Παιδαγωγικά,  Ψυχολογία

Σου μιλάω! Με προσέχεις;

Aντιμετώπιση παιδιών με ΔΕΠ-Υ (Διαταραχή Ελλειμματικής Προσοχής/ Υπερκινητικότητα).

Η ΔΕΠ-Υ (Διαταραχή Ελλειμματικής Προσοχής/ Υπερκινητικότητα) ανήκει στις νευροαναπτυξιακές διαταραχές και αφορά παιδιά και ενήλικες που αντιμετωπίζουν πληθώρα συμπτωμάτων σε γνωστικό και συμπεριφορικό επίπεδο, εξαιτίας έλλειψης συγκέντρωσης και προσοχής και/ είτε υπερβολικής κινητικής δραστηριότητας (Κάκουρος, 2001).

Η έλλειψη συγκέντρωσης και προσοχής χαρακτηρίζεται ως απροσεξία, ενώ η έντονη κινητική δραστηριότητα χαρακτηρίζεται ως υπερκινητικότητα και παρορμητικότητα και μπορεί να υπάρχουν συνδυαστικά, να προεξάρχει μόνο ο πρώτος τύπος ή μόνο ο δεύτερος. Οι πιο συχνές ενδείξεις που μπορεί να κινητοποιήσουν έναν γονέα για να προβεί σε αξιολόγηση της ΔΕΠ-Υ είναι η αδυναμία του παιδιού να ακολουθήσει σαφείς οδηγίες μέχρι τέλους, η απόσπαση της προσοχής από εξωτερικά ερεθίσματα κατά τη διάρκεια συζητήσεων ή διαβάσματος, η απροσεξία σε βασικές λεπτομέρειες, η ανικανότητα ολοκλήρωσης εργασιών και η διακοπή των άλλων σε συνομιλίες. Επιπλέον, μπορεί να υπάρχει έντονη νευρικότητα στη συμπεριφορά του παιδιού, βιασύνη στην ενασχόληση με μαθησιακές ή και όχι δραστηριότητες και αμέλεια σε καθημερινές υποχρεώσεις ή συναντήσεις με άλλους.


Η ΔΕΠ-Υ σε ένα μεγάλο ποσοστό είναι κληρονομική, αλλά συμβάλλουν και άλλοι παράγοντες, όπως το περιβάλλον και η λειτουργία του εγκεφάλου και των νευροδιαβιβαστών. Υπολογίζεται ότι περίπου το 5-7% του μαθητικού πληθυσμού αντιμετωπίζει ΔΕΠ-Υ, ενώ αρκετές φορές υποδιαγιγνώσκεται, καθώς τα προαναφερθέντα συμπτώματα υπάρχουν σε κάποιο βαθμό έτσι και αλλιώς στην παιδική ηλικία. Στα μικρά παιδιά συνήθως γίνεται αντιληπτή στην ηλικία των 6-7 ετών, όταν υπάρχει η ένταξη στο σχολικό πλαίσιο και τότε αρχίζουν να φαίνονται περισσότερο οι διαφοροποιήσεις στη συμπεριφορά σε σχέση με τα υπόλοιπα παιδιά (Νικολάου, 2017). Κρίνεται σημαντικό να γίνει αντιληπτό το ιατρικό κομμάτι της ΔΕΠ-Υ και να κατανοήσουν οι γονείς και οι εκπαιδευτικοί ότι η συμπεριφορά του παιδιού οφείλεται κυρίως σε νευροβιολογικούς παράγοντες και όχι σε έλλειψη κινήτρων ή σε κακή ανατροφή.


Για την αποτελεσματική αντιμετώπιση της ΔΕΠ-Υ θα πρέπει να εφαρμοστεί μια ολιστική προσέγγιση και να υπάρξει άμεση συνεργασία μεταξύ γονέων, παιδοψυχιάτρου, πιθανώς εργοθεραπευτή και εκπαιδευτικών. Οι νηπιαγωγοί και οι δάσκαλοι πρωτοβάθμιας εκπαίδευσης συνήθως είναι οι πρώτοι που αντιλαμβάνονται τα σημάδια της ΔΕΠ-Υ και στη συνεργασία τους με τους γονείς και τους γιατρούς παρέχουν πολύτιμες πληροφορίες που βοηθούν στον κατάλληλο σχεδιασμό θεραπείας (Μπόντη, 2013).

Πολλές φορές η διάσπαση προσοχής εμφανίζεται με ή χωρίς μαθησιακά προβλήματα. Όταν όμως συνυπάρχει με μαθησιακά προβλήματα, τότε είναι ιδιαίτερα απαραίτητη η πρώιμη και έγκαιρη αντιμετώπισή της και για αυτό κρίνεται απαραίτητη η καλή επικοινωνία και συνεργασία μεταξύ δασκάλων και γονέων, για να σχεδιαστούν τρόποι και τεχνικές που θα υποστηρίξουν τη διαδικασία μελέτης του παιδιού στο σχολείο, αλλά και στο σπίτι. Ενδείκνυνται αρκετοί τρόποι διαχείρισης της συγκεκριμένης διάγνωσης, όπως η συμβουλευτική γονέων και παιδιών, οι θεραπείες τροποποίησης της συμπεριφοράς ή ακόμα και η λήψη φαρμακευτικής αγωγής, αν κρίνεται απαραίτητο από τον παιδοψυχίατρο.

Ας μην ξεχνάμε όμως και το πιο σημαντικό… Να αναγνωριστούν και να τονιστούν και τα θετικά σημεία και οι ικανότητες του παιδιού και να υπάρξει μια παρέμβαση που θα είναι προσαρμοσμένη στο εξατομικευμένο προφίλ του. Με μια ολιστική πλαισίωση τα παιδιά με ΔΕΠ-Υ μπορούν να είναι λειτουργικά, να μάθουν να διαχειρίζονται τις δυσκολίες τους και να έχουν ένα καλό μαθησιακό προφίλ.


Βιβλιογραφία:
– Κάκουρος, Ε. (2001). Το Υπερκινητικό παιδί. Οι δυσκολίες του στη μάθηση και στη συμπεριφορά. Ελληνικά Γράμματα.
– Μπόντη, Ε. (2013). ΕΙΔΙΚΕΣ ΜΑΘΗΣΙΑΚΕΣ ΔΥΣΚΟΛΙΕΣ. Μια εναλλακτική προσέγγιση… για όλους. ΜΕΘΕΞΙΣ.
– Νικολάου, O. (2017). ΔΕΠΥ και Συμβουλευτική γονέων. Πανελλήνιο Συνέδριο Επιστημών Εκπαίδευσης, 2016(2), 860–874.

Αρθρογράφος: Ευαγγελία Χαλκίδου