Ο Lacan και το Οιδιπόδειο Σύμπλεγμα
Ο Lacan αναφέρει τρεις χρόνους στην ανάπτυξη του Οιδιπόδειου :
1. Ο πρώτος χρόνος συμπίπτει με τη δυαδική σχέση μητέρας – παιδιού. Στην αρχή το παιδί δεν επιθυμεί μόνο την επαφή με τη μητέρα και τις φροντίδες της. Επιθυμεί να είναι τα πάντα γι’ αυτήν, επιθυμεί να κανονίσει τη ζωή της, επιθυμεί με άλλα λόγια, ασυνείδητα, να είναι το συμπλήρωμα της έλλειψης της: ο φαλλός. Αν η μητέρα ευνοήσει έστω και λίγο με τη στάση της αυτόν τον τρόπο ύπαρξης, το παιδί είναι έτοιμο για την αλλοτρίωση. Ο πρώτος αυτός χρόνος είναι ο χρόνος της φαντασιακής πλάνης (ταύτιση στη μητέρα μέσω της ταύτισης με το αντικείμενο της επιθυμίας) και το βασίλειο του πρωταρχικού ναρκισσισμού.
2. Και φτάνουμε τώρα στην είσοδο στο Συμβολισμό με το Οιδιπόδειο. Στο δεύτερο χρόνο λοιπόν ο πατέρας παρεμβαίνει – μεσολαβεί ως αποστερητής και αυτό με διπλή έννοια: στερεί στο παιδί το αντικείμενο της επιθυμίας του (που είναι να είναι ο φαλλός της μητέρας του ή αλλιώς να είναι η επιθυμία της μητέρας του) και στερεί στη μητέρα το φαλλικό αντικείμενο (το παιδί ως φαλλός). Θα μπορούσαμε να τον πούμε ενοχλητικό λόγω των δύο ρητών του επιταγών:
Στο παιδί: Δεν θα κοιμηθείς με τη μητέρα σου.
Στη μητέρα :Δεν θα ξαναπάρεις πίσω, δεν θα ξανα-αφομοιώσεις το προϊόν
σου.
Δεν πρόκειται βέβαια για την παρέμβαση του πραγματικού – σωματικού πατέρα, αλλά για την ευρύτερης σημασίας συμβολική παρέμβαση του πατέρα ως νόμο και ως σημείο αναφοράς, αδιάφορο αν ζει ή είναι νεκρός ο σωματικός πατέρας. Το παιδί προσκρούεται στο Απαγορευμένο (=ετερογενής δύναμη που θεμελιώνει τη συμβολική τάξη), συναντά το Νόμο του πατέρα και συγκλονίζεται βαθειά όσον αφορά τη θέση – στάση του. Αυτή η δεύτερη μεταβατική και ουσιώδης φάση είναι εκείνη που θα επιτρέψει την τρίτη.
3. Την ταύτιση στον πατέρα και την αναγνώριση του εαυτού του μέσω συσχέτισης. Όμως, για να αναγνωρισθεί ο πατέρας ως εκπρόσωπος του Νόμου που κάνει την ανθρωπότητα, πρέπει ο λόγος του να αναγνωρίζεται από τη μητέρα. Γιατί μόνον ο λόγος του δίνει στον πατέρα μια προνομιούχα λειτουργία και όχι η αναγνώριση του ρόλου του στην τεκνοποιία (όπου πρόκειται για τον πραγματικό – σωματικό πατέρα). Αν λοιπόν ο πατέρας αναγνωρίζεται από τη μητέρα ως άντρας και ως εκπρόσωπος του Νόμου (κι αυτό είναι απαραίτητος όρος), το υποκείμενο θα μπορεί να φτάσει σ’ αυτό που ο Lacan ονομάζει : «το Όνομα – του – Πατέρα» ή «Πατέρα ως μεταφορά» (= Όνομα-του-Πατέρα, σημαίνον της πατρικής λειτουργίας, η έλευση του πατέρα στο πεδίο του Άλλου, συμβολική τάξη) που θεμελιώνει το συμβολικό νόμο της οικογένειας.
Αν το παιδί δεν δεχθεί το Νόμο, ή αν η μητέρα δεν αναγνωρίζει στον πατέρα αυτή τη θέση, το παιδί θα μείνει ταυτισμένο με το φαλλό και υποταγμένο στην επιθυμία της μητέρας του.
Αν αντίθετα το παιδί δεχτεί το Νόμο θα ταυτιστεί με τον πατέρα, με την έννοια αυτού που «έχει» τον φαλλό. Ο πατέρας αποκαθιστά τον φαλλό ως αντικείμενο που επιθυμεί η μητέρα και όχι πια ως παιδί – συμπλήρωμα της έλλειψης της.
Με την ταύτιση του παιδιού στον πατέρα ξεκινάει η απόκλιση, παρακμή του Οιδιπόδειου μέσω του έχω (και όχι πια του είμαι). Το παιδί δεν είναι πια ο φαλλός, είναι εκείνο που έχει τον φαλλό ή που δεν τον έχει, είναι εκείνο που θα μπορεί να τον δώσει ή να τον δεχθεί σε μια ολοκληρωμένη σεξουαλική σχέση. Συγχρόνως γίνεται ένας συμβολικός ευνουχισμός : ο πατέρας ευνουχίζει το παιδί ως «είμαι φαλλός» χωρίζει από τη μητέρα του.
Η λύση του Οιδιπόδειου ελευθερώνει το υποκείμενο δίνοντας του με το όνομα και τη θέση στην οικογένεια το αρχικό σημαίνον του εαυτού του, την υποκειμενικότητα, τη μοναδικότητα. Το προάγει στην πραγματοποίηση του εαυτού του με το να το κάνει να παίρνει μέρος στον κόσμο της γλώσσας, του πολιτισμού.
Εσωτερικεύοντας τον Νόμο, το παιδί ταυτίζεται στον πατέρα του και τον κάνει πρότυπο του. Έτσι ο νόμος γίνεται λυτρωτικός: γιατί χωρισμένο από τη μητέρα του, το παιδί παίρνει τον εαυτό του στα χέρια του, συνειδητοποιεί ότι συγκροτείται, και έτσι κατευθύνεται προς το μέλλον, μπαίνει στην κοινωνία, στον Πολιτισμό, στη γλώσσα.
Από το Φαντασιακό όπου ανήκει η δυαδική σχέση, το παιδί μπαίνει στη συμβολική τάξη με την τριγωνική σχέση μέσω της παρέμβασης ενός τρίτου διάμεσου όρου. Μόνον η είσοδος στη συμβολική τάξη της οικογένειας θα επιτρέψει στον καθένα να ξέρει ποιος είναι, ποια είναι η ακριβής του θέση, ποια είναι τα όρια των δικαιωμάτων του απέναντι στο σεβασμό που χρωστάει στον άλλον. Μέσα σε μία ολοκληρωτική σύγχυση και χωρίς μια ελάχιστη οργάνωση της ομαδικής ζωής, κανείς δεν μπορεί να τοποθετηθεί ούτε μόνος του, ούτε σε σχέση με τους άλλους. Το όνομα και η θέση είναι σημεία αναγνώρισης. Δίνουν στο υποκείμενο την ατομικότητα του, τη θέση του, το ρόλο του μέσα στο σύστημα.
Το Οιδιπόδειο, με τη βαθειά του έννοια, είναι ένα πολιτισμικό φαινόμενο και όχι μόνον αυτό που ζει, που βιώνει το άτομο. Είναι η θεμελιώδης δομική στιγμή του εξανθρωπισμού, της ιστορίας του υποκείμενου. Και για να το καταλάβουμε έτσι πρέπει να πάρουμε απόσταση από τη φροϋδική σκέψη. Δηλαδή: τη στιγμή που συντελείται το Οιδιπόδειο και ότι επάγει ως συμπέρασμα στη δομική διαμόρφωση του ανθρώπου δεν μπορούμε να την προσδιορίσουμε σε μία ορισμένη ηλικία. Πρόκειται για δομή που προϋπάρχει της ύπαρξης του ανθρώπου.
Το Οιδιπόδειο, ως δομή, είναι γραμμένο στον κοινωνικό κώδικα, στη γλώσσα, πριν ακόμη υπάρξει – γεννηθεί το άτομο. Είναι η ίδια η δομή των ασυνείδητων μορφών της κοινωνίας. Μεγαλώνοντας μέσα σε αυτές τις προϋπάρχουσες κοινωνικές δομές, το παιδί θα έρθει αντιμέτωπο με το πρόβλημα της διαφοράς των φύλων, της θέσης του ως τρίτο μέσα στο ζευγάρι των γονιών και με την απαγόρευση της αιμομιξίας. Από την άλλη μεριά, μέσα από την ομιλούμενη γλώσσα, το παιδί θα επιφορτιστεί προοδευτικά, από μέσα, το οιδιπόδειο δράμα, σαν προγονική κληρονομιά που έχει πριν από κάθε δυνατότητα συνειδητοποίησης.