Ψυχολογία

Το πείραμα της φυλακής του Στάνφορντ

Το Πείραμα της Φυλακής του Στάνφορντ (Stanford Prison Experiment) είναι ένα από τα πιο διάσημα και αμφιλεγόμενα πειράματα στην ιστορία της ψυχολογίας. Διεξήχθη το 1971 από τον ψυχολόγο Philip Zimbardo και είχε ως στόχο να διερευνήσει τις επιπτώσεις της φυλακής και της εξουσίας στη συμπεριφορά των ατόμων.

Ο Zimbardo και η ομάδα του επέλεξαν 24 φοιτητές από το Πανεπιστήμιο του Στάνφορντ. Οι συμμετέχοντες επιλέχθηκαν επειδή ήταν ψυχολογικά σταθεροί και υγιείς. Χωρίστηκαν τυχαία σε δύο ομάδες: «φυλακισμένους» και «φύλακες». Οι φυλακισμένοι κρατήθηκαν σε αυτοσχέδια κελιά στο υπόγειο του κτηρίου ψυχολογίας του πανεπιστημίου, ενώ οι φύλακες ανέλαβαν τη διαχείριση της φυλακής.

Το πείραμα ήταν προγραμματισμένο να διαρκέσει δύο εβδομάδες. Οι φύλακες είχαν την ευθύνη να διατηρούν την τάξη και τη συμμόρφωση των φυλακισμένων, αλλά δεν επιτρεπόταν να χρησιμοποιήσουν σωματική βία. Οι φυλακισμένοι υποβλήθηκαν σε διάφορες ταπεινωτικές διαδικασίες για να δημιουργηθεί μια αίσθηση φυλακής.

Μέσα σε λίγες μέρες, οι φύλακες άρχισαν να επιδεικνύουν αυταρχική και καταπιεστική συμπεριφορά. Επέβαλαν αυστηρούς κανόνες, χρησιμοποίησαν ψυχολογικές τακτικές για να ελέγξουν τους φυλακισμένους και εφάρμοσαν ποινές που περιλάμβαναν στέρηση ύπνου και ταπεινωτικές εργασίες. Οι φυλακισμένοι άρχισαν να παρουσιάζουν έντονο στρες, συναισθηματικές καταρρεύσεις και αίσθημα αδυναμίας. Κάποιοι από αυτούς απέκτησαν παθητική στάση, ενώ άλλοι αντέδρασαν έντονα στην καταπίεση.

Το πείραμα διακόπηκε μετά από μόλις έξι ημέρες λόγω της ακραίας συμπεριφοράς των φυλάκων και των σοβαρών ψυχολογικών επιπτώσεων στους φυλακισμένους. Η διακοπή έγινε μετά από παρέμβαση της Christina Maslach, μιας από τους μεταδιδακτορικούς ερευνητές, που εξέφρασε έντονη ανησυχία για την ηθική του πειράματος.


Το Πείραμα της Φυλακής του Στάνφορντ ανέδειξε τη δύναμη των κοινωνικών ρόλων και την επιρροή του περιβάλλοντος στη συμπεριφορά των ατόμων. Τα κύρια συμπεράσματα περιλαμβάνουν:

  • Επίδραση των ρόλων: Οι άνθρωποι μπορούν να υιοθετήσουν τους ρόλους που τους ανατίθενται σε απίστευτο βαθμό, ακόμα και αν αυτό σημαίνει την εκδήλωση συμπεριφορών που είναι αντίθετες με τις προσωπικές τους αξίες.
  • Αποπροσωποποίηση και αποανθρωποποίηση: Οι φύλακες άρχισαν να βλέπουν τους φυλακισμένους όχι ως ανθρώπους αλλά ως αντικείμενα ή αριθμούς, γεγονός που διευκόλυνε την κακομεταχείρισή τους.
  • Διάχυση της ευθύνης: Η αίσθηση ότι ενεργούν μέσα στο πλαίσιο ενός θεσμού, όπως η φυλακή, επέτρεψε στους φύλακες να δικαιολογήσουν τις πράξεις τους ως μέρος των καθηκόντων τους.


Το πείραμα έχει υποστεί έντονη κριτική για τις ηθικές του παραμέτρους, αφού οι συμμετέχοντες υπέστησαν σοβαρές ψυχολογικές βλάβες, χωρίς να έχουν πλήρη επίγνωση του τι επρόκειτο να αντιμετωπίσουν. Ο Zimbardo, που συμμετείχε ως «επικεφαλής φύλακας», κατηγορήθηκε για την αδυναμία του να διατηρήσει αντικειμενική και επαγγελματική στάση.