Ψυχολογία

Φεμινιστική εγκληματολογία

Η φεμινιστική εγκληματολογία ξεκίνησε περισσότερο σαν μια κριτική της παραδοσιακής «ανδρικής» εγκληματολογίας. Η κριτική αυτή είχε σαν κύ­ρια σημεία της, πρώτον ότι οι γυναίκες υπήρξαν για πολύ στο περιθώριο των ερευνών, και δεύτερον ότι οι έρευνες για τη γυναικεία εγκληματικότητα έγι­ναν με μεθόδους περιορισμένες και πολλές φορές παραπλανητικές.


Η πρώτη προσέγγιση στο χώρο της εγκληματολογίας έγινε με ένα άρθρο της Klein που δημοσιεύτηκε το 1973 για πρώτη φορά. Η Klein μελέτησε πρώιμες και όψιμες έρευνες των ίδιων συγγραφέων αλλά και οπαδών τους και σημείωσε τη συνέχεια που υπάρχει στη γραφή τους. Όπως γράφει και η ίδια, «οι συγγραφείς αντιπροσωπεύουν μια συγκεκριμένη παράδοση. Είναι σημαντικό λοιπόν να κατανοήσουμε ότι οι κοινές αντιλήψεις των συγγρα­φέων αποτελούν το υπόστρωμα για την ανάπτυξη των θεωριών τους… Οι ερ­γασίες του Lombroso έχουν εδώ και πολύ καιρό κατακριθεί, αλλά αξίζει να τις μελετάμε διότι μεταγενέστεροι συγγραφείς στηρίζονται στις ίδιες σεξουα­λικές ιδεολογίες με υπονοούμενες υποθέσεις γύρω από τη φυσιολογία και την ψυχολογία της γυναίκας, που όμως στον Lombroso είναι σαφείς».


Έτσι, για την Klein, όλοι αυτοί οι συγγραφείς έκαναν δύο σημαντικά λά­θη: Πρώτον, θεώρησαν δεδομένη μια παγκόσμια πολιτισμική, ταξική και ιστορική φύση χωρίς την παρουσία της γυναίκας σ’ αυτή, και δεύτερον απέ­δωσαν την αιτιολογία της εγκληματικότητας των γυναικών σε σεξουαλικούς παράγοντες, χωρίς να λάβουν υπόψη τους κοινωνικοοικονομικούς παράγον­τες. Πρέπει λοιπόν, καταλήγει η Klein, να ξεκινήσει μια φεμινιστική έρευνα πάνω στη γυναικεία εγκληματικότητα που θα αναγνωρίσει και θα κατανοήσει τις υποθέσεις πάνω στις οποίες στηρίχτηκαν οι παραδοσιακοί συγγραφείς, και θα τις εγκαταλείψει.


Όμως η πρώτη τεκμηριωμένη και εκτεταμένη φεμινιστική ανάλυση για τη γυναικεία εγκληματικότητα έγινε από την Smart το 1977, που χρησιμο­ποίησε πλέον εμφανώς στο εξώφυλλο του βιβλίου της τον τίτλο «φεμινιστική κριτική». Όπως και η Klein, διαπίστωσε ένα γενικό κενό στο πεδίο της γυ­ναίκας σε σχέση με το έγκλημα και έλλειψη κριτικής ανάλυσης γύρω από τα σεξουαλικά στερεότυπα της γυναίκας. Η Smart επισήμανε πως οι παραδοσια­κοί συγγραφείς προκάλεσαν πολλές και μακροχρόνιες επιρροές στους μετα­γενέστερους συγγραφείς, όχι μόνο ως προς την κατανόηση της γυναικείας εγκληματικότητας, αλλά και ως προς τη μεταχείριση των παραβατικών γυναικών. Σαν παράδειγμα φέρνει τον Lombroso και τον Poliak αντίστοιχα· ο δεύτερος μάλιστα συνέβαλε στην εκτροπή της μελέτης της γυναικείας εγκλη­ματικότητας χρησιμοποιώντας κριτήρια ψυχολογίας και φυσιολογίας αντί στρουκτουραλισμού.


Κατέληξε υποστηρίζοντας πως μια φεμινιστική κριτική και μια νέα κα­τεύθυνση στη μελέτη της γυναικείας εγκληματικότητας είναι απαραίτητα στοιχεία για την αποκατάσταση του ερευνώμενου θέματος. Επισήμανε όμως και δύο σημεία μεγάλης σημασίας για την εξέλιξη της φεμινιστικής κριτικής: Πρώτον, τον κίνδυνο του γκέτο, δηλαδή την πιθανότητα να παραμείνει ο χώ­ρος της εγκληματολογίας ασυγκίνητος από τη φεμινιστική κριτική, αν η γυ­ναικεία εγκληματικότητα αποτελέσει χώρο διακριτέο από τον υπόλοιπο εγκληματολογικό κορμό και έτσι περιθωριοποιηθεί, και δεύτερον τον κίνδυνο να δημιουργηθεί «πανικός» με την προβολή ενός νέου κοινωνικού προβλή­ματος.


Το πρόσφατο βιβλίο της Leonard προχωρεί τη φεμινιστική κριτική στο σύγχρονο θεωρητικό χώρο, εντάσσοντας τη γυναικεία εγκληματικότητα μέ­σα στις θεωρίες της ανομίας, ετικέτας, διαφορικής συναναστροφής, υποκουλτούρας και κριτικής εγκληματολογίας. Η έρευνα αυτή της Leonard την οδήγησε στο συμπέρασμα ότι αφενός μ’ αυτό τον τρόπο διαφωτίζεται ο χώρος της γυναίκας σε σχέση με το έγκλημα, αφετέρου όμως δεν μπορεί να γίνει πλήρης εφαρμογή αυτών των θεωριών στις γυναίκες (π.χ. η θεωρία της υποκουλτούρας των ανήλικων παραβατών ταιριάζει μόνο σε αγόρια παραβάτες, σ. 138). Έτσι η Leonard καταλήγει πως η χρησιμότητα της φεμινιστικής κρι­τικής μπορεί μόνο να φανεί μέσα από μια στρουκτουραλιστική ανάλυση.


Η φεμινιστική όμως κριτική συνδέθηκε και μ’ ένα άλλο επιπλέον πρό­ βλημα, που αποδόθηκε στην αύξηση της εγκληματικότητας των γυναικών. Υποστήριζαν δηλαδή ορισμένοι συγγραφείς, όπως ο Bishop (1931)32 κι ο Poliak (1950)33, ότι η απελευθέρωση των γυναικών είναι η κύρια αιτία της αύξησης της γυναικείας εγκληματικότητας. Εφόσον, έλεγαν, οι γυναίκες δεν πρόκειται ποτέ να εξισωθούν με τους άνδρες, η βελτίωση των δικαιωμάτων τους μόνο αγωνίες τους προσφέρει και την αίσθηση του ανικανοποίητου, που τις οδηγεί τελικά στην εγκληματική δράση.

Η έντονη κριτική των παραπάνω απόψεων ήταν καθολική από τους φεμι­νιστές συγγραφείς άνδρες και γυναίκες και κυρίως τη Smart και τη Leonard, οι οποίες κατέδειξαν το ανακριβές της ερμηνείας των στατιστικών δεδομένων —της Adler κυρίως— που φαίνεται να στηρίζονται κατά κύριο λόγο σε διηγή­σεις αστυνομικών και δικαστικών υπαλλήλων. Ο Steffensmeier υποστηρίζει πως ο νέος κοινωνικός εχθρός, η γυναίκα εγκληματίας, είναι περισσότερο μια κοινωνική επινόηση παρά μια πραγματικότητα και ο ισχυρισμός ότι υπάρχει σχέση μεταξύ γυναικείας εγκληματικότητας και γυναικείας απελευθέρωσης είναι πραγματικά αστήρικτος. Οι γυναίκες εξακολουθούν να είναι μη βίαιοι παραβάτες, ελαφρών ποινικών αδικημάτων.

Η Chesney-Lind εκφρά­ζει μια άλλη άποψη που νομίζει πως κρύβεται πίσω από τον πανικό για τη νέα επιθετική γυναίκα: «Όπως και στο κλασικό παράδειγμα επικρατούσε η ά­ποψη πως αποκλειστικά υπεύθυνη για τα αδικήματα σε βάρος της ήταν σχε­δόν πάντα το θύμα γυναίκα, έτσι και τώρα η εφεύρεση της απελευθερωμένης γυναίκας εγκληματία φέρνει σε αντίθεση τη γυναίκα εγκληματία με το γυναι­κείο κίνημα. Αυτό εξυπηρετεί ένα διπλό στόχο: Πρώτον, εμφανίζει τη σκο­τεινή πλευρά του κινήματος για την απελευθέρωση της γυναίκας και δεύτε­ρον, αποπροσανατολίζει την έρευνα από το επίκεντρο του προβλήματος που εστιάζεται στο ποινικό δικαιικό σύστημα».

Φεμινιστική επανάσταση
Η φεμινιστική εγκληματολογία ξεκίνησε σαν αντίδραση σ’ έναν παλαιό, κα­θιερωμένο ανδρικό σοβινισμό στον ακαδημαϊκό χώρο. Οι γυναίκες ήταν είτε απούσες στους παραδοσιακούς εγκληματολόγους, είτε παρούσες αλλά μόνο ως πόρνες, περιθωριακά άτομα ή συμπτωματικοί αριθμοί. Ακόμη, η συζήτη­ση για τις γυναίκες γινόταν πάντα κάτω από απόλυτα σεξουαλικά στερεότυ­πα.

Η φεμινιστική εγκληματολογία πέτυχε απόλυτα να αναπτύξει μια κριτική που πολύ δύσκολα όμως αφομοιώθηκε στο χώρο της εγκληματολογίας. Όπως λέει και η Heidensohn, πρέπει να βγούμε τελείως έξω από τα όρια των εγκληματολογικών θεωριών και να ζητήσουμε μοντέλα από άλλες πηγές για να μπορέσουμε να κατανοήσουμε καλύτερα τη γυναίκα και το έγκλημα κάτω από μια φεμινιστική προσέγγιση.


Το θέμα της γυναικείας εγκληματικότητας δεν είναι αγνοημένο και καμουφλαρισμένο μόνο από την εγκληματολογία· έχει ήδη παραμεριστεί και διαστραφεί από το ίδιο το δίκαιο, τη νομοθεσία, τη δικαστι­κή ψυχολογία, την ψυχιατρική, την ποινή και τον ποινικό μηχανισμό όπου όλα δουλεύουν για τον τεμαχισμό και την εκτροπή της κατεύθυνσης της γυ­ναικείας εγκληματικότητας, σε βαθμό που να μην είναι δυνατή η αναγνώρισή της από την εγκληματολογία, επιστήμη ήδη εμπλεγμένη σ’ αυτή τη διαδικα­ σία.