Τα γλωσσικά προβλήματα ως κριτήριο για την έγκαιρη διάγνωση της ΔΕΠ-Υ
Η διάγνωση της ΔΕΠ-Υ κατά την προσχολική ηλικία αποτελεί ζήτημα κεφαλαιώδους σημασίας, εφόσον η έγκαιρη διάγνωση και αντιμετώπιση της συγκεκριμένης διαταραχής, μπορεί να οδηγήσει όχι μόνον στον περιορισμό των πρωτογενών συμπτωμάτων της, αλλά και στη μερική ή ολική πρόληψη των δευτερογενών συνεπειών της, όπως οι μαθησιακές δυσκολίες ή τα προβλήματα στην κοινωνική λειτουργικότητα. Παρόλ’ αυτά δεν έχει διαμορφωθεί ακόμη ένα σύνολο αξιόπιστων κριτηρίων για τη διάγνωση της ΔΕΠ-Υ πριν την ηλικία των 6 ετών (Sonuga-Barke, 2002).
Επιπλέον κριτήρια για τη διάγνωση της ΔΕΠ-Υ στην προσχολική ηλικία θα μπορούσαν να αναζητηθούν ανάμεσα στα συνοδά προβλήματα της διαταραχής, ένα από τα οποία είναι και τα προβλήματα στη γλωσσική ανάπτυξη. Με άλλα λόγια τα γλωσσικά προβλήματα μπορούν να χρησιμοποιηθούν ως ένδειξη για περαιτέρω διερεύνηση για την πιθανή παρουσία ΔΕΠ-Υ.
Οι δυσκολίες στην ανάπτυξη της γλώσσας είναι ιδιαίτερα εμφανείς τόσο στους γονείς όσο και τους εκπαιδευτικούς, εφόσον έχουν άμεσες επιπτώσεις σε ποικίλους τομείς της ακαδημαϊκής και κοινωνικής λειτουργικότητας των παιδιών (Kakouros et al., 1996; Norbury et al., 2008). Ειδικότερα, προκαλούν συχνά έντονες αρνητικές συναισθηματικές αντιδράσεις, όπως εκνευρισμούς, αντιδραστική
συμπεριφορά και μείωση του επιπέδου αυτοεκτίμησης εξαιτίας των συχνών αποτυχημένων προσπαθειών για επικοινωνία με τους σημαντικούς άλλους (γονείς, εκπαιδευτικούς, συνομηλίκους), κοινωνική απομόνωση και προβλήματα στην κατάκτηση των σχολικών γνώσεων. Έχει διαπιστωθεί πως παιδιά με ιστορικό προβλημάτων γλώσσας κατά την προσχολική ηλικία, έχουν πολύ αυξημένες πιθανότητες να αντιμετωπίσουν αργότερα ειδικές μαθησιακές δυσκολίες (Agapitou & Andreou, 2008).
Επιπλέον, ενώ στα παιδιά σχολικής ηλικίας οι γονείς και οι ειδικοί εστιάζουν συνήθως στις προεξάρχουσες διασπαστικές συμπεριφορές, στα παιδιά προσχολικής ηλικίας εστιάζουν κυρίως στα προβλήματα στη γλωσσική ανάπτυξη. Κατά την προσχολική ηλικία, οι διασπαστικές συμπεριφορές μπορεί να θεωρούνται ότι εκδηλώνονται στα πλαίσια της τυπικής ανάπτυξης, ενώ αντίθετα η γλώσσα θεωρείται ως μία από τις βασικές ικανότητες που πρέπει να κατακτήσει το παιδί, ενώ συχνά κυριαρχεί η αντίληψη ότι αποτελεί δείκτη ευφυίας. Για του λόγους αυτούς φαίνεται ότι τα προβλήματα στην ανάπτυξη της γλώσσας αποτελούν μια από τις συχνότερες αιτίες παραπομπής των παιδιών προσχολικής ηλικίας σε επαγγελματίες ψυχικής υγείας.
Επιπλέον, η άποψη ότι προκειμένου να αντιμετωπιστούν αποτελεσματικότερα τα προβλήματα των παιδιών με ΔΕΠ-Υ στη γλωσσική ανάπτυξη, θα πρέπει πρωτίστως να δοθεί έμφαση στην αντιμετώπιση των πυρηνικών συμπτωμάτων της απροσεξίας, της υπερκινητικότητας και της παρορμητικότητας μέσω της πολυεπίπεδης γνωσιακής συμπεριφορικής προσέγγισης και δευτερευόντως στη λογοθεραπευτική παρέμβαση καθαυτή. Η αντιμετώπιση των πρωτογενών συμπτωμάτων μπορεί να βελτιώσει κατ’ αρχήν την ικανότητα των παιδιών να επικεντρώνονται στα γλωσσικά ερεθίσματα με άμεση συνέπεια την πρόσληψη περισσότερων γλωσσικών πληροφοριών και την καλύτερη επεξεργασία τους. Η αποτελεσματικότερη επεξεργασία των γλωσσικών ερεθισμάτων θα έχει ως αποτέλεσμα τον περιορισμό των δυσκολιών ακουστικής διάκρισης και την απομνημόνευση περισσότερων λέξεων. Επιπλέον, η βελτίωση της ικανότητας προσοχής και αυτοελέγχου θα επηρεάσει θετικά την ικανότητα των παιδιών να οργανώνουν και να παράγουν οργανωμένες αφηγήσεις αλλά και να διατηρούν το διάλογο.
Εγκέφαλος και γλώσσα
Σύγχρονα ερευνητικά δεδομένα που αφορούν στη νευρολογική ανάπτυξη αποκαλύπτουν ότι ο ανθρώπινος εγκέφαλος παρουσιάζει αυξημένη ετοιμότητα να προσλάβει και να αφομοιώσει γλωσσικά ερεθίσματα μέχρι περίπου την ηλικία των 6 ετών. Επιπλέον, μέχρι αυτήν την ηλικία ο εγκέφαλος παρουσιάζει αυξημένη πλαστικότητα και έτσι σε περιπτώσεις ήπιας εγκεφαλικής βλάβης τα παιδιά εφόσον δεχθούν τα κατάλληλα ερεθίσματα από το περιβάλλον, μπορούν να ανακτήσουν τις γλωσσικές τους λειτουργίες. Αυτό συμβαίνει γιατί τα γλωσσικά ερεθίσματα είτε τροποποιούν τις δυσλειτουργικές συνάψεις είτε ενεργοποιούν ομόλογες περιοχές του εγκεφάλου να αναλάβουν τις συγκεκριμένες λειτουργίες (Bischof, 2007; Reilly et al., 2004).
Τα δεδομένα που περιγράφηκαν οδηγούν στο συμπέρασμα ότι τα γλωσσικά προβλήματα των παιδιών με ΔΕΠ-Υ δεν αποτελούν μία ανεξάρτητη διαταραχή αλλά προκύπτουν από τα πρωτογενή συμπτώματα της ΔΕΠ-Υ μέσω μίας διαδικασίας επιγένεσης. Ως εκ τούτου, η θεραπευτική παρέμβαση δε θα πρέπει να εστιάζει αποκλειστικά στη βελτίωση της γλωσσικής συμπεριφοράς, αλλά πρωτίστως στον περιορισμό των πρωτογενών συμπτωμάτων της διαταραχής. Η έγκαιρη διάγνωση και αντιμετώπιση της ΔΕΠ-Υ και των γλωσσικών προβλημάτων που απορρέουν από αυτή είναι εξαιρετικής σημασίας, διότι μπορεί να οδηγήσει ακόμη και σε μερική τουλάχιστον τροποποίηση των εγκεφαλικών δυσλειτουργιών που την προκαλούν.