείται ότι υπεραπλουστεύει την ανθρώπινη συμπεριφορά, αγνοώντας τις εσωτερικές γνωστικές διαδικασίες. Επιπλέον, περιορίζει τη μαθησιακή διαδικασία σε μηχανική επανάληψη και ενισχύει την εξωτερική παρακίνηση, γεγονός που μπορεί να μειώσει τη δημιουργικότητα και την αυτονομία του μαθητή.
Ο συμπεριφορισμός έχει συμβάλει σημαντικά στην ανάπτυξη της εκπαιδευτικής πρακτικής, κυρίως μέσω της έμφασης στην ενίσχυση και τον προγραμματισμό της διδασκαλίας. Ωστόσο, η μονοδιάστατη εστίαση στη συμπεριφορά και η αποφυγή της διερεύνησης των εσωτερικών γνωστικών διεργασιών έχουν περιορίσει την αποτελεσματικότητα του συμπεριφορισμού σε συγκεκριμένα πεδία της εκπαίδευσης.
Βιβλιογραφία
- Pavlov, I. P. (1927). Conditioned Reflexes. Oxford University Press.
- Watson, J. B. (1930). Behaviorism. Norton.
- Thorndike, E. L. (1913). Educational Psychology. Columbia University Press.
- Skinner, B. F. (1953). Science and Human Behavior. Macmillan.
- Skinner, B. F. (1971). Beyond Freedom and Dignity. Knopf.
- Guthrie, E. R. (1952). The Psychology of Learning. Harper & Row.
- Thorndike, E. L., & Woodworth, R. S. (1921). The Influence of Improvement in One Mental Function Upon the Efficiency of Other Functions. Psychological Review.
- Gagne, R. M. (1987). Conditions of Learning. Holt, Rinehart, and Winston.