Ψυχολογία

Σεξουαλικότητα: τα δίπολα που καταπιέζουν

Η σεξουαλικότητα αποτελεί έναν από τους πιο βαθιά ανθρώπινους και πολύπλοκους τομείς της ύπαρξης, που επηρεάζεται από τη βιολογία, την ψυχολογία, τον πολιτισμό και την κοινωνία. Ωστόσο, μέσα σε πολλά κοινωνικά και πολιτισμικά πλαίσια, η σεξουαλικότητα αντιμετωπίζεται μέσα από τη διχοτομημένη σκέψη, δηλαδή μια απλουστευτική και δυαδική αντίληψη που χωρίζει τα πράγματα σε κατηγορίες όπως σωστό/λάθος, φυσιολογικό/ανώμαλο, ηθικό/ανήθικο. Αυτή η μορφή σκέψης οδηγεί σε στερεοτυπικά σχήματα και περιορίζει τη φυσική ρευστότητα και πολυμορφία της σεξουαλικής εμπειρίας. Όσον αφορά τη σεξουαλικότητα, τα πιο συνηθισμένα διπολικά σχήματα είναι το άνδρας/γυναίκα, ομοφυλόφιλος/ετεροφυλόφιλος, ενεργητικός/παθητικός, φυσιολογικό/ανώμαλο, και ηθικό/ανήθικο. Η ύπαρξη αυτών των απόλυτων κατηγοριών δεν ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα των ανθρώπων, των επιθυμιών και των σχέσεών τους, αλλά μάλλον επιβάλλει ένα κανονιστικό πλαίσιο που παράγει αποκλεισμούς, ενοχές και καταπίεση.

Χαρακτηριστικό παράδειγμα αυτής της διχοτομημένης σκέψης είναι το πολιτισμικά εδραιωμένο δίπολο “Πόρνη – Παναγία”. Σύμφωνα με αυτό, η γυναικεία σεξουαλικότητα παρουσιάζεται είτε ως επικίνδυνη, ανήθικη και “χυδαία” (πόρνη), είτε ως αγνή, σεμνή, άφυλη και άξια σεβασμού (Παναγία). Το σχήμα αυτό διαχωρίζει αυθαίρετα τις γυναίκες σε δύο κατηγορίες και δεν αφήνει περιθώριο για μια γυναικεία ταυτότητα που να είναι ταυτόχρονα σεξουαλικά ελεύθερη και αξιοσέβαστη. Οι γυναίκες καλούνται να διαλέξουν ανάμεσα στην καταπίεση της επιθυμίας τους ή στην κοινωνική αποδοκιμασία, ενώ η ίδια η επιθυμία αντιμετωπίζεται ως κάτι που τους “αφαιρεί” αξία. Αυτός ο διαχωρισμός είναι μια πατριαρχική στρατηγική ελέγχου του γυναικείου σώματος και της ηθικής του.

Παρόμοια λειτουργεί και το δίπολο “καλό παιδί – κακό παιδί”, το οποίο αφορά κυρίως τις νεαρές ηλικίες, αλλά επεκτείνεται και γενικότερα στην κοινωνική ρύθμιση της συμπεριφοράς. Το “καλό παιδί” είναι υπάκουο, ήσυχο, ηθικό, συγκρατημένο – κυρίως αποφυλάσσεται από τη σεξουαλική του έκφραση. Αντίθετα, το “κακό παιδί” είναι αυτό που εξερευνά τη σεξουαλικότητά του, διεκδικεί ελευθερία, αμφισβητεί τα πρότυπα και επομένως τιμωρείται ή στιγματίζεται. Η εφηβεία, η περίοδος όπου η σεξουαλικότητα αφυπνίζεται φυσικά και αναπόφευκτα, αντί να υποστηρίζεται με γνώση και αποδοχή, καταπιέζεται μέσω ενοχών, ντροπής και απειλών ηθικού αποκλεισμού. Αυτό το σχήμα ενθαρρύνει την καταπίεση της επιθυμίας και οδηγεί σε εσωτερικευμένες συγκρούσεις και αποξένωση από τον εαυτό.

Τα διπολικά αυτά σχήματα δεν είναι απλώς αθώες κοινωνικές αφηγήσεις. Έχουν σοβαρές συνέπειες. Δημιουργούν εσωτερικευμένη καταπίεση, γεννούν ενοχές, ενισχύουν τον στιγματισμό απέναντι σε σεξουαλικές και έμφυλες ταυτότητες που αποκλίνουν από τον “κανόνα”, περιορίζουν την ελευθερία στις σχέσεις και στην αυτοέκφραση και διαιωνίζουν την πατριαρχική εξουσία πάνω στο σώμα και την επιθυμία. Άνθρωποι που δεν εντάσσονται σε καμία από τις αποδεκτές κατηγορίες –όπως τα ΛΟΑΤΚΙ+ άτομα, τα μη δυαδικά φύλα, οι πολυσυντροφικές σχέσεις, οι σεξουαλικά ενεργές γυναίκες ή οι έφηβοι που εξερευνούν τη σεξουαλικότητά τους– συχνά περιθωριοποιούνται, στιγματίζονται ή καλούνται να κρύψουν τον εαυτό τους.

Η υπέρβαση της διχοτομημένης σκέψης είναι αναγκαία για μια πιο ελεύθερη και ανθρώπινη κοινωνία. Αυτό σημαίνει να αναγνωρίσουμε τη σεξουαλικότητα ως ένα φάσμα εμπειριών, να αποδεχτούμε την πολυμορφία, να εκπαιδευτούμε στη σεξουαλική αγωγή με γνώση και ενσυναίσθηση, και να αναμετρηθούμε με τα στερεότυπα που έχουμε εσωτερικεύσει. Η απόρριψη των διπόλων “πόρνη – Παναγία” και “καλό παιδί – κακό παιδί” δεν είναι πράξη ηθικής αποδόμησης, αλλά πράξη απελευθέρωσης και σεβασμού προς την αλήθεια του άλλου και του εαυτού. Μόνο όταν πάψουμε να βλέπουμε τον κόσμο σε άσπρο και μαύρο, θα αρχίσουμε να αναγνωρίζουμε την αξία όλων των αποχρώσεων της ανθρώπινης ύπαρξης.